Η σπάνια ευκαιρία Σαμαρά,το δίλημμα Βενιζέλου – Κουβέλη και η ανάβαση Τσίπρα
Αξιολογώντας τα ευρήματα της δημοσκόπησης της Καπά – Research, που δημοσίευσε το ΒΗΜΑ της Κυριακής, καταλήγει κανείς σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τις τάσεις αντιλήψεων και πεποιθήσεων που τείνουν να διαμορφωθούν στην ελληνική κοινωνία, έπειτα από τη δυστυχή εμπειρία των τριών ετών της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Το πρώτο συμπέρασμα, που αβίαστα προκύπτει είναι ότι η οργή και η δυσπιστία για το μνημόνιο δεν κλονίζουν την επιλογή του ευρώ. Σε ποσοστό 76% οι Έλληνες επιθυμούν την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλες δημοσκοπήσεις και απ’ όλες τις ποιοτικές έρευνες.
Ο θυμός λοιπόν,η απογοήτευση και τα πολλά δεινά δεν αναιρούν τη βασική εθνική επιλογή, που είναι καθαρά ευρωπαϊκή. Πράγμα που σημαίνει ότι είναι ανεδαφικό πολιτικά να χτίζει κανείς σε αντιευρώ ή πολύ χειρότερα σε αντιευρωπαϊκή κατεύθυνση.Αμεση συνέπεια αυτής της διαπίστωσης είναι η υποχώρηση της διάκρισης μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Στον βαθμό λοιπόν που οι τάσεις αμφισβήτησης του ευρώ περιθωριοποιούνται, οι αντιμνημονιακές δυνάμεις θα είναι υποχρεωμένες να αναδείξουν άλλες πλευρές της πολιτικής τους για να διατηρήσουν τη θέση και την παρουσία τους. Το πολιτικό σύστημα μεσοπρόθεσμα θα ισορροπήσει σε νέα διλήμματα και τα κόμματα που στηρίχθηκαν σε καθαρά αντιμνημονιακό λόγο, όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, σε λίγο δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης, αν θέλει να μείνει σοβαρός διεκδικητής της εξουσίας θα χρειασθεί να εφεύρει νέα αντιπολιτευτική στρατηγική.
Το δεύτερο συμπέρασμα, που επίσης προκύπτει από την αξιολόγηση των επιμέρους στοιχείων της έρευνας, είναι ότι η ελληνική κοινωνία έχει απορρίψει την έννοια ”κράτος πατερούλης” και έχει αποφανθεί ότι το κράτος χρήζει μεγάλης μεταρρύθμισης. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το 87% υποστηρίζει τις συγχωνεύσεις δημόσιων φορέων, το 62% τάσσεται υπέρ των αποκρατικοποιήσεων και το 67% τοποθετείται υπέρ της διαθεσιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Οι τάσεις αυτές δεν είναι νέες βεβαίως.
Καταγράφονται και στην προ του μνημονίου περίοδο, πριν δηλαδή την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Για χρόνια οι δημοσκοπήσεις, από την περίοδο της ασθενούς διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή του νεότερου, βεβαίωναν ότι η ελληνική κοινωνία θέλει διαφορετικό κράτος, ευέλικτο, αξιοκρατικό, δικαιότερο και πρωτίστως αποτελεσματικό.Τα πολιτικά κόμματα διατηρώντας επαφή μόνο με τους πελατειακούς κομματικούς μηχανισμούς τους και την οργανωμένη βάση τους δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν πιο είναι το πραγματικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, ούτε να κατανοήσουν ότι διατήρηση του κομματισμού τα πλήττει ανεπανόρθωτα.
Έχει εξαιρετική σημασία ότι στις παρούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες οι πολίτες επιβεβαιώνουν τη θέλησή τους για πιο μικρό και πιο αποτελεσματικό κράτος και δεν νοσταλγούν το ”κράτος – πατερούλη”. Γιατί απλούστατα αποδέχονται ότι υπήρξε ο μεγάλος ένοχος της οικονομικής καταστροφής που ζούμε.
Το τρίτο συμπέρασμα, συνδέεται με την ανοχή που φαίνεται να κερδίζει τώρα η πολυκομματική κυβέρνηση Σαμαρά. Από τις απαντήσεις των ερωτώμενων στην έρευνα φαίνεται ότι ο κ.Σαμαράς αντιμετωπίζεται σαν μόλις να έχει κερδίσει τις εκλογές.
Η ψήφος που κέρδισε τον περασμένο Ιούνιο δεν ήταν ψήφος θετική και εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Ήταν ψήφος φόβου, ψήφος αμυντική έναντι των επερχόμενων. Μερίδα του εκλογικού σώματος φοβήθηκε το άγνωστο και την περιπέτεια στην οποία θα έμπαινε η χώρα αν αμφισβητούσε τους ευρωπαίους συμμάχους της. Με μισή καρδιά είναι αλήθεια ψήφισαν οι περισσότεροι τη Νέα Δημοκρατία και ανέδειξαν τον κ.Σαμαρά στην πρωθυπουργία. Σήμερα ωστόσο η ελληνική κοινωνία κρίνει και αξιολογεί εκ νέου τον κ.Σαμαρά. Και υπό αυτή την έννοια ο πρωθυπουργός φαίνεται να έχει μια σπάνια ευκαιρία.
Αν καταφέρει να προσφέρει σταθερότητα,να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις και να δώσει δείγματα αξιοκρατίας, δικαιοσύνης και υπερκομματικής διακυβέρνησης, θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.Κάτι που μέχρι πριν από λίγους μήνες έμοιαζε αδύνατο.Αντιστοίχως οι δύο εταίροι της κυβέρνησης Σαμαρά όταν αποδέχθηκαν τη συνεργασία προτίμησαν να λάβουν τις αποστάσεις τους,μένοντας με το ένα πόδι έξω από την κυβέρνηση, προνοώντας προφανώς για το ενδεχόμενο μιας παταγώδους αποτυχίας.
Οι νέες τάσεις που διαμορφώνονται στην κοινή γνώμη και η ανοχή που δείχνει σημαντική μερίδα του πληθυσμού στην κυβέρνηση συνεργασίας θέτουν κρίσιμο δίλημμα, τόσο στον κ. Βενιζέλο,όσο και στον κ. Κουβέλη: Να συμμετάσχουν πιο ενεργά στην κυβέρνηση ή να διατηρήσουν τη σημερινή απόσταση; Αν συμμετάσχουν πιο ενεργά και πάνε καλά τα πράγματα θα κερδίσουν, αν όμως συνεχίσουν να στηρίζουν με μισή καρδιά και όλα πάνε κατ’ ευχήν, θα κερδίσει μόνο ο κ.Σαμαράς.
Το τέταρτο συμπέρασμα, είναι βεβαίως αυτό που ευθέως προκύπτει και καλύπτει σχεδόν το σύνολο των ερωτηθέντων. Και αφορά στα συναισθήματα οργής, αμφισβήτησης και απαισιοδοξίας που συνέχουν την πλειονότητα της κοινής γνώμης.
Ότι επέδρασαν και θα συνεχίσουν να επιδρούν στα πολιτικά πράγματα της χώρας είναι σίγουρο. Όπως είναι σίγουρο επίσης ότι ο χρόνος αμβλύνει τα παραπάνω συναισθήματα και στον βαθμό που υπάρξουν αποτελέσματα και βεβαιότητες η επίδραση θα περιορίζεται. Δεν είναι δεδομένο λοιπόν ότι θα συνεχισθεί η ανάβαση του κ.Τσίπρα.
Όσο κι αν επενδύει στον θυμό και την αμφισβήτηση, όσο θα περνά ο καιρός θα πρέπει να αναδεικνύει θετικές πλευρές της εναλλακτικής πρότασής του. Όσο δεν θα το κάνει και στο βαθμό που η κυβέρνηση θα κερδίζει τη μάχη της σταθερότητας,ο ΣΥΡΙΖΑ θα φθίνει, όπως και θα φθίνει η επιρροή της ακατέργαστης και επιθετικής ακροδεξιάς.
Υπό αυτή την έννοια έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να αναζητηθούν στο μέλλον εκ νέου οι τοποθετήσεις της κοινής γνώμης απέναντι στο δίλημμα «Σαμαράς και κεντροδεξιά» ή «Τσίπρας και κενροαριστερά».
Αν οι διαφορές διευρύνονται υπέρ του κ.Σαμαρά,τότε θα έχει φθάσει μάλλον ο χρόνος για την αναζήτηση άλλων ενδιάμεσων εκφράσεων μιας αναγεννημένης «Σοσιαλδημοκρατικής Κεντροαριστεράς», για να προσαρμοσθεί το πολιτικό μας σύστημα στα ευρωπαϊκά στάνταρ, που θέλουν δύο ισχυρά αστικά σχήματα στο κέντρο της πολιτικής ζωής της χώρας.