«Ρώτησα τον διπλανό μου “μόλις σκοτώσαμε ένα μικρό παιδί;”»
Στα χρόνια του facebook και του τεχνολογικού οργασμού όπου ευδοκιμεί η κουλτούρα των όπλων και των απανωτών διαδικτυακών κλικ, ευδοκιμεί τελικά παράλληλα και ένα μετατεχνολογικό είδος φονιάδων: εκείνο των ηλεκτρονικών εκτελεστών.
Ζωντανή απόδειξη ο 27χρονος Μπράντον Μπράινταν από τη Μοντάνα, ο οποίος ποτέ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να σκοτώσει κάποιον. Κι όμως, ήταν τόσο εύκολο να γίνει δολοφόνος πατώντας απλά ένα κουμπί στο Νέο Μεξικό και αφαιρώντας ανθρώπινες ζωές στο Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένων και μικρών παιδιών.
Aν το «φτερούγισμα μιας πεταλούδας» στην Ασία δύναται να αλλάξει τη ροή μιας ιστορίας στη γηραιά ήπειρο, τότε γιατί να ηχεί «απ’ αλλού φερμένο» το γεγονός ότι το πάτημα ενός πλήκτρου μέσα από ένα σκοτεινό κοντέινερ στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού εξολοθρεύει ανθρώπινους στόχους, πάνω στους οποίους είχαν προηγουμένως εστιάσει τα υπέρυθρα μάτια των μη επανδρωμένων αεροσκαφών;
Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ένα ακόμα «παθολογικό σύμπτωμα» της μετατεχνολογικής εποχής που μεταφέρει τον έρωτα και τον πόλεμο μέσα στα άψυχα κουτιά που αποκαλούμε υπολογιστές. Εκεί διαδραματίζονται παντός τύπου ειρηνικές ή πολεμικές συνδιαλλαγές δίχως «σάρκα και οστά». Το αίμα που χύνεται, ωστόσο, στο τέλος δεν είναι ηλεκτρονικό εφέ, αλλά ανθρώπινο. Μόνο που συνήθως είναι τόσο μακριά, που δεν γίνεται καν αισθητή η οσμή του θανάτου. Αυτό δεν ισχύει για τον νεαρό Μπράντον, ο οποίος έπειτα από έξι χρόνια στην αεροπορία των ΗΠΑ με ειδικότητα χειριστή UAV Predator που πετάνε επί 24ώρου βάσεως πάνω από «ευαίσθητες» γεωπολιτικά περιοχές, διαγνώστηκε με διαταραχή μετατραυματικού στρες μάχης. Σε ελεύθερη μετάφραση, ο Μπράντον Μπράιαντ εργαζόταν ως φονιάς εξ αποστάσεως – μια εργασία που δεν άντεξε, έπαθε νευρικό κλονισμό, αποξενώθηκε από φίλους, παραιτήθηκε και απομονώθηκε στο πατρικό του σπίτι στη Μοντάνα.
Θυμάται ακόμα με οδύνη την πρώτη του φορά ως επαγγελματίας στον «ηλεκτρονικό φόνο». Οταν είδε δύο άντρες να πέφτουν νεκροί κι έναν άλλο, με κομμένο το ένα του πόδι, να σφαδάζει στο έδαφος, την ώρα που πίδακες αίματος έπεφταν στην άσφαλτο», όπως καταθέτει σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό «Spiegel». Ακόμα και σήμερα η ψυχική του υγεία δεν έχει αποκατασταθεί από την εξ αποστάσεως φονική εργασία.
Πως ο αριστούχος μαθητής έγινε «φονιάς»
Η μεταμόρφωση του Μπράντον Μπράινταν σε ηλεκτρονικό φονιά από έναν ονειροπόλο αριστούχο μαθητή του λυκείου ήταν σχεδόν τυχαία. Οσο για τον λόγο που τον οδήγησε να κλειστεί μέσα στο σκοτεινό κοντέινερ μπροστά σε έναν υπολογιστή και να εξειδικευτεί στους «ηλεκτρονικούς φόνους»; Αμιγώς οικονομικός. Κατατάχτηκε στην αεροπορία γιατί η φοίτηση στο πανεπιστήμιο ήταν δωρεάν. Οι επιδόσεις του ήταν κι εκεί άριστες. Βγήκε πρώτος στην τάξη και τοποθετήθηκε σε μια στρατιωτική μονάδα συλλογής πληροφοριών, μαθαίνοντας να αναλύει δεδομένα από αεροφωτογραφίες και μετεωρολογικά δεδομένα, ενώ στη συνέχεια, σε ηλικία 20 ετών, αναβαθμίστηκε σε χειριστή αισθητήρων.
Η αποστολή που τον άφησε ψυχικά ανάπηρο
Δεν είχε ρίξει ποτέ ούτε μια σφαίρα. Αλλά οι ενοχές τον τυραννούσαν νυχθημερόν. Κάθε μέρα σκότωνε ανθρώπους που βρίσκονταν χιλιάδες χιλιόμετρα από την πραγματική περιοχή των επιχειρήσεων. Ηταν μέρος, άλλωστε, της άλλης όψης του «πολέμου του τρόμου», ο οποίος είχε και εκείνος μεταφερθεί στο διαδίκτυο μέσα από τις 5.000 ιστοσελίδες της Τζιχάντ που προσηλυτίζουν στο «δόγμα του θανάτου» και ενορχηστρώνουν επιχειρήσεις αυτοκτονίας.
Ο Μπράινταν με τη σειρά του εκτόξευε βλήματα θανατώνοντας ανυποψίαστους ανθρώπους, υπηρετώντας το αμερικανικό «δόγμα θανάτου». Μέχρι που άρχισε να νιώθει αποκομμένος από την ανθρωπότητα.
Στο μυαλό του είναι πάντα καρφωμένη αποστολή που προκάλεσε τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική του κατάρρευση, αφού τον έκανε να «φτύνει κυριολεκτικά αίμα στο μόνιτορ» στο ορεινό Αφγανιστάν και είδε έπειτα από το πάτημα ενός κουμπιού το οποίο πάτησε ο χειριστής δίπλα του να καταρρέει μπροστά του ένα σπίτι και ένα παιδί να χάνεται μέσα σε μια λάμψη θανάτου.
«Συνολικά πέρασαν 16 δευτερόλεπτα μέχρι να φτάσει τον στόχο του, αλλά μου φάνηκε σαν αργή κίνηση. Μέχρι και την τελευταία στιγμή θα μπορούσα να αστοχήσω αν ήθελα, να στρέψω αλλού τον πύραυλο. Μου ήρθε εμετός. Ρώτησα τον διπλανό μου: “Μόλις σκοτώσαμε ένα μικρό παιδί;” για να πάρω απάντηση, από τα μικρόφωνα, από κάποιον ανώτερο στρατιωτικό “όχι, αυτό που σκοτώσατε ήταν ένας σκύλος”. Ενας σκύλος σε δυο πόδια; αναρωτήθηκα» εξομολογείται στο «Spiegel».