Μέλη του αντιδικτατορικού αγώνα συζητούν με τα παιδιά τους για την κοινωνία που δημιούργησαν και με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου –και οι δύο- κάνουν την αυτοκριτική τους
Πρώτη φορά πατέρας και κόρη συμφώνησαν τόσο ουσιαστικά. Λίγες ημέρες πριν από τη σημερινή επέτειο του Πολυτεχνείου, καθισμένοι στο σαλόνι τους, συνέκριναν μνήμες και βιώματα, ανέλυαν το πώς τα ατομικά δικαιώματα μπερδεύτηκαν με το ατομικό συμφέρον. Εκείνος, εκπρόσωπος της γενιάς που αντέδρασε και ύστερα σιώπησε. Εκείνη, μέλος μιας γενιάς που παρέμεινε εγκλωβισμένη στην αναζήτηση ευθυνών –μόνο- στους άλλους. Ήταν παράδοξο που στο τέλος συναίνεσαν. Ειδικά γιατί η κουβέντα ξεκινούσε με το εμπρηστικό ερώτημα: «φταίει η γενιά του Πολυτεχνείου για τη σημερινή κρίση;»
Ο Αχιλλέας Γκέκας ανήκε στους ανένταχτους πολιτικά φοιτητές που συμμετείχαν στο αντιδικτατορικό κίνημα. Το 1972 μάζευε υπογραφές στο τμήμα Χημικών Μηχανικών κατά των διορισμένων από τη Χούντα διοικητικών συμβουλίων των φοιτητικών συλλόγων. Μέρες σαν κι αυτή προσπαθεί να συγκεντρώσει τους παλιούς συμφοιτητές του. Όχι προκειμένου να μιλήσουν για την πολιτική κατάσταση. Συζητήσεις σαν κι αυτή ξυπνούν πάθη, τονίζει. Περισσότερο, για να δουν πώς γέρασαν. Η δικηγόρος κόρη του, Βάλια, επέστρεψε στην Ελλάδα έπειτα από τρία χρόνια εργασίας στο εξωτερικό για να διαπιστώσει –μαζί με άλλους συνομηλίκους της- «πόσο ολισθηρός είναι ο κατήφορος».
Ο πατέρας της, συνταξιούχος σήμερα, δεν μιλάει με το στόμφο παλιού αγωνιστή. Βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτάκι και επιλέγει τα λόγια κάποιου άλλου που τον εκφράζουν πραγματικά: «Με τη Μεταπολίτευση ήρθε και κυρίευσε τη χώρα ένα κύμα απληστίας και απαίτησης. Όλα έπρεπε να γίνουν εδώ και τώρα. Η λογική κρύφτηκε στα υπόγεια, οι χαμηλές φωνές χάθηκαν μέσα στο σάλαγο. Ένα φουσκωμένο κύμα εκδικήσεων. Άρχισε το κυνήγι των μαγισσών. Χριστέ μου! Πού ήταν αυτό το πλήθος κρυμμένο τα προηγούμενα χρόνια; Μήπως με την υπερβολή έπρεπε να καλυφθεί η σιωπή έξι χρόνων; Ήταν τα χρωστούμενα;». Το απόσπασμα ήταν από το βιβλίο «Κι όμως ήταν όμορφα», του Λευτέρη Τσίλογλου, μέλους της αντιστασιακής φοιτητικής οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος». Η Βάλια συμφωνούσε κατά την ανάγνωσή του. «Θυμώνω με την προηγούμενη γενιά», είπε αργότερα. «Γιατί είχα την προσδοκία ότι ο πλούτος που ήρθε με τη Μεταπολίτευση θα δημιουργούσε και προϋποθέσεις διαλόγου. Μέχρι σήμερα όμως στην Ελλάδα δεν ξέρουμε να συζητάμε. Όταν μιλάμε για ευθύνες καταλήγουμε στην αλληλοκατηγορία. Δεν το βλέπουμε σαν μια ευκαιρία να αναλογιστούμε –και- τα δικά μας λάθη».
Δεν ήταν η μόνη οικογένεια που προσέγγισαν «ΤΑ ΝΕΑ» με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου και σκοπό το διάλογο ανάμεσα στις δύο γενιές. Ήταν όμως από τις λίγες που δέχτηκαν να μιλήσουν. Αρκετά από τα –μη προβεβλημένα- μέλη του φοιτητικού κινήματος διατηρούν τη σιωπή τους, αλλά και την πίκρα τους για το πώς άλλοι εξαργύρωσαν την τότε κινητοποίησή τους. Και αρκετά από τα παιδιά τους αδιαφορούν -ή δεν γνωρίζουν- για το παρελθόν. Στις κουβέντες που τελικά έγιναν καθένας είχε να διηγηθεί και μια ιστορία που συνοψίζει προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας: Ο επιτηρητής σε εξετάσεις του Πολυτεχνείου το ‘77 που όταν κάνει παρατήρηση σε έναν φοιτητή γιατί αντιγράφει εισπράττει την απάντηση, «θες να με κόψεις γιατί είσαι Αριστερός και είμαι Δεξιός!» Η ηθοποιός που παραδέχεται ότι –κακώς- την εξυπηρέτησαν για να παρακάμψει τη γραφειοκρατία σε δημόσια υπηρεσία επειδή την αναγνώρισαν από την τηλεόραση. Η καθηγήτρια που υποδέχεται μαθητές στην Γ΄ Λυκείου οι οποίοι αντιμετωπίζουν το Πολυτεχνείο σαν την 28η Οκτωβρίου. Για να καταλήξουν όλοι οι συνομιλητές σε μια κοινή διαπίστωση: οι αντιδρώντες φοιτητές της δικτατορικής περιόδου και τα παιδιά τους είναι εκπρόσωποι δύο γενεών που δεν ωρίμασαν.
Η ΟΨΙΜΗ ΝΙΟΤΗ. Η Έφη Μαλιχούδη είναι από εκείνους που βίωσαν, όπως λέει, την όψιμη νιότη. Ήταν μαθήτρια ακόμη, στην Καλαμάτα, όταν ο αδερφός της και ιδρυτικό στέλεχος του «Ρήγα» της ζητούσε να του μεταφέρει την προπαγάνδα του καθεστώτος στο σχολείο της. Όταν πέρασε στη Φιλοσοφική οργανώθηκε και αυτή στο σύλλογο Μεσσηνίων Φοιτητών. Με πρόσχημα τη διατήρηση της τοπικής παράδοσης οι φοιτητές αντάμωναν, αντάλλασσαν σκέψεις, ζύμωναν την ιδέα της αντίδρασης. Η ίδια βρέθηκε και στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Έζησε στην παρανομία. Ένιωσε πώς είναι να σε παρακολουθούν. «Αρκετοί από όσους πρωταγωνίστησαν τότε δεν είχαν μετέπειτα φυσιολογική ζωή», λέει. «Θα ακούσεις ιστορίες περίεργες. Ψυχολογικά προβλήματα. Ίσως γιατί τότε δεν ζήσαμε την ηλικία μας. Γέμισε απωθημένα η γενιά μας. Στρατολογηθήκαμε σε κόμματα σε μια ηλικία που δεν είχαμε ακόμα κατασταλάξει. Αγωνιστήκαμε, αλλά δεν ζήσαμε ανάλαφρα. Τα κόμματα δεν μας άφησαν να αναπτύξουμε τις δικές μας ιστορίες. Κινηθήκαμε με βάση τις ταμπέλες: Δεξιός και Αριστερός. Ξεκινήσαμε το μετεφηβικό στάδιο μετά τα 23».
Γι’ αυτούς τους λόγους δεν ήθελε να κομματικοποιηθεί στο πανεπιστήμιο ο γιος της, Γεράσιμος. Δεν κατάφερε να τον πείσει. Όταν μιλάμε μαζί του τηλεφωνικά, μόλις έχει ολοκληρωθεί η συνέλευση των φοιτητών στο Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων των Χανίων στην οποία συμμετείχε και εκείνος. Συζητούσαν για τις δράσεις τους με αφορμή τη 17η Νοέμβρη. Πρόσφατα συμμετείχε μαζί με άλλους φοιτητές σε κατάληψη κτιρίου της Περιφέρειας στα Χανιά. Μια συμβολική κίνηση, όπως λέει, για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους κατά την ημέρα της γενικής απεργίας. «Δεν ζούμε σήμερα την καταπίεση που βίωναν τότε», λέει. «Μου είναι ασύλληπτο το πώς αντέδρασαν τότε οι φοιτητές. Δεν ξέρω σήμερα αν θα το έκανε κάποιος. Και εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα».
ΤΑ ΟΡΙΑ. Όπως ο Γεράσιμος έτσι και πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες η Μέλπω Λεκατσά δεν φανταζόταν ότι κάποτε θα αντιδρούσε. Πέρασε το κατώφλι του αντιδικτατορικού κινήματος ξαφνικά, σχεδόν σε μια ημέρα. Φοιτήτρια φαρμακευτικής τότε στην Αθήνα είδε το όνομά της στο –διορισμένο από τη Χούντα- συμβούλιο της σχολής της. «Ο πατέρας μου ήταν αγωνιστής του Ζέρβα και μας θεωρούσαν εθνικόφρονες. Γι’ αυτό προφανώς με είχαν τοποθετήσει εκεί. Δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Έσκισα τη λίστα και την επομένη με κάλεσαν στην Ασφάλεια», λέει. Ακολούθησαν συμμετοχές της σε διαδηλώσεις, μαζώξεις σε σπίτια φοιτητών και ταβέρνες, συμμετοχή στην κατάληψη της Νομικής και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. «Ήταν φυσικό μετά την εξέγερση να αναδειχτούν πρόσωπα και κάποιοι από αυτούς να ασχοληθούν με την πολιτική. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στον τρόπο που διαχειρίζεται κανείς την εξουσία», λέει. «Είναι η τάση του ανθρώπου να βολεύεται και να θέλει να σιωπήσει. Όλο το σύστημα δούλεψε λάθος για τον νεοέλληνα. Ήρθε μια γενιά –η δική μου- που ήθελε να χαρεί και να πλουτίσει και το έκανε άτσαλα. Οι δικοί μας γονείς, προερχόμενοι από την Κατοχή και τον Εμφύλιο μας έδωσαν τα πάντα, χωρίς μέτρο. Έτσι και οι περισσότεροι από εμάς δεν βάλαμε όρια».
Ο αντιδικτατορικός αγώνας της κ. Λεκατσά ολοκληρώθηκε με 3,5 μήνες φυλάκισης. Η κόρη της, η ηθοποιός Δώρα Χρυσικού, λέει ότι αντί με παραμύθια μεγάλωσε με τις αναγνώσεις των γραμμάτων της μητέρας της από τη φυλακή. Σήμερα βλέπει 35άρηδες, ανθρώπους της γενιάς της, να επιστρέφουν –ή να παραμένουν- στην πατρική στέγη χωρίς δουλειά και επιλογές. Επισημαίνει όμως ότι είναι «αφελής ανάγνωση» η άποψη ότι η γενιά του Πολυτεχνείου ευθύνεται για τη σημερινή εικόνα της χώρας. «Με την ίδια λογική και η δική μου γενιά είναι αυτή του φραπέ. Είναι μια ‘‘χαμένη γενιά’’, μια ‘‘άχρηστη γενιά’’», λέει. «Με προβληματίζει όμως το μέλλον της γενιάς που έρχεται. Δεν γίνεται μια μεγάλη μερίδα του λαού σήμερα να ξεχνά την Ιστορία και να ψηφίζει Χρυσή Αυγή. Έχουμε χάσει τα αντανακλαστικά, την οξυδέρκεια και την ευαισθησία μας σαν κοινωνία».
Ποια είναι η γενιά του Πολυτεχνείου
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, τα φώτα πέφτουν στις μνήμες από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στα σχολεία ακούγονται τα ίδια τραγούδια, στην πορεία ανακαλούνται συνθήματα. Για όσους όμως συμμετείχαν εκείνα τα χρόνια στο αντιδικτατορικό κίνημα η «γενιά του Πολυτεχνείου» δεν έχει τον ίδιο ορισμό. Κάποιοι εννοούν εκείνους που συμμετείχαν στην κατάληψη. Άλλοι συμπεριλαμβάνουν και όσους είχαν προετοιμάσει το έδαφος, από τα χρόνια των «Ρηγάδων» και της Πανσπουδαστικής έως και την κινητοποίηση των τοπικών φοιτητικών συλλόγων. Ορισμένοι βάζουν μέσα και τους αμέτοχους. Τους φοιτητές που δεν κατέβηκαν σε πορείες και διαδηλώσεις. Τη μεγάλη μάζα που παρακολουθούσε τα γεγονότα.
Για τον Αχιλλέα Γκέκα «δεν υπάρχει γενιά του Πολυτεχνείου». Όπως λέει, η αντιδικτατορική δράση των φοιτητών δεν ολοκληρώθηκε τελικά με τη μορφή κάποιου κινήματος. Διακόπηκε μετά την εξέγερση και τις φυλακίσεις. «Στη Μεταπολίτευση κάθε κόμμα προσπάθησε να περιχαρακώσει έναν χώρο μέσα στην κοινωνία. Δεν επικράτησε ο ορθολογισμός. Δεν στηρίχθηκαν οι θεσμοί», τονίζει. «Αυτό βιώνουμε μέχρι και σήμερα», προσθέτει η κόρη του, Βάλια. «Κάθε ομάδα ζητάει το κομμάτι της από το μοίρασμα της πίττας. Τώρα, που η κρίση δυναμώνει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, τα ένστικτα των συντεχνιών που μάστιζαν την κοινωνία μας γίνονται πιο έντονα».
Την έλλειψη συλλογικότητας παρατηρεί και η Δώρα Χρυσικού, κόρη αντιδικτατορικών αγωνιστών. «Συνηθίζουμε να μιλάμε για το κράτος και την κυβέρνηση σα να είναι έξω από εμάς. Το πρόβλημα όμως κάθε γενιάς στην Ελλάδα είναι ότι δεν σκέφτεται συλλογικά. Ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του», λέει.