Φτωχότερους θα κάνει το νέο αναθεωρημένο Μνημόνιο τους συνταξιούχους και μισθωτούς του δημόσιου τομέα. Ακόμη, από εδώ και στο εξής θα βγαίνουμε 2 χρόνια αργότερα στη σύνταξη και πολλοί από μας θα χάσουν τα κοινωνικά επιδόματα. Εξάλλου, κάπου 27.000 δημόσιοι υπάλληλοι θα πάρουν τον δρόμο της απόλυσης έως το τέλος του 2013.
Ολα τα παραπάνω, που αθροίζονται σε εξοικονομήσεις 13,5 δισ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του κράτους τα δυο επόμενα χρόνια, είναι λίγο έως πολύ το τίμημα που καλείται να πληρώσει η ελληνική κοινωνία έναντι της συνέχισης της δανειοδότησης.
Με τα μέτρα αυτά, οι διεθνείς δανειστές και η κυβέρνηση εκτιμούν ότι ο προϋπολογισμός θα εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα (αφαιρουμένων των τόκων) στο ύψος του 4,5% του ΑΕΠ, κάτι που είναι προϋπόθεση – σύμφωνα με τους υπολογισμούς των πιστωτών μας – για ένα βιώσιμο δημόσιο χρέος.
Το σχέδιο Μνημονίου που έχει διαρρεύσει προβλέπει σαφώς ότι η επιμήκυνση των δυο ετών θα δοθεί. «Με τα δυο επιπλέον χρόνια», επισημαίνει το κείμενο, «εκτιμούμε ότι ο ρυθμός δημοσιονομικής προσαρμογής θα μειωθεί από το 3% στο 1,5% του ΑΕΠ τον χρόνο. Αυτό θα περιορίσει την επίπτωση στην ανάπτυξη το 2013-2014, όταν η οικονομία θα χρειάζεται να σταθεί στα πόδια της, ενώ θα διατηρηθεί, παράλληλα, ένας καλός ρυθμός προσαρμογής».
Δεν είναι όμως μόνο τα παραπάνω δημοσιονομικά μέτρα που περιλαμβάνει το Μνημόνιο. Είναι και τα λεγόμενα διαρθρωτικά, που έχουν στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και – τελικά – της ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης που θα χρειαστεί πάντως άλλους 12-18 μήνες για να φανεί στον ορίζοντα.
Στο πλαίσιο αυτό έρχονται ανατροπές σε μια σειρά από επαγγέλματα, από τους δικηγόρους μέχρι τους φορτοεκφορτωτές. Ανατροπές επιβάλλονται και στις αγορές, με την κατάργηση περιορισμών, όπως π.χ. αυτοί που απαγόρευαν την πώληση βρεφικού γάλακτος από σουπερμάρκετ. Παράλληλα, στο όνομα της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, θυσιάζονται κεκτημένα των εργαζομένων, όπως τα επίμαχα που αφορούν το ύψος της αποζημίωσης των απολυθέντων.
Το Μνημόνιο δρομολογεί τέλος ένα νέο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, που χωρίς να εγκαταλείπει τον τελικό στόχο των 50 δισ. ευρώ, συμβιβάζεται στα 6,6 δισ. ευρώ ώς το τέλος του 2014, στα 10 δισ. ευρώ ώς το 2016 και στα 25 δισ. ευρώ ώς το 2020.