Αντιδράσεις για τις νέες περικοπές στα δημόσια σχολεία, αυτή τη φορά στην διδασκαλία ξένων γλωσσών
Τα ιταλικά και τα ισπανικά, που είχαν εισαχθεί στα δημοτικά σχολεία πριν από μόλις τρία χρόνια «εξορίζονται» από τη νέα χρονιά ελέω περικοπών, ενώ η διδασκαλία των υπολοίπων ξένων γλωσσών – πλην αγγλικών – περιορίζεται σε μια ανά σχολείο.
Με εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας, η οποία ήδη ξεσηκώνει τις αντιδράσεις ενώσεων εκπαιδευτικών, η επιλογή μεταξύ τεσσάρων γλωσσών (γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά) στα δημοτικά σχολεία καταργείται.
Οι μαθητές θα μπορούν πλέον να διαλέξουν ως δεύτερη ξένη γλώσσα, (η πρώτη είναι τα αγγλικά), μόνο μεταξύ γαλλικών ή γερμανικών και σε κάθε σχολείο θα διδάσκεται μόνον η μια από αυτές ανάλογα με την επιλογή της πλειοψηφίας.
Ετσι ενώ στο παρελθόν μπορούσε στο ίδιο δημοτικό σχολείο ένα τμήμα να κάνει γαλλικά και ένα άλλο γερμανικά, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα των μαθητών, τώρα θα επιλέγεται μια γλώσσα ανά σχολείο, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη επιπλέον καθηγητών με μειωμένο διδακτικό ωράριο.
Περιορισμοί μπαίνουν και στο γυμνάσιο, καθώς διατηρείται μεν θεωρητικά η δυνατότητα επιλογής μεταξύ και των τεσσάρων ξένων γλωσσών (γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά), αλλά θα διδάσκεται αυτή για την οποία υπάρχει οργανική θέση εκπαιδευτικού.
Μετά από την εξέλιξη, όπως επισημαίνουν εκπαιδευτικοί, «είναι σαφές ότι οι δυο γλώσσες που δεν θα διδάσκονται πλέον στο δημοτικό τίθενται υπό διωγμόν, γιατί σχεδόν κανένας δεν θα επιλέγει στο γυμνάσιο γλώσσα, την οποία δεν έχει διδαχθεί ποτέ στο σχολείο».
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τους μαθητές του δημοτικού, που έκαναν τα προηγούμενα χρόνια ισπανικά ή ιταλικά στο σχολείο τους και θα δουν τη νέα χρονιά το μάθημα να απουσιάζει από το ωρολόγιο πρόγραμμα.
Το υπουργείο Παιδείας πολιορκείται τις τελευταίες ημέρες από υπομνήματα γονέων και συλλόγων εκπαιδευτικών, οι οποίοι διαμαρτύρονται «για την καταδίκη στο όνομα των περικοπών της διδασκαλίας της ξένης γλώσσας».
Όπως αναφέρουν, πολλά παιδιά θα αναγκάζονται πλέον να μάθουν μια γλώσσα που δεν τους αρέσει, απλώς επειδή έτυχε να την επιλέξει η πλειοψηφία των συμμαθητών τους και «τελικά θα χάσουν κάθε ενδιαφέρον για τις ξένες γλώσσες, που αποτελούν και ένα από τα βασικά εφόδια στην ζωή ενός νέου».
Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η Ελλάδα είναι από τις χώρες που ξεχωρίζουν πανευρωπαϊκά για την αγάπη των πολιτών της στις ξένες γλώσσες και για τα υψηλά ποσοστά μαθητών που παρακολουθούν μαθήματα ξένων γλωσσών.
Το στοιχείο αυτό, άλλωστε, είχε επαννειλλήμενως επικαλεστεί και το υπουργείο Παιδείας για να εισαγάγει στο σχολείο τις γλώσσες που τώρα κόβει, λένε οι γονείς, που καλούνται τώρα να καταφύγουν με το αζημίωτο στα φροντιστήρια αν θέλουν να συνεχίσουν τα παιδιά τους.
Σημειώνεται ωστόσο, ότι σύμφωνα με τις έρευνες επιστημονικών Ινστιτούτων, η συνολική ιδιωτική εκπαιδευτική δαπάνη για ξένες γλώσσες ήταν ήδη σημαντική – μέχρι πέρυσι ανερχόταν σε 900 εκατομμύρια ευρώ ετησίως – αφού τα παιδιά πήγαιναν σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών ακόμη κι αν διδάσκονταν τη γλώσσα στο σχολείο τους – «για να τη μάθουν καλά», όπως λένε χαρακτηριστικά πολλοί γονείς.
Ερώτηση για την περικοπή των ξένων γλωσσών κατατέθηκε και στη Βουλή από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Οι βουλευτές προειδοποιούν για τον κίνδυνο να βγει τελείως από τη διδασκαλία στο δημοτικό η δεύτερη ξένη γλώσσα και ζητούν να μάθουν τι θα γίνει με το πλεονάζον προσωπικό που θα προκύψει μετά την εφαρμογή των νέων μέτρων.
Σε επιστολή του προς το υπουργείο Παιδείας ο Σύλλογος Γονέων του 55ου Δημοτικού Σχολείου Πάτρας σημειώνει για τα ιταλικά, τα οποία κόβονται: «Είναι μία γλώσσα την οποία οι μαθητές της Στ΄ τάξης του σχολείου μας έχουν ήδη επιλέξει και έχουν εκφράσει την επιθυμία να τη διδάσκονται και στο γυμνάσιο». Αν το μάθημα κοπεί, σημειώνουν, ότι σε αντίθετη περίπτωση θα αναγκαστούν να στείλουν τα παιδιά τους στα κέντρα ξένων γλωσσών και να επιβαρυνθούν οικονομικά με 60 έως 70 ευρώ το μήνα, προκειμένου να συνεχίσουν την γλώσσα που ξεκίνησαν να διδάσκονται στο δημόσιο σχολείο.
Έλληνες, οι πολύγλωσσοι
Σύμφωνα να πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της γλωσσομάθειας μεταξύ των χωρών μελών της Ε.Ε.
Το 91,8% των μαθητών στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα διδάσκονται μια ξένη γλώσσα, ενώ το 6,9% δυο ή και περισσότερες γλώσσες, ενώ μόλις το 1,4% των μαθητών δεν διδάσκονται καμία ξένη γλώσσα.
Απο τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι στη χώρα μας το 44,8% των Ελλήνων ηλικίας 25-64 ετών δηλώνουν ότι μιλούν μια ξένη γλώσσα (με 35,7% τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το 43,4% δήλωσαν ότι δεν μιλούν καμία ξένη γλώσσα (36,2% ο μέσος όρος στην Ε.Ε.) και το 11,9% δήλωσαν ότι μιλούν δυο ή περισσότερες ξένες γλώσσες (28,1% ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε.).
Από τα ίδια στοιχεία φαίνεται ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητών που διδάσκονται μια ξένη γλώσσα καταγράφονται στην Ελλάδα (92% το 2006), στην Ιταλία (74%), την Ιρλανδία (73%), την Ισπανία (68%), την Μάλτα (60%) και την Ουγγαρία (57%). Αντίθετα στην Μεγάλη Βρετανία περισσότεροι από τους μισούς μαθητές (51%) στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν διδάσκονται καμία ξένη γλώσσα, ενώ στην Ιρλανδία το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 19%.
Μάρνυ Παπαματθαίου