Πιέσεις για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων τουςΣπάνε σε κομμάτια οι τράπεζες

Αντιμέτωπος με μια νέα, διπλή κρίση βρίσκεται ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας: κρίση οικονομική και κρίση ηθική. Αιτία της νέας οικονομικής κρίσης είναι ο υποτροπιασμός της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, που απειλεί πλέον με αφανισμό κι αυτό ακόμη το νόμισμα αναφοράς του κλάδου, το ευρώ. Αιτία της κρίσης ηθικής είναι τα πρόσφατα σκάνδαλα διευκόλυνσης από τη βρετανική HSBC της πρόσβασης μεξικανών βαρόνων ναρκωτικών και άλλων παρανόμων, ακόμη και τρομοκρατών, να παρεισφρήσουν στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και συγκρότησης καρτέλ για τον έλεγχο των επιτοκίων της διατραπεζικής αγοράς. Στην κορυφή του καρτέλ, στο οποίο εμπλέκονται αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες, φέρεται να βρίσκεται η επίσης βρετανική Barclays.

Την ίδια ώρα κλιμακώνονται οι πολιτικές πιέσεις και φουντώνει η φημολογία για το «σπάσιμο στα δύο» των τραπεζών-Φρανκενστάιν που άρχισαν να δημιουργούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στις ΗΠΑ (με μεγάλη ενθάρρυνση του τότε προέδρου της Fed Αλαν Γκρίνσπαν αλλά και του τότε προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον) και επεκτάθηκαν ταχύτατα στον υπόλοιπο κόσμο. Μιλάμε για τον χωρισμό του κλάδου επενδυτικής τραπεζικής από τον κλάδο λιανικής τραπεζικής, που θεωρείται από πολλούς ως όρος εκ των ων ουκ άνευ για την εκ νέου κατίσχυση της πολιτικής και της κοινωνίας επί της οικονομίας.

Συνέπεια της διπλής τραπεζικής κρίσης είναι ο νέος κλονισμός της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης και των αγορών στον τραπεζικό κλάδο. Και την κοινή γνώμη μπορούν οι τράπεζες να την αγνοήσουν. Τις αγορές όμως δεν μπορούν, διότι και στον σύγχρονο, τραπεζοκεντρικό καπιταλισμό η αρχή «νόμος είναι το δίκιο του μετόχου» εξακολουθεί να κρατεί.

Νευρικότητα

Την εβδομάδα που πέρασε ηγετικές δυνάμεις του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου είτε ανακοίνωσαν απογοητευτικά οικονομικά αποτελέσματα είτε προανήγγειλαν μια χειρότερη από την αναμενόμενη εφετινή χρονιά. Οι εξελίξεις επηρέασαν άσχημα τις ευρωπαϊκές αγορές κεφαλαίων, που από τα τέλη Ιουλίου είχαν αναθαρρήσει χάρη στη θρυλούμενη ουσιαστική πρωτοβουλία που πρόκειται να λάβει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι για την έξοδο από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους και τον καθησυχασμό των επενδυτών. Η νευρικότητα κυριάρχησε και πάλι στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Και η αφορμή ήταν τα απογοητευτικά οικονομικά αποτελέσματα που ανακοίνωσαν η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank, η ελβετική UBS και η δεύτερη στην Ισπανία BBVA. Την ίδια ημέρα η αυστριακή Erste Bank κατέβασε για δεύτερη φορά το τελευταίο τρίμηνο τον πήχη των προσδοκιών της για τα κέρδη του 2012.

Στον κλάδο επενδύσεων έριξε, άλλωστε, το κρίμα για την κάθετη πτώση της κερδοφορίας της κατά 63% το δεύτερο τρίμηνο του έτους και η Deutsche Bank. Τα προ φόρων κέρδη στον κλάδο εταιρικής τραπεζικής και επενδύσεων κατρακύλησαν στα 357 εκατ. ευρώ το τρίμηνο Απριλίου – Ιουνίου 2012 από τα 969 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Αμέσως η μετοχή της Deutsche Bank έκανε μια θεαματική βουτιά, αλλά η τράπεζα ταυτόχρονα με την αρρώστια ανακοίνωσε και το φάρμακο για να την ξεπεράσει. Οι δύο νέοι συνδιευθύνοντες σύμβουλοι του γερμανικού τραπεζικού κολοσσού Ανσού Ζαΐν και Γιούργκεν Φτίτσχεν δεν έκρυψαν ότι απαιτείται αποφασιστική δράση για να αντιμετωπιστεί η κάμψη στον κλάδο επενδυτικής τραπεζικής. Διότι «η εποχή των αόριστων υποσχέσεων για αλλαγές στην εταιρική κουλτούρα της τράπεζας έχει παρέλθει προ πολλού», όπως σημείωσε ο ινδικής καταγωγής Ζαΐν.

 

Απολύσεις

Οι συνδιευθύνοντες ανακοίνωσαν 1.900 απολύσεις με στόχο να εξοικονομήσει η τράπεζα 3 δισ. ευρώ. Αμέσως η μετοχή εκτινάχθηκε κατά 4,6% υψηλότερα στη συνεδρίαση της περασμένης Τρίτης. Από την αρχή του έτους, πάντως, η μετοχή της Deutsche Bank εμφανίζει απώλειες 14%. Πρόκειται για κάμψη πολύ μικρότερη από αυτή που παρουσιάζει η μετοχή της ισπανικής BBVA, η οποία ανακοίνωσε επίσης την Τρίτη πτώση της κερδοφορίας της κατά 58%. Χάρη στην ισχυρή παρουσία της σε αναδυόμενες αγορές, η BBVA δεν απειλείται άμεσα με καταστροφή, όπως απειλούνται οι τοπικές τράπεζες των ισπανικών επαρχιών. Αλλά υφίσταται τις επιπτώσεις από το σκάσιμο της ισπανικής φούσκας των ακινήτων.

Το ζήτημα της υποβάθμισης των προσδοκιών του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου – αλλά και του αμερικανικού και του ασιατικού – από τις επενδυτικές δραστηριότητες αναδεικνύεται κορυφαίο από τους αναλυτές. Και επαναφέρει στο προσκήνιο την πρόταση που διατύπωσε πρόσφατα, ο πρώην επικεφαλής της Citigroup Σάνφορντ Γουέιλ, για διαχωρισμό των τραπεζών σε επενδυτικές και λιανικής τραπεζικής. Ο ηλικίας 79 ετών Γουέιλ δεν είναι μόνο ένας τραπεζίτης-θρύλος. Είναι ο άνθρωπος που το 1998 ενσωμάτωσε την επενδυτική τράπεζα Salomon Smith Barney στη μεγαλύτερη επιχείρηση λιανικής τραπεζικής τότε στον κόσμο, τη Citibank, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες να αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ και από εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Καψύλης Αλέξανδρος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.