Πώς η προβολή εκπροσώπων ακροδεξιών κομμάτων από τα μέσα ενημέρωσης – κυρίως από την τηλεόραση – συμβάλλει στην άνοδό τους σε Ελλάδα και ΕυρώπηΤα ΜΜΕ «σπρώχνουν» την Ακροδεξιά

Η προβολή των στελεχών της Χρυσής Αυγής – του αρχηγού της ή του «Κολοκοτρώνη» βουλευτή της – από μεγάλες εφημερίδες και υψηλής τηλεθέασης εκπομπές, τους «ξεγυμνώνει» στα μάτια του κοινού ή τους ευνοεί; Σε αυτό το ερώτημα, που απασχολεί όλο και περισσότερο μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, απαντά αυτό το επίκαιρο βιβλίο.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που σε συζητήσεις μεταξύ φίλων εκφράζουν την αισιόδοξη βεβαιότητα ότι η συνέντευξη του Νίκου Μιχαλολιάκου στον τάδε δημοσιογράφο ή το τραγελαφικό «εγέρθητω» που προβλήθηκε κατά κόρον τρομάζουν τους ψηφοφόρους. Το βιβλίο όμως δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι «για τα μικρά και περιθωριακά κόμματα η κακή δημοσιότητα είναι καλύτερη από την έλλειψη δημοσιότητας».

Στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, όπου το «αντιμεταναστευτικό» βρίσκεται στο στόμα πολλών πολιτικών των κυρίαρχων κομμάτων – και ιδίως των νεοδημοκρατών – η έρευνα του συγγραφέα καταρρίπτει έναν ακόμη μύθο: η στρατηγική αυτή δεν «κόβει» ψήφους από την άκρα Δεξιά, αλλά, αντιθέτως, νομιμοποιεί την ατζέντα της. Πρόκειται για κοντόφθαλμη στρατηγική που μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ: εκφράζοντας ακραίες θέσεις, μια πολυσυλλεκτική παράταξη όπως η ΝΔ εκτίθεται σε πιέσεις από το τμήμα των πιο μετριοπαθών ψηφοφόρων της και, αν γίνει κυβέρνηση, σε πιέσεις από το εξωτερικό. Τα κυρίαρχα κόμματα αναγκάζονται κάποια στιγμή να αναδιπλωθούν αφήνοντας το πεδίο διευρυμένο και ελεύθερο στην άκρα Δεξιά.

Το βιβλίο εξετάζει την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Αυστρία, στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ελλάδα. Στην περίπτωση της χώρας μας έχει ενδιαφέρον ότι, ως πρώτο σχηματισμό των άκρων, ο συγγραφέας εξετάζει την Πολιτική Ανοιξη. Οπως όλοι οι ακραίοι σχηματισμοί, το (διαλυμένο πλέον) κόμμα του σημερινού αρχηγού της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά εκμεταλλεύθηκε ένα ζήτημα εθνικής ταυτότητας για να καθιερωθεί στην πολιτική σκηνή: το Μακεδονικό.

«Η ΝΔ έπαιξε το χαρτί του εθνικισμού σχετικά με τη Μακεδονία προτού οι διεθνείς πιέσεις την αναγκάσουν να το αποσύρει. Η εκληφθείσα ως υπαναχώρηση της ΝΔ στο ζήτημα άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας για την άνοδο της ΠΟΛΑΝ» η οποία «βοηθούμενη από τη σημαντική προβολή στα μέσα ενημέρωσης, κατάφερε να πετύχει στις εκλογές του 1993»γράφει ο Αντώνης Α. Ελληνας. Ενας από τους λόγους που την έστειλαν στην αφάνεια ήταν τα Ιμια, που έδωσαν την ευκαιρία στη ΝΔ «να ανακτήσει την αξιοπιστία της στα “εθνικά” ζητήματα».

Το φαινόμενο ΛΑΟΣ

Ο Γ. Καρατζαφέρης βρήκε το δικό του παράθυρο ευκαιρίας για να δημιουργήσει τον ΛΑΟΣ μέσα από το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Το κόμμα έλαβε τεράστια δημοσιότητα από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης (και όχι μόνο από το Τηλεάστυ, ιδιοκτησίας Καρατζαφέρη), ενσωμάτωσε τους ακροδεξιούς σχηματισμούς του Μ. Βορίδη και του Κ. Πλεύρη και σημείωσε επιτυχία στις δημοτικές εκλογές του 2002.

Ο συγγραφέας καταλογίζει ευθύνες στο ΠαΣοΚ για την άνοδο του ΛΑΟΣ: «Οι σοσιαλιστές βοήθησαν να αυξηθεί η προβολή του ΛΑΟΣ στα μέσα ενημέρωσης» για να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι ο Γ. Καρατζαφέρης έκοβε ψήφους από τη ΝΔ. Η είσοδος του ΛΑΟΣ στη Βουλή το 2007 διευκολύνθηκε από ένα άλλο ζήτημα εθνικής ταυτότητας που ξέσπασε τότε: το νέο σχολικό βιβλίο Ιστορίας το οποίο δίχασε επειδή, μεταξύ άλλων, έγραφε για «συνωστισμό» στην παραλία της Σμύρνης το 1922.

Το βιβλίο Ιστορίας ανέδειξε τον Γ. Καρατζαφέρη σε μόνιμο καλεσμένο των τηλεοπτικών πάνελ. «Τόση ήταν η προσοχή που προσφέρθηκε στον ΛΑΟΣ που ήγειρε υποψίες ότι το κόμμα είχε την προστασία των μέσων ενημέρωσης που ελέγχονταν από το ΠαΣοΚ»αναφέρει ο συγγραφέας. Σύμφωνα με την έρευνά του, τον τελευταίο μήνα της προεκλογικής εκστρατείας ο Γ. Καρατζαφέρης έλαβε το 9% όλων των αναφορών στους πολιτικούς αρχηγούς στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο και την τελευταία εβδομάδα το 11%. Με τέτοια προβολή – μεγαλύτερη από εκείνη των αρχηγών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ – πώς να μην εκλέξει δέκα βουλευτές;

Από τις περιπτώσεις των άλλων χωρών ξεχωρίζουμε εκείνη της Γερμανίας, όπου η άκρα Δεξιά δεν έχει καταφέρει να εκλεγεί στην Μπούντεσταγκ. «Τα μέσα ενημέρωσης πρόσφεραν σημαντική προβολή στους Ρεπουμπλικάνερ το 1989, μετά την επιτυχία τους στις εκλογές στο Βερολίνο. Ενώ η δημοσιότητα ήταν αρνητική – ο ηγέτης του κόμματος στιγματίστηκε ως ο νέος Φύρερ – αυτό ήταν αρκετό για να εντυπωσιάσει το 7% του εκλογικού σώματος ώστε να ψηφίσει Ρεπουμπλικάνερ στις ευρωεκλογές. Τα γερμανικά ΜΜΕ έχουν από τότε επιλέξει να αποφεύγουν να προσφέρουν βήμα στην άκρα Δεξιά».

Ενα άλλο ερώτημα που καίει είναι αν η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα είναι παροδική ή όχι. Ο συγγραφέας απαντάει μάλλον θετικά, επειδή το βάθος και χρονικό εύρος της κρίσης τροφοδοτούν τον πολιτικό εξτρεμισμό. Καθησυχάζει όμως την ανησυχία ότι η άνοδος της Ακροδεξιάς απειλεί τη δημοκρατία. Και διαλύει την ψευδαίσθηση ότι η εθνική ταυτότητα αποτελεί συνδετική δύναμη στην κοινωνία διότι προσφέρει στους πολίτες το αίσθημα του ανήκειν. «Το αντίθετο, η πολιτικοποίηση των ζητημάτων εθνικής ταυτότητας, υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, χαρακτηρίζοντας τους ξένους ως πηγή κακών» αναφέρει.

Τάνια Μποζανίνου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.