Τα οστά του βρέθηκαν το 2005 σε πλαγιά του Ταΰγετου
Δεκατέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης έφυγε από το οικογενειακό και πανεπιστημιακό του περιβάλλον με προορισμό το άγνωστο. Ηταν 1 Ιουνίου του 1998 όταν ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης έφευγε από το σπίτι του στην Κηφισιά για να πάει στη Σπάρτη. Μπήκε στην λευκή BMW πάτησε γκάζι και εξαφανίστηκε.Φθάνοντας στην πόλη άφησε το αυτοκίνητό του και πήρε ταξί με προορισμό τον Ταΰγετο. Εκεί 22 χιλιόμετρα μακριά υπάρχει ένα καταφύγιο όπου ο ταξιτζής τον είχε πάει αρκετές φορές. Ήταν η τελευταία φορά που θα τον πήγαινε. Ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης που γοήτευε τους μαθητές του έφευγε για το μοναχικό του ταξίδι προς τον προφήτη Ηλία, στην κορυφή του βουνού.
Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε, ζωντανό ή νεκρό. Εφτά χρόνια αργότερα τον Ιούλιο του 2005 σε μια πλαγιά στην κορυφή του Ταΰγετου βρέθηκαν τα ανθρώπινα οστά του μέσα σε μια μικρή σπηλιά που ο ίδιος είχε ανακαλύψει σε έναν από τους πολλούς περιπάτους του στον Ταΰγετο.
Φεύγοντας από την Αθήνα με προορισμό τη Σπάρτη είχε αφήσει ένα σημείωμα στην κόρη του Διοτίμα στο οποίο ανέφερε:
«Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης. Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο Γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει. Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή
να στεφανωθούν οι μορφές
Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου
Στη Σπάρτη»
Τα ΜΜΕ είχαν καλύψει με μεγάλο ενδιαφέρον την εξαφάνιση του καθηγητή τον οποίο οι μαθητές του λάτρευαν.
Γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1942. Το επώνυμό του ήταν Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε για να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας] Τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο της Σπάρτης. Το 1966 αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Από το 1968 μέχρι το 1970 υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση στους Μολάους Λακωνίας. Τον Οκτώβριο του 1970 μετέβη στο Μόναχο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1972 και σπούδασε τη γερμανική γλώσσα διδάσκοντας συγχρόνως ως φιλόλογος στο ιδιωτικό ελληνικό σχολείο της Otto Gesellschaft του Μονάχου.
Από το 1973 μέχρι το 1975 υπηρέτησε εκ νέου στη Μέση Εκπαίδευση στις Θεσπιές Βοιωτίας. Το 1975 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978 έγινε Διδάκτωρ με βαθμό «άριστα» και θέμα της διδακτορικής διατριβής: «Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις ελεγείες του Duino του Ράινερ Μαρία Ρίλκε».
Υπήρξε από το 1975 μέχρι το 1998 βοηθός, επιμελητής, λέκτορας, επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Aγωγής και της Διδακτικής των ελληνικών μαθημάτων στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φ.Π.Ψ. του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978-79 με εκπαιδευτική άδεια παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης φιλοσοφία και συγχρόνως δίδασκε σε εντεταγμένο ελληνικό σχολείο στο Λουντβισχάφεν. Εκτός του Πανεπιστημίου στην Ελλάδα δίδαξε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στη Μετεκπαίδευση των δασκάλων, σε διάφορα ΠΕΚ και στη Σχολή της Αστυνομίας.
Ήταν συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο με γνωστότερο το βιβλίο «Γκέμμα» το οποίο περιέχει
16 αυτόνομα κεφάλαια με κυρίαρχα ζητήματα το περί Θεού ερώτημα, τη συνείδηση του «Ελληνοέλληνα» και το πρόβλημα του θανάτου στη σύζευξή του με τον έρωτα.
Το 1973 παντρεύτηκε την καθηγήτρια Φιλοσοφίας του τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικολίτσα Γεωργοπούλου. Από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη, τη Διοτίμα.