…”Δεν συναντήθηκα με τον Χρυστοφοράκο”…
Πολυσέλιδο κείμενο, με το οποίο επιχειρεί να υπερασπιστεί την υστεροφημία του και να αντικρούσει όσα του προσάπτει η Νέα Δημοκρατία μέσω του πορίσματος της για το σκάνδαλο Siemens, έδωσε στη δημοσιότητα ο Κώστας Σημίτης. «Όλες οι επιλογές [σ.σ. συνεργατών] δεν ήταν επιτυχημένες», αναφέρει για την εμπλοκή στην υπόθεση προσώπων όπως ο Θ. Τσουκάτος και ο Τ. Μαντέλης, χωρίς ωστόσο να κάνει ονομαστική αναφορά σε αυτούς.
Στο κείμενο αναφέρεται ότι ο πρώην πρωθυπουργός, κατά την επιλογή των συνεργατών του “προσπάθησε να σταθμίσει όλα τα στοιχεία που διέθετε. Επέλεξε πρόσωπα που είχαν αγωνισθεί, αναδειχθεί και είχαν θετική εικόνα στο κόμμα που ανήκε” και σημειώνεται ότι “απομακρύνθηκαν υπουργοί και συνεργάτες από θέσεις που κατείχαν, όταν επικρατούσε η εντύπωση μιας συμπεριφοράς ασυμβίβαστης με κανόνες πολιτικής δεοντολογίας”.
Ο Κ. Σημίτης αρνείται ότι είχε συναντηθεί με τον πάλαι ποτέ ισχυρό άνδρα της Siemens Ελλάδος, Μιχ. Χριστοφοράκο και ασκεί κριτική στην εξεταστική επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι “η χωρίς έλεγχο αναδημοσίευση στο πόρισμα της, των αναφερόμενων στο ημερολόγιο Χριστοφοράκου, συναντήσεων, έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζονται ανύπαρκτες συναντήσεις ως πραγματικά γεγονότα. Λειτουργεί παραπλανητικά και δεν βοηθά στην ανεύρεση της αλήθειας”.
Θέτει ζήτημα αξιοπιστίας μαρτύρων, λέγοντας ότι “οι υπάλληλοι της Siemens δηλώνουν ό,τι συμφέρει αυτούς και την επιχείρηση” και επιτίθεται στη Νέα Δημοκρατία, την οποία κατηγορεί ότι επιδίδεται σε “συστηματική προσπάθεια” να παρουσιαστεί η περίοδος διακυβέρνησης από τον ίδιο ως “εποχή χωρίς σημασία για την Ελλάδα”.
“Η χώρα για τα χρόνια από το 1996 έως το 2004 έκανε σημαντικά βήματα για την ανάπτυξη της, το διεθνές κύρος της, τις υποδομές και τη βελτίωση της διαβίωσης των πολιτών. Μια σύγκριση με το σήμερα είναι εύγλωττη”, αναφέρει.
ΟΤΕ
Όσον αφορά στην ουσία της υπόθεσης, δικαιολογεί το γεγονός ότι προτιμήθηκε η σύναψη προγραμματικών συμβάσεων για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ, αντί διεθνούς διαγωνισμού, υποστηρίζοντας ότι στόχος ήταν η ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας.
“Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσπάθησε με την κατάρτιση των προγραμματικών συμβάσεων να πετύχει αυτό που κατάφεραν οι άλλες χώρες της Ένωσης, την ενίσχυση και ανάπτυξη των δυνατοτήτων της οικονομίας τους”, σημειώνει και προσθέτει ότι “τα κόμματα δεν πρόβαλαν αντιρρήσεις” και “ΣΕΒ χαιρέτισε την εξέλιξη”.
Παράλληλα, δηλώνει ότι “η προϊστορία των προγραμματικών συμφωνιών, όπως τη διαμόρφωσαν όλες οι κυβερνήσεις από το 1980 έως το 1996, προσδιόρισε τα καθοριστικά δεδομένα για τις προγραμματικές συμβάσεις” και προσθέτει ότι “αλλαγή της τεχνολογίας θα σήμαινε μια μεγάλη χρηματική και τεχνική επιβάρυνση του ΟΤΕ και νέες καθυστερήσεις”. Όπως διευκρινίζει, το 1996 υπήρχαν στην Ελλάδα δύο εργοστάσια παραγωγής τηλεπικοινωνιακού υλικού στην Ελλάδα, από τα οποία προερχόταν το 36% της τεχνολογίας που χρησιμοποιούσε ο ΟΤΕ.
Υπερασπίζεται το γεγονός ότι υπήρχαν δύο και όχι περισσότεροι προμηθευτές, η Siemens και η Intracom, λέγοντας πως “η μεγάλη πλειοψηφία των τηλεπικοινωνιακών οργανισμών έχει το πολύ δύο προμηθευτές”, καθώς και ότι “σοβαρές οικονομίες κλίμακας εξασφαλίζονται με μάξιμουμ δύο προμηθευτές”.
Επιπροσθέτως, χαρακτηρίζει “εξοργιστική” την άποψη ότι το ζήτημα ψηφιοποίησης του ΟΤΕ δεν ήταν επείγον, αλλά κατασκευασμένο, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσε το 1996 το πιο επείγον θέμα για την ανάπτυξη της χώρας.
Για την παραίτηση Καστανίδη, δηλώνει ότι η πρόταση που είχε καταθέσει για την ίδρυση ανεξάρτητης Αρχής για τον έλεγχο προμηθειών και έργων προέβλεπε ρητά την εξαίρεση των προγραμματικών συμφωνιών από τον έλεγχο της.
C4I
Αναφορικά με το σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων, ο πρώην πρωθυπουργός αποδίδει την ανάγκη προμήθειας του στο κλίμα που δημιουργήθηκε μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. “Η Ελλάδα ως οργανώτρια χώρα βρέθηκε μπροστά σε μια τελείως νέα κατάσταση”, σημειώνει και προσθέτει: “Το ΤΕΤRA δεν επαρκούσε πλέον […] αν η Ελλάδα δεν έκανε αυτή την προσπάθεια, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους δεν θα συμφωνούσαν στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα”.