Η κερδοσκοπία των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών ανεβάζει τις τιμές των τροφίμων, σπρώχνοντας τους φτωχούς του πλανήτη στην πείνα και στη δυστυχία.
Οι επενδύσεις στα διάφορα τρόφιμα, από πλευράς τραπεζών και hedge funds, έχουν αυξηθεί στα $126 δισ από τα $65 δισ, μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτό έχει ωθήσει τις τιμές των τροφίμων σε επίπεδα ρεκόρ των τελευταίων 30 χρόνων, προκαλώντας απότομες διακυμάνσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τους ειδικούς του ΟΗΕ, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική προσφορά.
Διάφορα hedge funds, ασφαλιστικά ταμεία και επενδυτικές τράπεζες όπως οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Barclays Capital, κυριαρχούν σήμερα στις αγορές των βασικών προϊόντων, σε πολλαπλάσιο επίπεδο από αυτό των πραγματικών παραγωγών και αγοραστών τροφίμων. Οι καθαρά χρηματιστηριακοί παίκτες είναι υπεύθυνοι για το 61% των επενδύσεων στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) της αγοράς σίτου, σύμφωνα με έκθεση της Broken Markets.
Οι κερδοσκοπικές επενδύσεις στα αγροτικά προϊόντα το 2011 ήταν 20 φορές μεγαλύτερες από τα ποσά που δαπάνησαν όλες οι χώρες μαζί σε αγροτική βοήθεια.
Η Goldman Sachs, που αποτελεί τον μεγαλύτερο παίκτη στην αγορά βασικών προϊόντων, κέρδισε £600 εκατ. από την κερδοσκοπία της το 2009, ενώ η τρίτη μεγαλύτερη Barclays Capital (και μεγαλύτερη βρετανική) κέρδισε £340 εκατ. το 2010, σύμφωνα με την ίδια έκθεση.
Πριν απελευθερωθεί το 2000, η αγορά των futures στα βασικά προϊόντα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από αγρότες και αγοραστές τροφίμων, που ήθελαν να διασφαλιστούν απέναντι σε τυχόν αλλαγές στη τιμή προϊόντων όπως το σιτάρι, και η ζάχαρη. Όταν η κυβέρνηση Μπους ψήφισε νόμο για την απελευθέρωση της αγοράς πριν από 12 χρόνια, σημειώθηκε μια διείσδυση στην αγορά από την Goldman Sachs, και άλλους χρηματιστηριακούς παίκτες, που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον στο να αγοράσουν τρόφιμα, αλλά απλά ήθελαν να κερδοσκοπήσουν από τις διακυμάνσεις των τιμών. Αυτό υποστηρίζει ο ειδικός του ΟΗΕ Olivier De Schutter, προσθέτοντας πως, «αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι μια φοβερή ανάπτυξη αυτών των αγορών, με την έλευση νέων παικτών, που απλά θέλουν να κερδίσουν βραχυπρόθεσμα, χωρίς να ενδιαφέρονται για το ίδιο το προϊόν. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν το αγοράζουν. Απλά αγοράζουν την υπόσχεση της μελλοντικής πώλησης και αγοράς του. Το αποτέλεσμα είναι οι τιμές να ανταποκρίνονται σε μια καθαρά κερδοσκοπική λογική. Αυτό εξηγεί το γιατί μέσα σε μικρά διαστήματα βλέπουμε τις τιμές να εκτοξεύονται και φούσκες να σκάνε, επειδή οι τιμές δεν καθορίζονται πλέον από την προσφορά και την ζήτηση».
Οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα προκάλεσαν διαδηλώσεις στο Μεξικό και στο Μπαγκλαντές το 2008. Μια μεγάλη αύξηση σημειώθηκε και το 2010, και ακόμη και σήμερα οι τιμές παραμένουν υψηλές. Έτσι, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, βλέπουμε ένα «σιωπηλό τσουνάμι πείνας», που σε συνδυασμό με την παγκόσμια οικονομική κρίση έχει οδηγήσει περίπου 115 εκατομμύρια ανθρώπους στη πείνα από το 2008, κάνοντας τον συνολικό αριθμό ανθρώπων που πεινάνε να φτάνει σήμερα τα 925 εκατομμύρια.
Όπως επισημαίνει ο De Schutter, οι υψηλές τιμές αποτελούν καταστροφή για τους φτωχούς, οι οποίοι συνήθως ξοδεύουν το 60% των εισοδημάτων τους στα τρόφιμα. Και μάλιστα, οι περιοχές που πλήττονται σήμερα από πείνα δεν είναι οι συνηθισμένες, αφού για παράδειγμα στην Αρμενία μεταξύ 2010 και 2011 οι τιμές των βασικών τροφίμων αυξήθηκαν ως εξής: ζάχαρη 46%, αυγά 49%, τυρί 38%, χοιρινό 34%, βούτυρο 26%. Το αποτέλεσμα ήταν όλοι οι Αρμένιοι να μειώσουν τις αγορές τροφίμων, οι φτωχοί κατά 14%, και τα μεσαία εισοδήματα κατά 5%.
Οι ειδικοί διαφωνούν για το αν η κερδοσκοπία συντελεί στην αύξηση των τιμών, ή απλά επιδεινώνει κάποιους άλλους παράγοντες όπως είναι οι κλιματικές αλλαγές, η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης τροφίμων και η ανάπτυξη των βιοκαυσίμων.
Η κυβέρνηση Ομπάμα προώθησε νομοθεσία που θα ρυθμίζει την χρηματιστηριακή αγορά βασικών προϊόντων, το 2010. Οι νομικές ενστάσεις όμως από πλευράς της Wall Street έχουν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της εφαρμογής της νέας ρυθμιστικής νομοθεσίας.
Η περσινή σύνοδος των G20 δεσμεύτηκε να εισάγει «όρια», με οροφή στον αριθμό των συμβολαίων αγροτικών προϊόντων που θα μπορεί να αγοράσει κάποιος επενδυτής, αλλά εκτός από τις ΗΠΑ, κανένα άλλο κράτος δεν έχει προχωρήσει ακόμη στην υιοθέτηση αυτού του μέτρου.
Το μόνο μέτρο των G20 που ισχύει είναι η δημιουργία ενός συστήματος αγροτικών πληροφοριών, που μοιράζεται τις πληροφορίες και τα στοιχεία όσον αφορά στα επίπεδα των καλλιεργειών, ή στις άσχημες σοδιές σε ολόκληρο τον πλανήτη, προκειμένου να αποτρέπεται η εσκεμμένη παραπληροφόρηση, ή και οι φήμες που μπορούν να προκαλέσουν πανικό στις αγορές.
Η ΕΕ ήδη μελετά την ρύθμιση της ευρωπαϊκής αγοράς βασικών προϊόντων. Προς το παρόν, το 82% όλων των συναλλαγών στην εν λόγω αγορά αποτελείται από ιδιωτικές συμφωνίες μεταξύ δυο μερών, που δεν είναι εγγεγραμμένα σε κανένα χρηματιστήριο. Αυτό καθιστά αδύνατη την διαπίστωση του ποιος είναι αυτός που ανεβάζει τις τιμές.
Η ρύθμιση της αγοράς δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Υπάρχουν πολλά συμφέροντα που εμπλέκονται σε αυτήν. Και τα ζητήματα είναι ιδιαίτερα τεχνικά και εξειδικευμένα, με αποτέλεσμα οι ειδικοί να είναι ελάχιστοι. Για αυτό και οι κυβερνήσεις ζητούν βοήθεια από τον κόσμο των χρηματαγορών. Ελάχιστοι είναι οι νομοθέτες που μπορούν να χειριστούν αυτά τα θέματα, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη εξειδίκευση. Έτσι, τίθεται και ζήτημα δημοκρατίας. Οδηγούμαστε προς μια πολύ δύσκολη κατάσταση, με αύξηση των κλιματικών σοκ, ξηρασιών, πλημμυρών, κλπ. Η προβλεπτικότητα της παραγωγής τροφίμων είναι δύσκολη, για αυτό και η κερδοσκοπία συνεχώς κερδίζει έδαφος. Αυτό λοιπόν που χρειάζεται είναι η νομοθετική ρύθμιση της κερδοσκοπίας, έτσι ώστε η κατάσταση να μην χειροτερέψει.
S.A.