Στο δώμα μίας πολυκατοικίας των Γρεβενών βρέθηκαν δύο πουλιά, μία κότα και ένα γεράκι. Ρωτάει με πολύ μεγάλη απορία το γεράκι την κότα, «κότα πώς βρέθηκες τόσο ψηλά;» για να εισπράξει την απάντηση «μα δεν γνωρίζεις γεράκι μου ότι μπορείς να βρεθείς τόσο ψηλά κάνοντας χρήση του ασανσέρ;». Ξαναρωτάει το γεράκι «και γιατί κότα ανέβηκες εδώ επάνω;» για να του πει η κότα «θέλω να βρεθώ εκεί απέναντι» και του δείχνει ένα εξίσου ψηλό δώμα, «αλλά αυτή η πολυκατοικία δεν έχει ασανσέρ και ο φρουρός στις σκάλες δεν μου επιτρέπει να ανεβώ στο δώμα γιατί είναι πολύ ψηλά και δεν πρέπει μία κότα να ανεβαίνει τόσο ψηλά, διότι μία κότα σε μία τέτοια περίπτωση αν αποπειραθεί να πετάξει κινδυνεύει θανάσιμα και αυτή και οι από κάτω διερχόμενοι». Γελώντας το γεράκι λέει στην κότα πόσο δίκιο είχε ο φρουρός. Εκνευρισμένη η κότα του απαντάει «μα και εγώ έχω φτερά όπως και εσύ, δεν διαφέρουμε σε τίποτα, δεν έχω σκοπό να σκοτωθώ ούτε να σκοτώσω κάποιον από κάτω πέφτοντας στο κεφάλι του, θέλω όμως πολύ να βρεθώ σ’ αυτό το δώμα που δεν έχει ασανσέρ και ο φρουρός φυλάει τις σκάλες του». Μετά από πολλές αλλά μάταιες προσπάθειες το γεράκι δεν μπόρεσε να μεταπείσει την κότα από το να πραγματοποιήσει την επιθυμία της και ανοίγει τα φτερά του για να φύγει όταν ακούει μία κραυγή απελπισίας από την κότα που μετά από το άλμα της για το απέναντι ποθητό δώμα κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα προς το κεφάλι ενός μικρού κοτόπουλου που αμέριμνο έπαιζε ανάμεσα στις δύο πολυκατοικίες. Το γεράκι βουτάει και λίγο πριν η κότα προσγειωθεί στο κεφάλι του μικρού κοτόπουλου αρπάζει την κότα από την ουρά, η ουρά μένει στα πόδια του γερακιού, η κότα χτυπάει στο κακόμοιρο κοτόπουλο και ξεπουπουλιασμένη σώνεται, το κακόμοιρο κοτοπουλάκι σκοτώνεται, το γεράκι μετά βίας γλυτώνει τη συντριβή του και αηδιασμένο κάνει μία απότομη στροφή και ανυψώνεται με την ουρά τις κότας ακόμα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του για να προσγειωθεί στο ποθητό για την κότα δώμα. Στο δικαστήριο των πουλιών η μωρή κότα προσπαθεί να πείσει τον δικαστή αετό για το πόσο την αδικούν και θέλουν να την καταδικάσουν για τη μωρία της, πως αυτή απλά ήθελε να βρεθεί στο φρουρούμενο δώμα και ο κακός φρουρός δεν το επέτρεψε, δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν – πόσο μάλλον ένα μικρό κοτοπουλάκι – και πως το γεράκι αν δεν ήταν τόσο αδέξιο και την άρπαζε λίγο καλλίτερα και λίγο πιο νωρίς τίποτα από όλα αυτά δεν θα γινόταν. Ο πρόεδρος αετός με απορία άκουγε το παραλήρημα της κότας που ζητούσε την καταδίκη του γερακιού διότι δεν την ανέβασε από την αρχή στο ποθητό δώμα και την άφησε να δοκιμάσει τα φτερά της. Γεμάτος αηδία ο αετός καταδίκασε σε θάνατο την κότα, λέγοντας στο γεράκι να τη σηκώσει ψηλά και να την αφήσει λίγο πριν το ποθητό δώμα ελεύθερη αφού προηγουμένως ο χώρος γύρω από την πολυκατοικία είχε εκκενωθεί. Όταν η κότα κατάλαβε τι εννοούσε ο πρόεδρος αετός, άρχισε να κλαψουρίζει «αυτό δεν είναι σωστό, εγώ τώρα δεν θέλω να πάω τόσο ψηλά, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να πετάξω, λυπηθείτε με, δεν …, δεν …, …, δεν …». Η νεκρή πια κότα άρχισε να σαπίζει χωρίς κανένα πτωματοφάγο, δίποδο ή τετράποδο, σκουλήκι ή έντομο να την καταδεχθεί. Οι κότες των Γρεβενών ας ευχηθούμε να απαλλάξουν την πόλη και να θάψουν τη σωρό μέσα σε μολύβδινη σαρκοφάγο και βαθιά μέσα στο κοτέτσι τους σε μνήμα τσιμεντένιο και με μία φωτογραφία της επάνω του για να θυμίζει στις ερχόμενες γενιές του είδους τους πως το ότι έχουν φτερά δεν σημαίνει πως μπορούν και να πετάνε.
Γρεβενά Κυριακή 17/Απριλίου/2011
Χρίστος Κων. Τσακστάρας