ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΜΑΣ ΑΓΡΙΕΨΕ Πανηγυρίζουμε χωρίς πανηγύρια την 200ή επέτειο της έναρξης της ελληνικής επανάστασης, που έληξε με τον σχηματισμό του νεοελληνικού κράτους. Η επιμένουσα να μας ταλαιπωρεί επιδημία συνετέλεσε στο να μην είναι λαμπρός, όπως θα έπρεπε ο εορτασμός. Οι προγραμματισθείσες από τους Δήμους και τους συλλόγους εκδηλώσεις ματαιώθηκαν. Οι καταστροφικές πυρκαγιές που ακολούθησαν ήρθαν να απομακρύνουν ακόμη περισσότερη τη σκέψη του Έλληνα από το χρέος α αποτίσει τιμή σ’ εκείνους που έχυσαν το αίμα τους, για να είναι αυτός ελεύθερος, ελεύθερος όχι απλά να ζει και να κινείται, αλλά ακόμη και να χλευάζει αυτούς που θυσιάστηκαν. Και είναι αυξητική η τάση απαξίωσης των αγωνιστών, ιδιαίτερα στους ακαδημαϊκούς κύκλους, οι οποίοι έχουν βαλθεί να διαστρέψουν την ιστορία, ώστε μέσα από την ιστορική λήθη να επέλθει ο πλήρης αφελληνισμός! Πολλοί, πολιτικοί, εκπαιδευτικοί των ΑΕΙ, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και διαπλεκόμενοι παράγοντες της πλουτοκρατίας θέλουν να επέλθει ο πλήρης εκδυτικισμός του λαού μας. Γι’ αυτό ερμηνεύουν τα σχετικά συμβάντα κατά τον ίδιο τρόπο που κάνουν για τα δικά τους οι δυτικοί. Έτσι προβάλλουν τη γαλλική επανάσταση ως μητρική της δικής μας, απαξιώνουν να αναφερθούν στην εγκαρτέρηση του λαού μας υπό φρικτές συνθήκες δουλείας, την οποία ψευδόμενοι εξωραΐζουν. Εκμηδενίζουν την προσφορά της Εκκλησίας, καθώς διέπονται από υλιστικές ιδεολογίες, προβάλλοντας μόνο τους ανάξιους της αποστολής τους κληρικούς με ιδιαίτερη ικανοποίηση. Ακόρεστοι στο να κατεδαφίζουν δεν παραλείπουν πλέον να στρέφονται και κατά των ίδιων των αγωνιστών, τους οποίους προβάλλουν άγριους και αιμοδιψείς, ασχολούμενοι ιδιαίτερα με τη σφαγή που ακολούθησε την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Ποιοί έκαναν την επανάσταση; Αποκλειστικά και μόνο μέλη της Εκκλησίας. Οι εξισλαμισθέντες (Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δ. Μακεδονίας) πολέμησαν στο πλευρό των κατακτητών. Οι μεταστραφέντες στον παπισμό έμειναν αδρανείς κατ’ εντολή του Βατικανού. Ο εξισλαμισμός, εκούσιος, για να μη χαθούν περιουσίες, ή ακούσιος, λόγω άσκησης βίας ή εξάντλησης της υπομονής, παραμένει εκτός του κύκλου των ενδιαφερόντων των αποδομητών της ιστορίας μας. Ίσως ενδόμυχα να αισθάνονται ικανοποίηση στη σκέψη της μεταστροφής του συνόλου των προγόνων μας στον μωαμεθανισμό. Αλλά τότε ποιος θα έκανε την επανάσταση, ώστε να είναι αυτοί ελεύθεροι να χλευάζουν την πίστη και την πατρίδα; Γιατί άραγε δεν εξισλαμίστηκαν όλοι οι πρόγονοί μας, αν το μοναδικό κίνητρο των ανθρωπίνων ενεργειών είναι το οικονομικό, όπως ισχυρίζονται οι υλιστικού φρονήματος; Γιατί δεν εξισλαμίστηκαν όλοι, αν οι ποιμένες, που όφειλαν να θυσιαστούν για το λογικό ποίμνιο, υποτάχθηκαν στο σύνολό τους στον κατακτητή και καλλιέργησαν τη δουλοπρέπεια σ’ αυτό; Στρεβλώνοντας την πλούσια ελληνική γλώσσα συγχέουν την εγκαρτέρηση με τη δουλοπρέπεια και περνώντας σε αήθη επίθεση υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία, υπονοώντας βέβαια τους κληρικούς, ήταν αντίθετη προς την επανάσταση! Η Εκκλησία, έχοντας ως βάση τη διδασκαλία του Χριστού, δεν ευλογεί όπλα. Αυτό φαίνεται σκανδαλώδες όχι μόνο σ’ εκείνους που δέχονται ότι μόνο η χρήση βίας μπορεί να επιφέρει αλλαγή κοινωνικής κατάστασης, αλλά και σε μέλη της Εκκλησίας. Αυτά αναζητούν κληρικούς, που έλαβαν μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες, πλείστους όσους πριν από τη γαλλική επανάσταση, ή κατά την ελληνική επανάσταση, για να αποστομώσουν τους εμπαθείς πολέμιους της Εκκλησίας. Τους πολεμούν με όρους που οι αντίπαλοι έχουν θέσει για την ερμηνεία της ιστορίας. Η Εκκλησία δεν ευλογεί όπλα, αλλά προβάλλει τη μαρτυρία και το μαρτύριο ως το μοναδικό τρόπο για ουσιαστική μεταβολή. Τον δρόμο των εκατομμυρίων μαρτύρων των τριών πρώτων μ. Χ. αιώνων πορεύθηκαν και οι νεομάρτυρες της τουρκοκρατίας με πρωτοπόρο τον άγιο Κοσμά, ο οποίος υπήρξε και ο κατ’ εξοχήν φωτιστής του Γένους. Αφού διαπίστωσε ότι το Γένος μας «είχε αγριώσει» υπό τη φρικτή δουλεία, παρότρυνε τους κατοίκους, σε κάθε μέρος που επισκεπτόταν, να ιδρύσουν σχολείο, για να μάθουν τα παιδιά γράμματα. Αλλά τι γράμματα; Γράμματα του Θεού που εξημερώνουν τον άνθρωπο. Αυτοί που διαφέντεψαν τον τόπο μετά την απελευθέρωση, εισήγαγαν τα άθεα γράμματα και το Γένος μας αγρίεψε περισσότερο. Η Εκκλησία δεν αγνοεί τις αδυναμίες των μελών της. Αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος, χωρίς φωτισμό, ρέπει προς την ανταπόδοση της βίας με βία. Οι ευάριθμοι νεομάρτυρες (οι γνωστοί δεν υπερβαίνουν τους 500) δεν ήταν αρκετοί, για να ημερώσει ο λαός μας. Πάντως με το μαρτύριό τους συνέβαλαν σημαντικά στην ανάσχεση των εξισλαμισμών λόγω κάμψης του φρονήματος των υποδούλων. Εκείνοι που δεν υπέφεραν με εγκαρτέρηση τον ζυγό δουλείας ενωρίς ανέβηκαν στα βουνά και έγιναν κλέφτες. Εξωραΐσαμε τον όρο. Υπήρξαν όντως άγριοι και μέσα τους φώλιαζαν πλήθος από κακίες. Στρέφονταν όχι μόνο κατά των κατακτητών, αλλά και (πολύ ορθά) κατά των συμφυλετών τους, που ευημερούσαν οικονομικά, ώστε να συκοφαντούνται από τους απάτριδες ότι δεν είχαν εθνική συνείδηση, αυτοί που δεν άκουσαν ούτε ώρα διδασκαλίας! Διαπρεπής κλέφτης της επαρχίας Γρεβενών κατά τον 18ο αιώνα υπήρξε ο Δημήτριος Τότσκας. Αυτός δεχόταν παραγγελίες για διάπραξη φόνων προσώπων επί πληρωμή. Η συνάντησή του με τον μάρτυρα άγιο Κοσμά υπήρξε καθοριστική για τον μετέπειτα βίο του, καθώς ο άγριος κλέφτης έγινε ήμερος και ευεργέτης των συμφυλετών του. Οι φωτισμένοι όσιοι της τουρκοκρατίας και οι νεομάρτυρες συνέβαλαν καθοριστικά στο να μετριαστεί η αγριότητα λαού καταδυναστευόμενου επί αιώνες, στο να αποκτήσει αυτός εν τινι μέτρω την πνευματική ελευθερία, ώστε και η δουλεία να του φαίνεται λιγότερο επαχθής. Πνευματική ελευθερία είναι η κατάπνιξη των παθών. Βέβαια αυτή φαντάζει ιδεολόγημα χωρίς νόημα στους ερμηνεύοντες υλιστικά τον άνθρωπο. Γι’ αυτούς η ελευθερία εξαντλείται με τους προσδιορισμούς εθνική και κοινωνικοπλιτική. Γι’ αυτό και το μαρτύριο βρίσκεται εκτός του κύκλου των ενδιαφερόντων τους, τους είναι ακατανόητο και αποκρουστικό. Και όμως για μια ιδέα και έναν υψηλό σκοπό (κοινωνική δικαιοσύνη) έδωσαν τη ζωή τους ακόμη και άνθρωποι που δεν πίστευαν σε Θεό!Ο ηρωισμός και το πνεύμα θυσίας τείνουν να καταχωθούν κάτω από πέπλο λήθης, καθώς φανερώνουν περίτρανα το πόσο ποταποί έχουμε καταντήσει, συμβιβασμένοι εν ελευθερία με τους ισχυρούς του κόσμου όχι βέβαια μόνο «δια μιαν δολεράν καλημέραν των πρέσβεγων των ανθρωποφάγων», που έγραψε ο Μακρυγιάννης, αλλά, δούλοι των παθών μας όντες, για την ικανοποίηση της άμετρης εγωπάθειας και ιδιοτέλειάς τους, τις οποίες προκαλεί το πνεύμα θυσίας των προγόνων μας. Και πρέπει να τονίσουμε ότι παρά την αγριότητά τους αυτοί, όταν, αιχμάλωτοι σε πολεμική επιχείρηση, δέχονταν τη δελεαστική πρόταση να εξομώσουν, ώστε όχι μόνο να αποφύγουν την με οδυνηρό τρόπο εκτέλεσή τους, αλλά και να επωφεληθούν από τις προσφορές των κατακτητών, έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους με σπανιότατες τις εξαιρέσεις. Ο Αθανάσιος Διάκος και πολλοί άλλοι σουβλίστηκαν ζωντανοί! Μπορούν να το συλλάβουν αυτό οι ουτιδανοί και ανερμάτιστοι, ώστε να πάψουν να λυσσομανούν και κατά των αγωνιστών; Δεν τους έφθασε ο άγριος διασυρμός του εθνοϊερομάρτυρα πατριάρχη Γρηγορίου;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»