Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών1827: Οι μάχες στον Πειραιά και η παράδοση  της Ακρόπολης

Τα γεγονότα:  Στις 28 Φεβρουαρίου του 1827 μέσα σε 48 ώρες ο Καραϊσκάκης έφτασε από το Δίστομο στην Αθήνα για να αναλάβει την αντιμετώπιση του Κιουταχή. Αρχές Μαρτίου θα πετύχει μεγάλη νίκη κατά του Κιουταχή στο Κερατσίνι και θα αναπτερώσει το ηθικό των πολιορκημένων. Όμως η Κυβέρνηση αρχές Απριλίου διόρισε αρχηγούς των επιχειρήσεων τον Τσώρτς και τον λόρδο Κόχραν γεγονός που τον δυσαρέστησε  και ήθελε να παραιτηθεί. Τελικά διαφώνησαν και στο σχέδιο της επίθεσης, γιατί ο Κόχραν και ο Τσώρτς ήθελαν άμεση γενική επίθεση, ενώ ο Καραϊσκάκης στενό αποκλεισμό και αποκοπή του ανεφοδιασμού, ώστε να αποχωρήσουν οι Τούρκοι από την Αθήνα. Έτσι το βράδυ της επίθεσης θέλοντας ο Καραϊσκάκης να σταματήσει κάποια επεισόδια που ξέσπασαν πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Στη τελευταία μάχη στον Ανάλατο ο Κιουταχής ανέμενε την επίθεση και νίκησε με ευκολία τους Έλληνες που είχαν πολύ μεγάλες απώλειες. Έτσι έληξε άδοξα αυτή η επιχείρηση η οποία θα μπορούσε να έχει θετικό αποτέλεσμα, αν είχε επικρατήσει η γνώμη του Καραϊσκάκη.Στις 25 Μαΐου το κάστρο της Ακρόπολης παραδόθηκε στους Τούρκους και η Στερεά Ελλάδα υποτάχτηκε.

Ο Μακρυγιάννης όλα αυτά τα γεγονότα τα βίωσε, συμμετείχε στις περισσότερες μάχες και τα αφηγείται με τον δικό του συναρπαστικό τρόπο. Όταν πήγε στην Αίγινα μίλησε με το Πρόεδρο της Κυβέρνησης Αντρέα Ζαΐμη και συμφιλιώθηκαν μπροστά στο κίνδυνο για το καλό της Πατρίδας: «Της είπα την κατάστασιν του φρουρίου. Ο Ζαϊµης ήταν Πρόεδρος της “∆ιοικήσεως. Μου λέγει ο καϊµένος• “”‘Ερχοµαι εις το κονάκι σου να µιλήσωµεν” “πλατύτερα””. Με είδαν εις την κατάστασιν οπού ήµουν, πρησµένο το κεφάλι” µου, µου διορίσαν γιατρούς. ‘Ηρθε ο Ζαϊµης, ανταµωθήκαµεν• µου είπε “την κατάστασιν του ταµείου, ότι δεν έχει ούτε λεπτό. Μου λέγει• “”Χαίροµαι” ότι ήρθες εσύ έξω• και να συνακουστούµεν σε ό,τι µπορέσουµεν να βοηθήσωµεν την πατρίδα• και ν’ αφήσουµεν τα παλιά πάθη. -Του είπα, χαίροµαι δια έναν αγωνιστήνσηµαντικόν, κεφαλή της πατρίδος, οπού ‘χει τόση ‘λικρίνεια. ‘Οτι τα πάθη τα είδαµεν που µας κατήντησαν. Κ’ εγώ, του λέγω, ‘σ ό,τι µε διατάξετε είµαιέτοιµος να πεθάνω δια την αγάπη της πατρίδος. “Και δι’ αυτό εβήκα εις την κατάστασιν οπού µε βλέπεις”». Ανέλαβε στη συνέχεια να πάει στα Μέθανα στον αγαθό και γενναίο Φαβιέρο να τον ενθουσιάσει και να τον πείσει να μπει με τους άντρες του στην Ακρόπολη: «Επήγα εις τα Μέθενα. Με δέχτηκε ο αγαθός και γενναίος Φαβγές κι’ όλοι οι αξιωµατικοί. Τους ενθουσίασα. Τους ηύρα πρόθυµους και µε µεγάλονπατριωτισµόν…Το’ ‘δωσα του Φαβγέτους αθάνατους οδηγούς οπού ‘χα µαζί µου από το κάστρο, τους γενναίους κι’ αγαθούς Γιάννηδες, Κουντουριώτης ο ένας και ∆ιστοµίτης ο άλλος. Αυτείνοι οι δυο αγαθοί πατριώτες έβγαιναν πάντοτες µε γράµµατα από το κάστρο, ανάµεσα-από τόση Τουρκιά. Μεγάλες χάριτες χρωστάγει η πατρίδα εις αυτούς τους δυο γενναίους πατριώτες. Και µαζί-µ’ αυτούς το ταχτικόν κι’ ο Φαβγές πήγαν τα πολεµοφόδια κι’ άλλα αναγκαία, φορτωµένα οι ίδιοι απάνου τους. Κι’ όλοι αυτείνοι κιντύνεψαν• αλλά ως γενναίγοι και καλοί πατριώτες αποφάσισαν και µπήκαν εις το κάστρο. Και η πατρίς να θυµάται και να δοξάζη αυτούς τους άντρες».

Στη συνέχεια συμφιλίωσε τον Ζαΐμη με τον άγγλο στρατηγό Γκόρντον, ο  οποίος χρηματοδότησε την απόβαση στον Πειραιά με αντάλλαγμα να γίνει αρχηγός των επιχειρήσεων. Ανέλαβε να πάει στην Κόρινθο στον Αντρέα Λόντο να τον πείσει να στείλει στην Αθήνα τους Νοταράδες Πάνο και Γιάννη να βοηθήσουν στον αγώνα και πέτυχε και σε αυτή την αποστολή. Σιγά σιγά συγκεντρώνονταν στην Ελευσίνα και άλλα ετοιμοπόλεμα ελληνικά σώματαμε τον ΒάσοΜαυροβουνιώτη και τον Γάλλο αξιωματικό Βούρβαχη: «Είχ’ έρθη κ’ ένας αξιωµατικός από την Γαλλία, γενναίος άντρας και καλός άνθρωπος, τον έλεγαν Μπούρµπαχη• ήταν Κεφαλλωνίτης και συγγενής του Μεταξά• ήταν κολονέλος εις την Γαλλίαν. Αφού άκουσε την λευτεριά της πατρίδας του ήρθε ν’ αγωνιστή απαθής, πατριωτικώς•…». Έτσι όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις. Ο Μακρυγιάννης με τον Ιωάννη Νοταρά και τον Γκόρντον με 2000 πολεμιστές αποβιβάστηκαν στις 24 Ιανουαρίου του 1827 από τη Σαλαμίνα στο Πασαλιμάνι και αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση των Τούρκων, οχυρώθηκαν στην περιοχή της Καστέλλας. Προσπάθησαν να καταλάβουν, αλλά χωρίς επιτυχία το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα που το φρουρούσαν οι Τούρκοι. Στις 27 του μήνα ο Κιουταχής συνέτριψε το σώμα του Μαυροβουνιώτη και Βούρβαχη στο Καματερό, οι οποίοι αντί να οχυρωθούν στη Χασιά (Φυλή), όπως τους είχε υποδειχθεί, παρατάχτηκαν σε κατά μέτωπο μάχη. Σε αυτή τη μάχη σκοτώθηκε και ο Βούρβαχης και έπεσε πολύ το ηθικό των Ελλήνων.

Δύο ημέρες μετά οι τουρκικές δυνάμεις στράφηκαν προς την Καστέλλα στο Φάληρο όπου είχαν οχυρωθεί ο Μακρυγιάννης, ο Νοταράς και ο Καλλέργης με 1300  άντρες: «Και οι εδικοί µας εις τον Φαληρέα ποτές δεν µείναν του ντουφεκιού χίλιοι-τρακόσοι άνθρωποι. ‘Οτι µαθαίνοντας το χαλασµό του Βάσιουενέκρωσαν και φεύγαν δια νυχτός, ότ’ ήταν η θέση κιντυνώδης». Ο Γκόρντον μάλιστα δείλιασε και ανέβηκε στο καράβι του προσκαλώντας και τον Μακρυγιάννη: «Αφού είδε ο αρχηγός ο Γκόρδον τον κίντυνον και πήρε τους συντρόφους του και την αρχηγίαν του και µπήκε εις το καράβι, δια-να µείνουν σπορά να µαταγίνουν κι’ αλλού αρχηγοί, όσο-να τους σώσουν τους ‘Ελληνες -και τότε να λευτερώσουν την Ελλάδα, οι Τούρκοι όλα τα µπαγιράκια ρίχτηκαν απάνου “µας. Ο αρχηγός γύρευε κ’ εµένα µαζί του. Του λέγω• “”Κόπιασε η γενναιότη” σου και ‘σ αυτείνη την µπατάγια την σηµερινή θα γένη ο Θεός αρχηγός• και µε την δύναµή του -θα λυπηθήεµάς και την πατρίδα µας• κι’ ό,τι µπορώ κ’ εγώ θ’ αγωνιστώ σήµερα µ’-όλον-οπού ‘µαι αστενής. Να χαθούνε τόσοι αγωνισταί και να µείνω εγώ, ξίκι να γένη και ‘σ εµένα η ζωή! -Τι “θα κάµης, µου λέγει, σε τόσο πλήθος Τουρκών; -Είναι ο Θεός, του λέγω, ” “και κάνει• ο ίδιος!”». Παραδειγματική ήταν σε αυτή τη μάχη η αφοβία και η ψυχραιμία του Μακρυγιάννη που με τον γενναίο αγωνιστή Παναγιώτη Σωτηρόπουλο γύρισαν όλα τα πόστα, κερνούσαν κρασί και εμψύχωναν τα παλικάρια. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν τρεις φορές, αλλά και τις τρεις αποκρούστηκαν με μεγάλη επιτυχία, παρόλο που ενισχύθηκαν από κάποιο πασά της Εύβοιας ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Οι Τούρκοι είχαν πολύ μεγάλες απώλειες και ο Γκόρντον έγραψε στη Διοίκηση ότι η σημερινή μπατάγια (μάχη)ήταν του Μακρυγιάννη, αλλά εκεί παρουσίασαν διαφορετικά τα γεγονότα, γεγονός που τον στενοχώρησε πολύ. Μετά από λίγες ημέρες οι Έλληνες πέτυχαν μία δεύτερη μεγάλη νίκη στα Μποστάνια ή στους τρεις Πύργους που αναπτέρωσε το ηθικό τους: «’Ολοι οι ‘Ελληνες εκεί-µέσα πολέµησαν ως λιοντάρια• κ’ εµείς από τα πλευρά τους βαστάξαµενανοιχτόν τον δρόµον της θάλασσας και τις πλάτες τους. Λαµπρύνεται εκεί-µέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος ∆οντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης -πολέµησαν αντρείως. Η πατρίς τους χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν µέσα».

Αρχές Μαρτίου ήταν η σειρά του Καραϊσκάκη, ο οποίος είχε επιστρέψει από το Δίστομο, να πετύχει θριαμβευτική νίκη στο Κερατσίνι εναντίον 4000 χιλιάδων πεζών και 2000 ιππέων. Ο Μακρυγιάννης αφηγείται και περιγράφει πολύ παραστατικά τη μάχη στις σελίδες 281 – 283 και καταλήγει: «Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν περίτου από οχτακόσοι -αυτά µας είπαν. Και διαλύθηκαν οι Τούρκοι. Πήγαµεν κ’ εµείς ο καθείς εις τα πόστα του. ‘Οσοιαξιωµατικοίπολέµησαν εκεί, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάµπρος, Κασοµούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, ΜήτροΣµπόνιας, Καραϊσκος Σουλιώτης, της καβαλλαρίας ο γενναίος Χατζηµιχάλης, Βασίλης Αθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαµάνος, Κώστα Παλάσκας κι’ άλλοι αξιωµατικοίπολέµησαν, πεζούρα και καβαλλαρία, πολλά γενναίως και πατριωτικώς. Κι’ όλοι οι απλοί ‘Ελληνες αγωνίστηκαν µε µεγάλονπατριωτισµόν και γενναιότητα δια την πατρίδα και θρησκεία. Και είδαν οι Τούρκοι οπού δεν παίζαν εις τον Περαιά. Κι’ αυτό, ότ’ είναι ντουφέκι και σπαθί Ελληνικόν, θρησκευτικόν και πατριωτικόν. Η ντροπή εις τους Τούρκους ήταν µεγάλη».

Και ενώ οι Έλληνες είχαν ενισχυθεί πολύ και το ηθικό είχε αναπτερωθεί, στις 16 Μαρτίου κατά τη διάρκεια της Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ανατέθηκε η αρχιστρατηγία του στρατού στον Τσώρτς και του στόλου στον Κόχραν. Ο Καραϊσκάκης απογοητεύτηκε από την απόφαση και ήθελε να παραιτηθεί προσκαλώντας και τον Μακρυγιάννη να κάνει το ίδιο. Ο Μακρυγιάννης όμως τον έπεισε να παραμείνει, γιατί στην ουσία αυτός ήταν ο αρχηγός και αυτόν εμπιστεύονταν οι 11000 Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στο στρατόπεδό του: «’Σ του Καραϊσκάκη, εις Τζερατζίνι, πήγανε όλοι οι Σουλιώτες, Μποτζαραίγοι, Τζαβελαίγοι, Βέγικος, Γιαννούσης, Ντούσας, Φωτοµαραίγοι, ∆ρακαίγοι, Πελοποννήσιοι, Κολοκοτρωναίγοι, Σπαρτιάτες, Σισιναίοι, Πετιµεζαίοι κι’ άλλοι πολλοί• Περραιβός, Καλλέργηδες µε τους Κρητικούς, Νοταραίγοι. Το-όλο πραµατικώς ήταν εις τα δυο πόστα έντεκα-χιλιάδες. Τους έλεγαν δεκαπέντε• δεν ήταν, πραµατικώς ήταν έντεκα…Το ‘Εθνος µας το κοµµάτιασαν εις την Συνέλεψη. Εµείςσκοτωνόµαστε κ’ οι πολιτικοί τήραγαν τους σκοπούς τους…’Εφκειασαν την Συνέλεψη, διορίσαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγον, ότι δεν δύνεται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν µιαν διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και το’ ‘λεγαν, όταν κιντύνευε η πατρίς, όταν να ‘στιβε ο Καραϊσκάκης και οι συντρόφοι του τα πουκάµισά τους, εκίναγε το αίµα από την Αράχωβα, από τον ‘Επαχτο, από το ∆ίστοµον κι’ από τον καθηµερινόπόλεµο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και το’ ‘παιρναν τα συχαρίκια ότι διορίσαν τον Τζούρτζη -κι’ αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστήτε, εσείς οι αναγνώστες• αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση δια-να σώση την πατρίδα -και ποιος να την χάση. “Με τόση δύναµη ο Καραϊσκάκης δεν τους έφκειανε φλούδα όλους αυτούς; ” Αφού είδε αυτό ο Καραϊσκάκης, του κακοφάνη. Και σας λέγω, αυτό τον έκαµενπερισσότερον να πάγη να σκοτωθή. Με φώναξε εις το Τζερατζίνι και µο’ ‘δειξε αυτείνη την διαταγή και πικρά µου το ξηγέταν. Και τον παρηγόρησα και του είπα, όσο-να τελειώση η υπόθεση της Αθήνας να µην ξεσυνεριστή από αυτά τίποτας. ‘Οσους θέλουν να διορίζουν, οι άνθρωποι αυτόν ξέρουν “αρχηγόναυτεινού του κινήµατος. Μου λέγει• “”Σήκου να φύγωµε, ότι αυτείνοι ” θέλουν να µας φάνε! Τον περικάλεσα µε δάκρυα να µη µάτα το ειπή αυτό όσο-να δοθή τέλος σε τούτο το κίνηµα των Αθηνών. ∆εν ήθελε να µ’ ακούση, “αλλά µου είπε να σηκωθούµεν οι δυο µας να φύγωµεν. Τότε του λέγω• “”∆εν ” σε γελάγω, δεν µπορώ να φύγω εγώ• ότ’ είµαι κεφαλή των Αθηναίων και οι Τούρκοι είναι εις την Αθήνα. Τότε εγώ δεν είµαι δια τούτον τον κόσµον. Εγώ θα κάµω το χρέος µου. Ούτε να φύγωµεν είναι καιρός τώρα, ούτε εφύλιονπόλεµον να κάµωµεν. ‘Οτι η πατρίδα είναι ‘σ τα ολίστια η Ρούµελη και η Πελοπόννησο γιοµάτη Τούρκους. Και σου λέγω• και να χαθή η Αθήνα, εµείς σαν φύγωµεν ή ανοίξωµενεφύλιονπόλεµον, είµαστεκατηγορηµένοι, “και να λευτερωθή, χερότερα. Και δεν µπαίνω ‘σ αυτά””.

Ήρθε στη συνέχεια και η διαφωνία για το σχέδιο δράσης με το οποίο τελικά ο Καραϊσκάκης, αν και είχε διαφορετική άποψη, συμφώνησε. Όλα ήταν έτοιμα για την τελική επίθεση, όταν το βράδυ της 22ας Απριλίου ο Καραϊσκάκης  που πήγε να σταματήσει τα επεισόδια τα οποία είχαν προκαλέσει κάποιοι μεθυσμένοι Κρητικοί, πυροβολήθηκε και την άλλη ημέρα το πρωί, ανήμερα της γιορτής του ξεψύχησε: «Πάγω εκεί• µαζευόµαστε, τηράµεν• ήτανε βαρεµένος εις τ’ ασκέλιπαραπάνου, “εις τα φτενά. Μαζωχτήκαµεν όλοι εκεί. Μας είπε µε χωρατά• “”Εγώ πεθαίνω ” “όµως εσείς να είστε µονοιασµένοι και να βαστήξετε την πατρίδα””. ” Τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την Κούλουρη (Σαλαμίνα) και τον τάφιασαν».

Χωρίς τον Καραϊσκάκη η μάχη που ακολούθησε στον Ανάλατο δεν είχε καμιά τύχη. Έγιναν πολλά λάθη τακτικής κυρίως από τον ναύαρχο Κόχραν, ο οποίος υποσχόταν χρηματικό βραβείο στο σώμα που θα έμπαινε πρώτο στην Ακρόπολη, επικράτησε αναρχία και έτσι το τουρκικό ιππικό θέρισε όλο το άνθος των Ελλήνων προκαλώντας πολύ μεγάλες απώλειες: «Και οι ‘Ελληνεςκάµαν το χρέος τους, όµωςκέρδεσαν την νίκη οι Τούρκοι. Περίτου από οχτακόσοι ‘Ελληνες πήγαν, όλο το άνθος…Χάθηκαν εις τον Ανάλατον οι γενναίοι και οι καλοί πατριώτες, τα άξια παληκάρια ο ∆ράκος, ο Βέικος, ο Ντούσιας, ο Γιώργο Τζαβέλας, ο Νοταράς, ο Τζελέπης κι’ άλλοι πλήθος αξιωµατικοί. Πιάστη ζωντανός κι’ ο καϊµένος ο Καλλέργης και τράβησε τόσα µαρτύρια και τον ξαγόρασαν. Σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Κρητικοί κι’ ο γενναίος Κουρµούζης. Αιωνία τους η µνήµη! Η πατρίδα χρωστάγει χάριτες σε όλους αυτούς. Και να ευκέται τον νέον Ναύαρχον κι’ Αρχιστράτηγον, οπού τους στείλαν παράωρα εις τον ‘Αδη όλους από τις κυβέρνειες τους».

Ο Μακρυγιάννης και όσοι διασώθηκαν από τη μάχη, μπήκαν σε βάρκες και βγήκαν στη Σαλαμίνα, όπου μετά από λίγο καιρό ήρθαν και οι υπόλοιποι Αθηναίοι και οι αποκλεισμένοι στην Ακρόπολη που παραδόθηκαν. Συστάθηκε μια Επιτροπή μέλος της οποίας ήταν και αυτός και πήγαν στο Ναύπλιο, για να διεκδικήσουν τα χρήματα από την Κυβέρνηση. Εκεί όμως είχε ξεσπάσει νέος εμφύλιος πόλεμος και ο Μακρυγιάννης απογοητευμένος πήγε στη Τήνο στην οικογένειά του για να ξεκουραστεί και να περιμένει τον Κυβερνήτη με την ελπίδα να επιβάλει την τάξη και τον νόμο…

(συνεχίζεται)

Διαβάστε και: 

Γιάννης Μακρυγιάννης: Μια Eλληνική Καρδιά    και

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά     (2ο μέρος)   

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά     (μέρος 3ο) 

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά  (Μέρος 4ο)     

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά  (Μέρος 5ο)    Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά  (Μέρος 6ο)    Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά  (Μέρος 7ο)    

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.