Ένα από τα στοιχεία που εδώ και δεκαετίες σφραγίζουν τη λειτουργία του ελληνικού κράτους είναι οι αλλαγές και μετονομασίες υπουργείων.

Συχνό το φαινόμενο είτε των διασπάσεων είτε των συνενώσεων, είτε, τέλος, της διαφορετικής ονομασίας τους.

Αλλεπάλληλες κυβερνήσεις θεώρησαν ότι η δημιουργία ενός υπουργείου, ή η συγχώνευσή του το σπάσιμό του σε τμήμα θα μπορέσει να συνενώσει δυνάμεις ή να αναδείξει περισσότερο μια αιχμή του κυβερνητικού έργου ή μια προτεραιότητα πολιτικής.

Κάποιες φορές αυτό αντανακλά πραγματικές αλλαγές, όπως όταν για παράδειγμα η λέξη «Περιβάλλον» προστέθηκε σε αυτό που κάποτε ήταν κατά βάση το υπουργείο Δημοσίων Έργων, ή όταν σταματήσαμε να μιλάμε απλώς για υπουργείο «Βιομηχανίας». Άλλες φορές η αλλαγή μπορεί να ήταν συμβολική. Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης μετονομάστηκε σε Προστασίας Πολίτη χωρίς απαραίτητα να σημαίνει αλλαγή στην πρακτική του.

Στο παρελθόν δοκιμάστηκαν και άλλες πρακτικές, μερικές από τις οποίες συνεχίστηκαν και αργότερα. Για παράδειγμα το υπουργείο Πολιτισμού δοκιμάστηκε να συνδυαστεί και με άλλα υπουργεία όπως ήταν το Παιδείας, χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Βέβαια στις περιπτώσεις αυτές οι συνενώσεις αυτές παρέμεναν τυπικές. Τις ουσιαστικές αρμοδιότητες τις είχαν οι αντίστοιχοι υφυπουργοί, οι υπηρεσίες παρέμεναν διαχωρισμένες, συχνά στεγάζονταν και σε διαφορετικά κτίρια και το μόνο που άλλαζε ήταν ο τίτλος στην επίσημη υπηρεσιακή αλληλογραφία.

Άλλοτε τέτοιες πρακτικές είχαν αποτελέσματα – και συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις διαμορφώνονταν «δομές» που έμεναν ακόμη και μετά από τυχόν αλλαγές κυβερνήσεων. Άλλοτε, κάποια στιγμή εγκαταλείπονταν.

Οι αλλαγές που φέρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη

Η κυβέρνηση δεν αποτέλεσε εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα. Άλλωστε, ο πρωθυπουργός είχε εξαρχής διακηρύξει ότι ήθελε ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης και στους οργανωτικούς του όρους, πιο ευέλικτο και ικανό να καλύπτει τις πραγματικές απαιτήσεις της οικονομίας και της ανάπτυξης αλλά και πιο εύκολο ως προς το συντονισμό και την παρακολούθηση.

Ένα συγκεντρωτικό πρωθυπουργικό γραφείο

Μια πρώτη αλλαγή, την οποία είχε ουσιαστικά προαναγγείλει ο πρωθυπουργός ήταν η αναβάθμιση του πρωθυπουργικού γραφείου. Αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «Μέγαρο Μαξίμου» και το οποίο πρόκειται να μετακινηθεί στις εγκαταστάσεις του πρώην υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμιση στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, πρόκειται να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο και μέσα από την ενσωμάτωση υπηρεσιών που ανήκαν σε άλλα υπουργεία.

Αυτό αποτυπώνεται και στην επιλογή ο πρωθυπουργός να έχει υπό την άμεση αρμοδιότητά του την ΕΥΠ αλλά και τις αρμοδιότητες Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, όπως είναι τα κρατικά κανάλια και το ΑΠΕ ΜΠΕ.

Παρότι η λογική των υπηρεσιών που υπάγονται άμεσα στον πρωθυπουργό περισσότερο έχει να κάνει με την επιθυμία να μην διαμεσολαβούνται από κάποιο υπουργείο και να υπάρχουν αυτοτελώς, το βέβαια είναι ότι αυτή η αλλαγή ήδη έχει προκαλέσει ορισμένα σχόλια για υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στο στενό θεσμικό χώρο γύρω από τον πρωθυπουργό, ιδίως σε ευαίσθητα θέματα όπως η ενημέρωση,

έστω και εάν ούτως ή άλλως ο πρωθυπουργός έχει αυξημένες θεσμικές αρμοδιότητες στην ελληνική θεσμική παράδοση.

Η αναβάθμιση του υπουργείου Προστασίας Πολίτη

Αυτή η αλλαγή είχε επίσης προαναγγελθεί. Είναι σαφές ότι η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ένα ευρύτερο φάσμα πολιτικών ασφάλειας να περάσουν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Προστασίας Πολίτη, αντί για τα υπουργεία στα οποία βρίσκονταν μέχρι τώρα.

Αυτό αντανακλά ούτως ή άλλως την αντίληψη ότι σήμερα η ασφάλεια οφείλει να αποκτήσει προτεραιότητα έναντι των άλλων δικαιωμάτων αλλά και την πεποίθηση ότι η ασφάλεια είναι πρωτίστως ζήτημα «επιχειρησιακών» παρεμβάσεων παρά συνολικότερων κοινωνικών όρων.

Ταυτόχρονα, συνεπής με τον προεκλογικό λόγο του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η αντίληψη ότι το ζήτημα της μετανάστευσης είναι πρωτίστως ζήτημα ασφάλειας και αποτελεσματικότερης λειτουργίας των περισσότερο κατασταλτικών μηχανισμών.

Στην πραγματικότητα μάλλον έχουμε να κάνουμε με αντιγραφή του αμερικανικού προτύπου εδώ όπου η αρμόδια ομοσπονδιακή αρχή για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης (ICE) υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (Homeland Security), δηλαδή το βασικό φορέα που αντιμετωπίζει την εσωτερική αντιτρομοκρατική πολιτική. Βέβαια στις ΗΠΑ έχει ασκηθεί μεγάλη κριτική σε αυτή την επιλογή.

Στην ελληνική περίπτωση εγείρονται εύλογα ερωτήματα ως προς το ποια σχέση μπορούν να έχουν οι υπηρεσίες του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, που διαχειρίζονται προγράμματα σίτισης και στέγασης και έχουν την ευθύνη για μεγάλα κονδύλια, πέραν των κέντρων κράτησης, με το περιβάλλον του υπουργείου Προστασίας Πολίτη. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι διαμορφώνεται μια συνθήκη στην οποία διακυβεύονται κρίσιμα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αντίστοιχα, σοβαρά ερωτήματα υπάρχουν για τη μεταφορά στο υπουργείο Προστασίας Πολίτη αρμοδιοτήτων που αφορούν το σωφρονιστικό σύστημα. Η δικαιολογία ότι έτσι θα αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα εντός των φυλακών, παραβλέπει ότι μεγάλο μέρος των υπηρεσιών αυτών δεν αφορούν βαρυποινίτες αλλά κατά βάση την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων και διαδικασιών επανένταξης. Παράλληλα, εγείρονται ερωτήματα όπως αυτά που αφορούν την συμπερίληψη υπηρεσιών που παραδοσιακά ανήκαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης όπως είναι η Ιατροδικαστική υπηρεσία.

Το υπερυπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης

Μια άλλη αντίστοιχη καινοτομία είναι ο μετασχηματισμός του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής σε υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Ουσιαστικά είναι ως εάν να μεταφέρονται σε αυτό το υπουργείο όλες οι υπηρεσίες του ελληνικού δημοσίου που διαχειρίζονται υπηρεσίες πληροφορικής.

Το πρόβλημα είναι παρότι η διαμόρφωση μιας ενιαίας πληροφορικής υποδομής για ολόκληρο το ελληνικό δημόσιο είναι ιδιαίτερα σημαντική υπόθεση δεν είναι βέβαιο ότι όλες οι υπηρεσίες πρέπει να μεταφερθούν σε αυτό το υπουργείο ή ότι αυτό θα αλλάξει κάτι.

Για παράδειγμα η ΗΔΙΚΑ, που ούτως ή άλλως διαχειρίζεται όλο το πολύ μεγάλο βάρος της υποστήριξης του ΕΦΚΑ, του ΕΟΠΠΥ, της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και των κοινωνικών επιδομάτων, δεν πρόκειται να αλλάξει χαρακτήρα με τη μεταφορά της σε άλλο υπουργείο.

Έπειτα τόσο το ΕΔΕΤ (GRNET), που παρέχει την υποδομή διαδικτύου των ελληνικών πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, όσο και το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, που διαχειρίζεται το ψηφιακό περιεχόμενο της ελληνικής εκπαιδευτικής και ερευνητικής κοινότητας, αποτελούν χώρους παραδοσιακά συνδεδεμένους με φορείς του υπουργείο Παιδείας.

Αντίστοιχα μένει να δούμε εάν θα δικαιωθεί η μεταφορά των αρμοδιοτήτων για την απλούστευση διαδικασιών σε αυτό το υπουργείο, αντί για το υπουργείο Εσωτερικών που έχει την ευθύνη των διοικητικών διαδικασιών. Αντίστοιχα μένει να δούμε πώς θα λειτουργήσει το γεγονός ότι έχουμε ένα υπουργείο που ασχολείται με τη δημόσια διοίκηση, δηλαδή το υπουργείο Εσωτερικών, που έχει ενσωματώσει και το Διοικητικής Ανασυγκρότησης, και ένα άλλο υπουργείο που θα ασχολείται με την ψηφιακά διάσταση της διακυβέρνησης.

Η έρευνα σε ποιο υπουργείο πρέπει να ανήκει;

Μεγάλη συζήτηση είναι σε εξέλιξη για την μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Η συγκεκριμένη γραμματεία – όπως και ο αρμόδιος υφυπουργός – παίζει κομβικό ρόλο στη χρηματοδότηση της έρευνας, ενώ έχει στην αρμοδιότητά της και τα ερευνητικά κέντρα που δεν ανήκουν σε Πανεπιστήμια: τον «Δημόκριτο», το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το ΕΚΚΕ, το ΕΛΚΕΘΕ, το ΙΤΕ το Αστεροσκοπείο.

Είναι σαφές ότι η φυσιογνωμία αυτών των φορέων, μαζί με το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος όγκος της έρευνας στη χώρα μας γίνεται εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, σημαίνουν ότι σε γενικές γραμμές η έρευνα εξυπηρετείται καλύτερα εντός του υπουργείου Παιδείας. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια η πρόσβαση σε ερευνητικά κονδύλια είναι από τις βασικές πηγές χρηματοδότησης συνολικά της ανώτατης εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης και της κάλυψης αναγκών σε προσωπικό.

Ο αντίλογος είναι ότι η έρευνα αφορά τη συνολικότερη αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας και πρέπει να ανοιχθεί ακόμη περισσότερο και στον ιδιωτικό τομέα. Βέβαια, η πραγματικότητα είναι ότι οι κύριοι φορείς απορρόφησης ευρωπαϊκής ερευνητικής δαπάνης στη χώρα μας παραμένουν τα δημόσια εκπαιδευτικά και ερευνητικά κέντρα και αυτά είναι που έχουν συνήθως και την πρωτοβουλία για τυχόν συμπράξεις και με ιδιωτικούς φορείς.

Όλα αλλάζουν και όλα ίδια μένουν

Η εμπειρία έχει δείξει πάντως ότι οι αναδιατάξεις υπουργείων συχνά σημαίνουν τη μεταφορά αρμοδιοτήτων και υπηρεσιών που διατηρούν τελικά την αρχική τους αυτοτέλεια, χωρίς κάποιες μεγαλύτερες συνέργειες ή συνθέσεις, μέχρις ότου μια επόμενη «μεταρρύθμιση» τις επαναφέρει στην προηγούμενη κατάσταση.

Άλλωστε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι τα προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων και των φορέων διακυβέρνησης, δεν αφορούν τόσο τη δομή, όσο τη στελέχωση, την κάλυψη οργανικών κενών, την τεχνολογική υποστήριξη.

in

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.