Η διαφαινόμενη απόφαση των Ανεξάρτητων Ελλήνων να μην κατέβουν στις επικείμενες εκλογές συμπίπτει με την παραίτηση του Σταύρου Θεοδωράκη από την ηγεσία του Ποταμιού, με παράλληλη πρόταση να μην κατέβουν αυτόνομα στις εκλογές, και τη διάλυση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ένωσης Κεντρώων.

Είναι προφανές ότι όλα αυτά συμπυκνώνουν μια νέα πολιτική συγκυρία που εκτός όλων των άλλων σφραγίζεται και από την κρίση μιας σειρά κομμάτων που διεκδίκησαν χώρο στο πολιτικό σκηνικό, φάνηκε να τον κατακτούν και στη συνέχεια να τον χάνουν υπό την πίεση των νέων πολώσεων που εμφανίζονται αλλά και της ίδιας της αλλαγής των πολιτικών και κοινωνικών δυναμικών.

Η άνοδος και η πτώση των Ανεξάρτητων Ελλήνων

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά νέα δημιουργήματα της περιόδου των Μνημονίων αλλά και έκφραση των μεγάλων πολιτικών ανακατατάξεων που επέφερε αυτή η νέα πραγματικότητα.

Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ που προϋπήρχε ως πολιτικός σχηματισμός και είχε βαθιές ρίζες σε ιστορικά ρεύματα όπως η ανανεωτική αριστερά, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ήταν όντως δημιούργημα του «αντιμνημονιακού κινήματος» και κατάφεραν να εκπροσωπήσουν ένα υπαρκτό τμήμα του ακροατηρίου της ΝΔ κυρίως που ήθελε να εκφράσει την αντίθεσή του στα Μνημόνια.

Ο Πάνος Καμμένος κατάφερε έτσι να βρει έναν κρίσιμο πολιτικό χώρο υποδοχής της δυσαρέσκειας δεξιών ψηφοφόρων, να τον κρατήσει μέχρι και το Σεπτέμβρη του 2015 και να τον χάσει ουσιαστικά όταν βρέθηκε για τέσσερα χρόνια να στηρίζει μνημόνια και στο τέλος να είναι τμήμα της κυβέρνησης που υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Άλλωστε, στο νέο τοπίο της πόλωσης ανάμεσα στην μεταμνημονιακή κεντροδεξιά της ΝΔ και τη μεταμνημονιακή κεντροαριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον δεν υπήρχε χώρος για μια αντιμνημονιακή δεξιά που είχε εφαρμόσει μνημόνια.

Στη διαδρομή πάντως διαμόρφωσε έναν πολιτικό λόγο που συνδύαζε μια ιδιότυπα συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας με στοιχεία πατριωτικού κιτς, στοιχείο που εξηγεί και γιατί ένα μέρος της επιρροής των ΑΝΕΛ μετατοπίστηκε στην πολύ πιο ακροδεξιά και ακόμη πιο συνωμοσιολογική ρητορική της «Ελληνικής Λύσης» του Κυριάκου Βελόπουλου.

Το Πόταμι που στέρεψε μέσα στην πόλωση

Η εμφάνιση του Ποταμιού ήταν επίσης ένα σύμπτωμα των πολιτικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων της περιόδου μετά το 2010.

Το κενό που ήρθε να καλύψει ήταν αυτό συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων που δεν ήθελαν με τίποτα να ταυτιστούν με αυτό που είχε καταγραφεί ως αντιμνημονιακό κίνημα και που παρ’ όλο που στήριζαν πλευρές των μνημονιακών πολιτικών δεν μπορούσαν να εκπροσωπηθούν από τον Αντώνη Σαμαρά και τη ΝΔ ούτε και από το τότε ΠΑΣΟΚ.

Μίγμα διαφορετικών ρευμάτων, από ανοιχτά νεοφιλελεύθερα, έως τμήμα της ανανεωτικής αριστεράς το Ποτάμι ταλαντευόταν διαρκώς ανάμεσα σε μια ταυτότητα «ακραίου Κέντρου», δηλαδή μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής και μιας νέας κεντροαριστεράς, χωρίς πάντα να πετύχει μια συνοχή, έστω και εάν δοκίμασε μια πολιτική ρητορική και αισθητική που προσέγγιζε τις αναζητήσεις ιδίως μορφωμένων μεσοστρωμάτων.

Το Ποτάμι κατάφερε να αντέξει τρεις εκλογικές μάχες, όμως και αυτό βρέθηκε αντιμέτωπο με τον αναδυόμενο νέο δικομματισμό. Κατά μία ειρωνεία της ιστορίας ήταν η προσπάθειά του να απαντήσει στο διπολισμό μέσα από τη διαμόρφωση μιας νέας κεντροαριστεράς που αποτέλεσε τον καταλύτη της δικής του οργανωτικής και πολιτικής κρίσης.

Γιατί μπορεί ο Σταύρος Θεοδωράκης και ένα μέρος της ηγεσίας να αναδιπλώθηκαν στη γραμμή της αυτόνομης πορείας, εντούτοις άλλα στελέχη κυρίως προτίμησαν να αναζητήσουν πολιτική στέγη σε άλλους χώρους.

Το τέλος του κοινοβουλευτικού δρόμου για την Ένωση Κεντρώων

Η Ένωση Κεντρώων δεν είναι πρόσφατο δημιούργημα. Αντίθετα, το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη έχει διανύσει μια διαδρομή αρκετών χρόνων, με αυτό το μίγμα κεντρώων και δεξιών αντιλήψεων και φυσικά τη ρητορική του ηγέτη του.

Όμως, ήταν προς το τέλος της περιόδου 2010-2015 που κατάφερε να κάνει το καθοριστικό βήμα και το Σεπτέμβρη του 2015 να βρεθεί στη Βουλή.

Και το έκανε αυτό εισπράττοντας μια διάχυτη και μάλλον δεξιάς προέλευσης ψήφο αποδοκιμασίας των υπολοίπων κομμάτων.

Κατεξοχήν κόμμα χωρίς ιδεολογική συνοχή, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι ορισμένοι πολιτευτές του το προσέγγισαν λόγω της κοινοβουλευτικής του προοπτικής, παρά της προγραμματικής του επάρκειας, η Ένωση Κεντρώων θα βρεθεί εξαρχής πιεσμένη μέσα από την άνοδο του νέου δικομματισμού και αυτό θα εκφραστεί και στο αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα που είχε. Λογικά θα συνεχίσει να παρεμβαίνει στις εκλογές, όμως δύσκολα θα μπορέσει να επαναλάβει την επιτυχία του 2015.

Η κρίση των σχημάτων στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ

Όμως και στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκαν φαινόμενα αποσυσπείρωσης στα εκλογικά αποτελέσματα.

Η Λαϊκή Ενότητα, με επικεφαλής τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, που είχε μείνει  εκτός Βουλής το 2015 για λίγες χιλιάδες ψήφους, αυτή τη φορά παίρνει 0,56% αποτυγχάνοντας να αποτελέσει πόλο υποδοχής της δυσαρέσκειας από την πολιτική του κυβερνώντος κόμματος, παρότι παραμένει μια αρκετά μαζική δύναμη της αριστεράς.

Αλλά και η Πλεύση Ελευθερίας της κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου, παρότι πήγε καλύτερα από ό,τι η ΛΑΕ δεν κατάφερε να διαμορφώσει χαρακτηριστικά ρεύματος παρά την πολύ μεγάλη αναγνωρισιμότητα της πρώην Προέδρου της  Βουλής.

Τα όρια των κομμάτων που τα γεννούν μεταβατικές καταστάσεις

Τα περισσότερα από τα κόμματα που μόλις σχολιάσαμε είναι κόμματα που γεννήθηκαν σε μεταβατικές ή ακόμη και μεταιχμιακές καταστάσεις. Καταστάσεις, δηλαδή, όπου αποδιαρθρώνονται προηγούμενες πολιτικές αναγνωρίσεις και εκπροσωπήσεις και αναδύθηκαν νέες διαιρετικές γραμμές.

Σε τέτοιες περιόδους τα παραδοσιακά κόμματα περνούν βαθιά κρίση και αυτό διαμορφώνει περιθώρια σε διάφορα σημεία του πολιτικού χάρτη να εμφανιστούν νέοι σχηματισμοί που εκφράζουν πολιτικά «αιτήματα της στιγμής».

Όταν, όμως, παγιωθούν οι νέοι σχηματισμοί και σταθεροποιηθούν οι διαχωριστικές γραμμές τότε συχνά στενεύουν και τα περιθώρια για αυτά τα κόμματα. Εάν έχουν κατοχυρώσει ένα χώρο και έχουν οικοδομήσει βαθύτερους πολιτικούς δεσμούς με σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος, τότε επιβιώνουν, διαφορετικά υποχωρούν ή και εξαφανίζονται.

Η πίεση από το νέο δικομματισμό

Η περίοδος που διανύουμε δεν έχει πια την ίδια ρευστότητα. Ουσιαστικά η εμπέδωση του τρίτου μνημονίου και η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ άνοιξαν το δρόμο για μια νέα πολιτική συνθήκη που σφραγίζεται από την αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κατά βάση πόλους. Έναν κεντροδεξιό που ορίζεται κυρίως από την παρουσία της ΝΔ και έναν κεντροαριστερό όπου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που τον καταλαμβάνει, ιδίως μετά την αποτυχία του ΚΙΝΑΛΛ να γίνει το πεδίο ανασύνθεσης της νέας κεντροαριστεράς.

Αυτός ο δικομματισμός δεν έχει φυσικά την κλίμακα που είχε σε άλλες στιγμές της πολιτικής ζωής, όταν το άθροισμα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ξεπερνούσε το 80% και αφήνει αρκετά περιθώρια για την εμφάνιση και άλλων κομμάτων ή για τη διατήρηση άλλων όπως το ΚΙΝΑΛΛ. Αυτό π.χ. μπορεί να εξηγήσει το εκλογικό αποτέλεσμα της Ελληνικής Λύσης στην ακροδεξιά πλευρά του πολιτικού χάρτη όπως και το ποσοστό του ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη προς τα αριστερά. Το περιθώριο εμφάνισης νέων κομμάτων εντείνεται και από το ότι οι δεσμοί των πολιτών με τα κόμματα και οι πολιτικοϊδεολογικές αναγνωρίσεις τους δεν είναι το ίδιο «οργανικές» με το παρελθόν.

Όμως, η ίδια συνθήκη πιέζει κόμματα που μπορεί να άφησαν το προηγούμενο διάστημα το στίγμα τους, όμως σήμερα βλέπουν τα μέλη τους να πολώνονται προς τους φορείς του νέου δικομματισμού.

Όλα αυτά αποτελούν και εκφράσεις μιας συνολικότερης πολιτικής και κοινωνικής συνθήκης όπου τα πραγματικά περιθώρια για διαφορετικές πολιτικές στενεύουν, όπου πεδία ολόκληρα «αφαιρούνται» από την πολιτική αντιπαράθεση, όπου ζητήματα ταυτοτήτων ή ύφους και ήθους της εξουσίας αποκτούν μεγαλύτερη σημασία και όπου δεν υπάρχουν ισχυρά ιδεολογικά προτάγματα ικανά να εμπνεύσουν τους πολίτες. Αυτό γεννά μια «δομική» ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό και εξηγεί και την ευκολότερη παρά ποτέ ρευστοποίηση κομμάτων.

in

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.