Με υπουργική απόφαση διευρύνεται η δυνατότητα ελέγχου των αρµόδιων υπηρεσιών και πέρα από λογαριασµούς, καταθέσεις και επενδύσεις

Τρύπες στη φορολογική νοµοθεσία που επιτρέπουν την απόκρυψη εισοδήµατος αλλά και την αποφυγή κατασχέσεων εναντίον οφειλετών του Δηµοσίου επιχειρεί να κλείσει το υπουργείο Οικονοµικών.

Με απόφαση που υπέγραψε η υφυπουργός Οικονοµικών, αρµόδια για τα φορολογικά, Κατερίνα Παπανάτσιου, διευρύνεται το πεδίο εφαρµογής του Συστήµατος Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασµών και Λογαριασµών Πληρωµών, γνωστού και ως Μητρώου Καταθετών.



Στο Μητρώο θα περιλαµβάνονται πλέον και στοιχεία τα οποία έλειπαν και δεν επέτρεπαν στις φοροελεγκτικές υπηρεσίες να συνθέσουν το πλήρες περιουσιακό και εισοδηµατικό προφίλ κάθε φορολογούµενου. Ειδικότερα, µε την απόφαση οι τράπεζες, όταν τους ζητηθεί από τις φορολογικές υπηρεσίες, θα πρέπει να παράσχουν (εκτός από τις βασικές πληροφορίες για τους λογαριασµούς και τις καταθέσεις-επενδύσεις που διαθέτει κάθε φορολογούµενος) και τα στοιχεία για τυχόν µισθωµένες τραπεζικές θυρίδες που διαθέτει, όπως και την αναλυτική κίνηση των δανείων που έχει λάβει. Επιπλέον, θα πρέπει να δίνονται στις φορολογικές υπηρεσίες και τα στοιχεία τυχόν λογαριασµών που διαθέτει σε ειδικούς φορείς πληρωµών, όπως είναι οι λογαριασµοί τύπου κουµπαρά για την πραγµατοποίηση αγορών µέσω ∆ιαδικτύου.

Πλέον, µε τη διεύρυνση των δεδοµένων που θα αποστέλλουν οι τράπεζες, η φορολογική διοίκηση θα έχει στη διάθεσή της τα εξής στοιχεία των φορολογουµένων:

  • Τον αριθµό των τραπεζικών λογαριασµών καταθέσεων, τα υπόλοιπα και τις κινήσεις τους για συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα που ζητείται.
  • Τις προθεσµιακές καταθέσεις των φορολογουµένων µε τα αναλυτικά ποσά τους.
  • Τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί σε κάθε φορολογούµενο καθώς και την ανάλυση των πληρωµών και µεταβολών που έχουν γίνει για αυτά.
  • Τους επενδυτικούς λογαριασµούς που τηρεί κάθε φορολογούµενος σε τράπεζες, όπως είναι οι λογαριασµοί χρεογράφων κάθε είδους.
  • Τις µισθωµένες τραπεζικές θυρίδες που έχει ο φορολογούµενος σε κάθε τράπεζα.
  • Τους λογαριασµούς πληρωµών που διαθέτει σε ειδικούς φορείς πληρωµών.

Χρήση στοιχείων Τα παραπάνω δεδοµένα θα χρησιµοποιηθούν από τις φορολογικές υπηρεσίες για µια σειρά ελέγχων και διαδικασιών που έχουν ως κοινό στόχο την καταπολέµηση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων µέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Ειδικότερα, τα στοιχεία χρησιµοποιούνται:

  1. Για τον έλεγχο και τον υπολογισµό της λεγόµενης αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας των φορολογουµένων. Με βάση τα στοιχεία οι ελεγκτικές υπηρεσίες, όπως το Κέντρο Φορολογουµένων Μεγάλου Πλούτου, υπολογίζουν το ποσό των καθαρών εισροών στους τραπεζικούς ή επενδυτικούς λογαριασµούς του ελεγχόµενου σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο, όπως, για παράδειγµα, για τρία έτη. Στη συνέχεια συγκρίνουν το ποσό των καθαρών εισροών µε τα εισοδήµατα που έχει δηλώσει ο φορολογούµενος στις φορολογικές του δηλώσεις, Εφόσον υπάρχει αρνητική απόκλιση, δηλαδή χαµηλότερα δηλωθέντα εισοδήµατα από τα ποσά που κατατέθηκαν στους τραπεζικούς ή επενδυτικούς λογαριασµούς του ελεγχόµενου, τότε η διαφορά θεωρείται αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, η οποία φορολογείται µε την κλίµακα φορολόγησης που ίσχυε κατά το έτος απόκτησης του εισοδήµατος µαζί µε τις νόµιµες επιβαρύνσεις εκπρόθεσµης καταβολής. Στον υπολογισµό της αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας θα µπορεί να προσµετράται και το περιεχόµενο τραπεζικών θυρίδων που θα ανοίγουν κατόπιν απόφασης της φορολογικής διοίκησης στις περιπτώσεις ενδείξεων µεγάλης φοροδιαφυγής (π.χ. άνω των 150.000 ευρώ).
  2. Για τον εντοπισµό φορολογουµένων οι οποίοι θα τεθούν στο µικροσκόπιο του φορολογικού ελέγχου. Με βάση τα στοιχεία από το Μητρώο Καταθετών η φορολογική διοίκηση θα σταθµίζει µια σειρά παραγόντων προκειµένου να εκδώσει εντολή φορολογικού ελέγχου για έναν φορολογούµενο. Για παράδειγµα, η µίσθωση τραπεζικής θυρίδας σε συνδυασµό µε την άσκηση ελευθέριου επαγγέλµατος και την ύπαρξη πολλαπλών τραπεζικών λογαριασµών µε αξιόλογες κινήσεις ποσών θα µπορούσε να αποτελεί κριτήριο για την έκδοση εντολής φορολογικού ελέγχου για αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
  3. Για την αποτελεσµατικότερη «πολιορκία» φορολογουµένων οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσµες οφειλές προς το ∆ηµόσιο, αλλά η φορολογική διοίκηση δεν µπορεί να εντοπίσει εισοδήµατα ή καταθέσεις τους προκειµένου να προχωρήσει σε κατασχέσεις. Η Εφορία µε την κατάλληλη χρήση του θεσµικού πλαισίου θα επιχειρεί να δεσµεύει το περιεχόµενο τραπεζικών θυρίδων προκειµένου να αποπληρώνονται ληξιπρόθεσµες οφειλές των φορολογουµένων. Για τη συγκεκριµένη παρέµβαση, σύµφωνα µε πληροφορίες από τη φορολογική διοίκηση, απαιτείται αλλαγή του θεσµικού πλαισίου.
  4. Για τον εντοπισµό φορολογουµένων οι οποίοι προχωρούν σε αποπληρωµή δανείων (ολική ή µερική) ή απλώς εξυπηρετούν δάνειο που έχουν λάβει και δεν δηλώνουν τη δαπάνη προκειµένου να αποφύγουν το σχετικό τεκµήριο διαβίωσης

Πώς γίνεται ο έλεγχος για προσαύξηση περιουσίας – Οι τρεις τεχνικές 

Οι ελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑ∆Ε έχουν στη διάθεσή τους τρεις έµµεσες τεχνικές ελέγχου και προσδιορισµού του εισοδήµατος των ελεγχοµένων:

  1. Τεχνική της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογουµένου. Η τεχνική αυτή προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη αναλύοντας τα έσοδα (φορολογητέα και µη), τις αγορές και δαπάνες και τις αυξήσεις και µειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελµατικών, ατοµικών και οικογενειακών) του φορολογούµενου φυσικού προσώπου. Βασίζεται στη θεωρία ότι «κάθε υπέρβαση στοιχείων εξόδων σε σχέση µε τα στοιχεία εσόδων αντιπροσωπεύει µια υποεκτίµηση του φορολογητέου εισοδήµατος». Η διαφορά µεταξύ των δαπανών και του συνόλου του δηλωµένου και αφορολόγητου εισοδήµατος αποτελεί το µη δηλωµένο φορολογητέο εισόδηµα.
  2. Τεχνική της καθαρής θέσης του φορολογουµένου. Η τεχνική αυτή αναδηµιουργεί το οικονοµικό ιστορικό του φορολογούµενου φυσικού προσώπου και προσδιορίζει φορολογητέα ύλη, λαµβάνοντας υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιµα κεφάλαια, τις διάφορες απαιτήσεις , τις υποχρεώσεις, τις ατοµικές, οικογενειακές και επαγγελµατικές δαπάνες, ακόµα και τα εισοδήµατα από λοιπές πηγές. Βασίζεται στη θεωρία ότι «η αύξηση της καθαρής θέσης του φορολογουµένου κατά τη διάρκεια ενός φορολογικού έτους πρέπει να απορρέει από το φορολογητέο εισόδηµά του». Ο σκοπός της µεθόδου αυτής είναι να καθορίσει µέσω της µεταβολής της καθαρής θέσης αν ο φορολογούµενος αγοράζει στοιχεία του ενεργητικού, µειώνει το παθητικό ή κάνει δαπάνες µε κεφάλαια που δεν αναφέρονται ως φορολογητέο εισόδηµα.
  3. Τεχνική του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε µετρητά. Η τεχνική αυτή προσδιορίζει φορολογητέα ύλη παρακολουθώντας την κίνηση των (διαθεσίµων) κεφαλαίων του φορολογουµένου, του/της συζύγου και των προστατευόµενων µελών αυτών, είτε µε την κατάθεση αυτών σε χρηµατοπιστωτικούς λογαριασµούς είτε µε την ανάλωσή τους σε διάφορες συναλλαγές µε χρήση µετρητών. Είναι βασισµένη στη θεωρία ότι «αν ένας φορολογούµενος εισπράττει χρήµατα, είτε τα καταθέτει είτε τα δαπανά». Μπορεί να οδηγήσει στον εντοπισµό µη δηλωµένου εισοδήµατος όχι µόνο από τα ποσά και τη συχνότητα καταθέσεων, αλλά και διά εντοπισµού των πηγών των καταθέσεων. Με την τεχνική αυτή αναλύονται οι συνολικές καταθέσεις σε χρηµατοπιστωτικούς λογαριασµούς, τα διαθέσιµα, οι αγορές και οι δαπάνες σε µετρητά και συγκρίνονται µε τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.

ethnos

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.