Τον βίο αβίωτο είχε κάνει μία εισπρακτική εταιρεία σε έναν ιδιωτικό υπάλληλο για χρέος πιστωτικής κάρτας 1.500 ευρώ, με αποτέλεσμα εκείνος να κινηθεί νομικά και να κερδίσει χρηματική αποζημίωση 7.500 ευρώ μαζί με τους τόκους και τα δικαστικά έξοδα.
Η απόφαση εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας (11146/2018) και είναι τελεσίδικη καθώς υιοθέτησε προηγούμενη του Ειρηνοδικείου της Αθήνας, απορρίπτοντας παράλληλα την έφεση της τράπεζας
Όπως προέκυψε, η εισπρακτική εταιρία ήταν ουσιαστικά δικηγορικό γραφείο, στο οποίο η τράπεζα είχε χορηγήσει τα προσωπικά στοιχεία και τα τηλέφωνα επικοινωνίας του δανειολήπτη, εν αγνοία του.
Την υπόθεση εκ μέρους του δανειολήπτη χειρίστηκε η δικηγόρος Άνθια Κορέλα, η οποία δήλωσε ότι : «Το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο – εισπρακτική εταιρεία, καλούσε καθημερινά και επανειλημμένα τον πελάτη μας στο χώρο εργασίας του, με σκοπό να αποπληρώσει μια προηγούμενη οφειλή του από την πιστωτική κάρτα, προκαλώντας ψυχική αναστάτωση αλλά και προβλήματα στον χώρο εργασίας του».
Το έτος 2008 ο ως άνω δανειολήπτης αιτήθηκε από την τράπεζα τη χορήγηση πιστωτικής κάρτας και γνωστοποίησε σε αυτή τα απλά προσωπικά δεδομένα του, που ήταν αναγκαία για την κατάρτιση της αντίστοιχης σύμβασης, δηλαδή το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, ημερομηνία γέννησης, αριθμό δελτίου ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου και επάγγελμα. Επίσης το 2010, με τη συμπλήρωση εντύπου μεταβολής στοιχείων φυσικού προσώπου χορήγησε ως στοιχεία επικοινωνίας, τα στοιχεία της εργοδότριας εταιρείας του.
Εν συνεχεία, η τράπεζα, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του δανειολήπτη, διαβίβασε σε δικηγορικό γραφείο τα ως άνω (απλά) προσωπικά δεδομένα του ως και το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής του και ακολούθησαν τηλεφωνήματα στην εργασία του δανειολήπτη, γνωστοποιώντας σε συναδέλφους του την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής εκ μέρους του. «Ο δανειολήπτης το 2015 κοινοποίησε στην τράπεζα εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση, ζητώντας να παύσει οποιαδήποτε όχληση και διάθεση των προσωπικών του δεδομένων, γεγονός το οποίο αγνόησε η τράπεζα και συνέχισε να τον οχλεί» λέει η κ. Κορέλα.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, η τράπεζα δεν απέδειξε ότι είχε προβεί σε ενημέρωση του δανειολήπτη πριν από τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στο δικηγορικό γραφείο, ούτε ότι υπήρξε η ειδική και ρητή συναίνεση του δανειολήπτη προς αυτήν.
Επιπλέον, ακόμα και αν ο δανειολήπτης είχε χορηγήσει τη συγκατάθεσή του, αυτή ανακλήθηκε με την επίδοση του ως άνω εξωδίκου προς την τράπεζα.
Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι το δικηγορικό γραφείο, που ήταν μεν γνωστό σε εκείνη, όχι όμως στον δανειολήπτη, δεν ενήργησε ως δικηγορικό γραφείο, που τον όχλησε προκειμένου να διερευνήσει την πιθανότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς – περίπτωση κατά την οποία σύμφωνα με το νόμο δε θα απαιτούνταν προηγούμενη συγκατάθεσή του – αλλά ενήργησε ως εταιρεία ενημέρωσης, τόσο με τα συνεχόμενα τηλεφωνήματα στο χώρο εργασίας του, όσο και με τη γνωστοποίηση σε τρίτους (συναδέλφους) του των στοιχείων του.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ψυχικής αναστάτωσης στον δανειολήπτη, ειδικά στον χώρο της εργασίας του, και με αυτό το σκεπτικό το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (όπως και το πρωτοβάθμιο) έκρινε ως δίκαιη την επιδίκαση αποζημίωσης για ηθική βλάβη της τάξεως των 6.000 ευρώ που με τους τόκους και τα δικαστικά έξοδα έφτασε τις 7.500.
«Ο ισχυρισμός δε της τράπεζας -αναφέρει η κ. Κορέλα- περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος, επειδή παρείχε ως στοιχεία επικοινωνίας του το τηλέφωνο της εργοδότριας εταιρείας του αυτοβούλως και συνεπώς συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο δέχτηκε ότι η ενημέρωση των στοιχείων επικοινωνίας του σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμεί με συγκατάθεση διαβίβασης και επεξεργασίας τους».
dikastiko