Σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος, η στάθμη της θάλασσας στην Ελλάδα ανεβαίνει κατά 3 mm τον χρόνο όταν η μέση άνοδος σε παγκόσμιο επίπεδο διαμορφώνεται στα +3,2 mm
Στο επίκεντρο επιστημόνων, δορυφορικών οργάνων και γεωλογικών μελετών έχουν τεθεί εδώ και δύο εβδομάδες τρεις περιοχές της Ελλάδας: ο Θερμαϊκός Κόλπος, οι ακτές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου και το Δέλτα του Εβρου.
Οι επιστήμονες αναζητούν για πρώτη φορά με πραγματικά δεδομένα τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν αυτές οι παράκτιες περιοχές από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Θα το πετύχουν μέσω μιας καινοτόμας, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, έρευνας που έρχεται να συνυπολογίσει τη μεταβολή στη στάθμη των υδάτων και τις αλλοιώσεις που έχουν επέλθει στα εδάφη των παράκτιων περιοχών εξαιτίας γεωδυναμικών φαινομένων.
Σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος, η στάθμη της θάλασσας στην Ελλάδα ανεβαίνει κατά 3 mm τον χρόνο όταν η μέση άνοδος σε παγκόσμιο επίπεδο διαμορφώνεται στα +3,2 mm. Κανείς, όμως, δεν ξέρει πόσο έχουν βυθιστεί οι ακτές! Επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος, το οποίο αναμένεται να διαρκέσει 15 μήνες, είναι ο Ισαάκ Παρχαρίδης, αναπληρωτής καθηγητής Τηλεπισκόπησης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Η κίνηση
Ο Ισαάκ Παρχαρίδης εξηγεί στα «ΝΕΑ» ότι «σε μια χώρα όπως η Ελλάδα η οποία χαρακτηρίζεται από έντονα γεωδυναμικά στοιχεία δεν αρκεί μόνο να μιλάμε για τη στάθμη της θάλασσας, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε και τη σχετική κίνηση, δηλαδή την κίνηση της θάλασσας σε σχέση με το πώς συμπεριφέρεται η ακτή. Γενικώς γνωρίζουμε ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να έχουμε άνοδο της ακτής (είναι κάτι που μπορεί να συμβεί εξαιρετικά σπάνια εξαιτίας σεισμικών φαινομένων), συνήθως έχουμε υποχώρηση των εδαφών. Ξέρουμε, επίσης, ότι σε παγκόσμια κλίμακα στις παράκτιες περιοχές παρατηρείται συνήθως το φαινόμενο της πύκνωσης των ιζημάτων, δηλαδή οι ακτές υφίστανται καθίζηση επειδή τα ιζήματα μειώνουν τον όγκο τους. Αρα, αν έχουμε μια σχετική ανύψωση της θάλασσας και ταυτόχρονα έχουμε και καθίζηση του εδάφους, το αποτέλεσμα δραματοποιείται».
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μεγάλο μήκος ακτών στις οποίες αναπτύσσονται πολλές και ποικίλες δραστηριότητες, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη της χαρτογράφησης των κινδύνων που αντιμετωπίζει η παράκτια ζώνη εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα, η Ανατολική Μεσόγειος (στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα) εμφανίζει τον υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου στη στάθμη της θάλασσας με σημαντικές μεταβολές, όπως αποδεικνύουν οι μετρήσεις των δορυφόρων αλτιμετρίας.
Δορυφορικά
«Επιλέξαμε το Δέλτα του Εβρου, το οποίο ανήκει εν μέρει στην Ελλάδα και εν μέρει στην Τουρκία, όμως εμείς με τα δορυφορικά δεδομένα θα το παρατηρήσουμε ανεξάρτητα από σύνορα. Επιλέξαμε τον Θερμαϊκό Κόλπο επειδή έχει μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση και βιομηχανικές ζώνες και τέλος την παράκτια περιοχή της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Ενα βασικό κριτήριο για την επιλογή μας ήταν οι τιμές ανόδου της στάθμης της θάλασσας την προηγούμενη δεκαετία στις συγκεκριμένες περιοχές» λέει ο Παρχαρίδης.
«Καλούμαστε να δούμε τι συμβαίνει σε αυτές ως προς το φαινόμενο που σας περιέγραψα και ταυτόχρονα να δούμε ποια χρήση γης έχουμε εκεί – δηλαδή είναι ζώνες Natura; Είναι περιοχές υψηλής πληθυσμιακής συγκέντρωσης ή περιοχές με έντονη τουριστική ή βιομηχανική δραστηριότητα; Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να γίνει και μια «αποτύπωση» των οικονομικών συνεπειών του φαινομένου, υπό την έννοια ότι διερευνούμε τι είναι αυτό που εκτίθεται στον κίνδυνο» συμπληρώνει.
Η καινοτομία του συγκεκριμένου έργου έγκειται στο ότι δεν έχει εφαρμοστεί σε πολλές περιοχές στο εξωτερικό. Μπορεί οι επιστήμονες να έχουν στη διάθεσή τους τα στοιχεία για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας σε παγκόσμια κλίμακα, όμως ο συνδυασμός τους με την πραγματική συμπεριφορά των ακτών δεν έχει γίνει πολλές φορές. «Αυτό ακριβώς θα κάνουμε» λέει ο Ισαάκ Παρχαρίδης. «Θα λάβουμε τις μετρήσεις από τους δορυφόρους, θα προσθέσουμε σε αυτές τις δικές μας μετρήσεις για τις παράκτιες ζώνες και θα δούμε τον πραγματικό κίνδυνο που προκύπτει». Τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας, η οποία χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ στο πλαίσιο της συγκράτησης νέων επιστημόνων στην Ελλάδα, αναμένονται σε περίπου 10 μήνες.
Ροββά Κατερίνα στα Νέα