Το τυπικό τέλος των μνημονίων σημαίνει και την ώρα του απολογισμού του τεράστιου κοινωνικού κόστους αυτής της περιόδου
Αν ο ανομολόγητος στόχος των μνημονίων ήταν να αλλάξουν το κοινωνικό προφίλ της Ελλάδας, τότε μάλλον πέτυχαν. Όμως, το κόστος ήταν και παραμένει τεράστιο.
Η Ελλάδα του 2018 είναι μια χώρα πολύ διαφορετική από αυτή του 2008, την πρώτη χρονιά της οικονομικής κρίσης ή του 2010 της χρονιάς που ψηφίστηκε το πρώτο μνημόνιο και αυτό μπορεί να φανεί από μερικά δεδομένα.
Οικονομική συρρίκνωση
Καταρχάς, η ελληνική οικονομία υπέστη μια συρρίκνωση χωρίς προηγούμενο από την οποία ακόμη δεν έχει συνέλθει. Το 2009, ακριβώς πριν από την εφαρμογή των μνημονίων το ΑΕΠ της χώρας ήταν σε τρέχουσες τιμές στα 237,534 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2017 ήταν στα 177,735 δισεκατομμύρια ευρώ. Για να δώσουμε και ένα ακόμη μέτρο σύγκρισης, το γ’ τρίμηνο του 2017 το ΑΕΠ ήταν 25,6% χαμηλότερο από το α’ τρίμηνο του 2008.
Χρειάζεται να πάμε στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 ή στις επιπτώσεις μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων για να δούμε ανάλογα αποτελέσματα.
Εκτίναξη της ανεργίας και της ελαστικής απασχόλησης
Η συρρίκνωση αυτή δεν είναι απλώς μια στατιστική αλλά αφορούσε και με έναν πολύ υλικό τρόπο τις ζωές των ανθρώπων. Καταρχάς είχαμε μια εκτίναξη της ανεργίας. Τον Ιούλιο του 2013 είχαμε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (εποχιακά σταθμισμένο) στο 27,9% και μόλις τον Μάιο του 2018 κατάφερε να υποχωρήσει κάτω από το «ψυχολογικό» όριο του 20%, στο 19.5%, ένα ποσοστό που παραμένει εξαιρετικά υψηλό, εάν συνυπολογίσουμε ότι το πόσο μεγάλο είναι το ποσοστό ανεργίας των νέων. Η ανεργία υποχωρεί αλλά όλα δείχνουν ότι θα χρειαστεί άλλη μια πενταετία για να βρεθούμε στα προ κρίσης επίπεδα.
Όμως, δεν αυξήθηκε μόνο η ανεργία αλλά και η ελαστική εργασία. Είναι ενδεικτικό ότι στην περίοδο 2011-2017 η ανεργία αυξήθηκε κατά 24,6%, όμως η μερική απασχόληση αυξήθηκε ακόμη περισσότερο κατά 39%.
Μάλιστα, η όποια αύξηση στην απασχόληση κυρίως αφορά θέσεις μερικής απασχόλησης. Είναι ενδεικτικό ότι με βάση τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, στο πρώτο 7μηνο του 2018, θέσεις πλήρους απασχόλησης ήταν μόλις το 48,35% των νέων θέσεων απασχόλησης ενώ το 39,23% είναι μερικής απασχόλησης και το 12,43% αφορά θέσεις εκ περιτροπής εργασίας.
Και βέβαια θέσεις μερικής απασχόλησης σημαίνει και θέσεις κακοπληρωμένες. Στο τέλος του 2017 ο μέσος μηνιαίος μισθός των απασχολούμενων με σχέσεις μερικής απασχόλησης λίγο πιο κάτω από τα 400 ευρώ. Μάλιστα το 2016, το 30% των εργαζομένων με μερική απασχόληση βρισκόταν εντός του επίσημου ορισμού της σχετικής φτώχειας.
Μισθολογική υποβάθμιση
Η μισθολογική υποβάθμιση ήταν ένα μόνιμο στοιχείο των μνημονίων. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή ήταν βασική πλευρά της στρατηγικής της «εσωτερικής υποτίμησης», σύμφωνα με την οποία εφόσον μια χώρα δεν μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της μέσα σε μια νομισματική ένωση, μπορεί να μειώσει τους πραγματικούς μισθούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ στον ιδιωτικό τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, το οποίο ανέρχεται πλέον σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,5% το 2017 από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί δραστικά, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 16,8% το 2017 (από 35,7% το 2009).
Αλλά και στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα παρατηρούμε συνθήκη μισθολογικής υποβάθμισης. Πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται πλέον σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009). Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2107 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009).
Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat to ανά ώρα κόστος της εργασίας (μισθολογικό και μη μισθολογικό) ανήλθε στην Ελλάδα το 2017 στα 14,5, όταν στην ευρωζώνη ήταν κατά μέσο όρο στα 30,3 ευρώ.
Συνταξιούχοι τα μεγάλα θύματα
Αντίστοιχες ήταν και οι μειώσεις των συντάξεων. Ξεκινώντας από την κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα για τους συνταξιούχους που προηγήθηκαν των ίδιων των Μνημονίων, οι συνταξιούχοι είχαν 23 μειώσεις των συντάξεών τους μέσα σε ένα διάστημα 7 ετών και έπονται και οι μειώσεις των συντάξεων του 2019.
Έχει υπολογιστεί ότι οι συνταξιούχοι έχασαν περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2017 και αναμένεται να χάσουν αρκετά ακόμη με το επόμενο πακέτο περικοπών που αφορούν την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς».
Την ίδια περίοδο η οικονομική ύφεση, η συρρίκνωση της απασχόλησης, άρα και της ασφαλιστικής βάσης, αλλά και μέτρα όπως το διαβόητο PSΙ του 2012, που σήμαινε πολύ μεγάλο «κούρεμα» στα αποθεματικά τους, όλα αυτά είχαν ως συνέπεια την απώλεια δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ από το ασφαλιστικό σύστημα.
Οι απώλειες αυτές των συνταξιούχων δεν αφορούν στενά μόνο το δικό τους εισόδημα και κατανάλωση. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα έχουμε πολύ έντονη αλληλεγγύη εντός της οικογένειας και αυτό σημαίνει ότι οι μειώσεις των συντάξεων σήμαιναν και μεγάλη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και για τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών των συνταξιούχων.
Μια κοινωνία φτωχότερη
Αυτό αποτυπώθηκε και στην αποπτώχευση της κοινωνίας. Η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% το 2009 σε 23,1% το 2013 για να υποχωρήσει το 2016 στο 21,2%. Η βελτίωση αυτή είχε να κάνει με τη μικρή υποχώρηση της ανεργίας και την μέτρα όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Όμως, αυτή η μέτρηση στηρίζεται σε έναν ορισμό της σχετικής φτώχειας που περιλαμβάνει τα άτομα των οποίων το εισόδημα ανέρχεται έως το 60% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος του πληθυσμού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Στο βαθμό που στην Ελλάδα είχαμε ούτως ή άλλως μεγάλη μείωση μισθών και εισοδημάτων ένας τέτοιος δείκτης ίσως να μη δείχνει το μέγεθος του προβλήματος.
Όπως προτείνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εάν διαλέξουμε μια διαφορετική μεθοδολογία η εικόνα είναι διαφορετική. Αν για παράδειγμα διαλέξουμε ως διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα εκείνο του 2008, την χρόνια που έχουμε μόλις τα πρώτα σημάδια της κρίσης, τότε διαπιστώσουμε ότι το ποσοστό σχετικής φτώχειας το 2016 ήταν στο 47,8%. Δηλαδή, με τα κριτήρια εισοδημάτων που είχαμε το 2008, το 2016 περίπου το μισό του πληθυσμού εξακολουθούσε να βρίσκεται σε συνθήκη σχετικής φτώχειας.
Αυτή η εικόνα αποπτώχευσης αποτυπώνεται και στην δαπάνη των νοικοκυριών. Σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, το 2016 (τελευταία χρονιά με διαθέσιμα στοιχεία) η συνολική δαπάνη των νοικοκυριών υποχώρησε κατά 2,5% σε σχέση με το 2015. Όμως, πιο μεγάλο ενδιαφέρον έχει η κατανομή της δαπάνης: το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,7%) και ακολουθούν η στέγαση (13,8%) και οι μεταφορές (12,9%). Μόνο στη Βουλγαρία συναντάμε υψηλότερο μερίδιο των δαπανών να πηγαίνει στη διατροφή.
Η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα
Η συνολική ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα τροποποιήθηκε συνολικά στην περίοδο των Μνημονίων.
Καταρχάς έχει μειωθεί κατά 30% ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, κάτι που έχει οδηγήσει και σε σημαντικές διαμαρτυρίες από κλάδους όπως της Υγείας, όπου οι συνδικαλιστικές ενώσεις διαμαρτύρονται για πολύ μεγάλες ελλείψεις προσωπικού.
Αντίστοιχα, αισθητή είναι και η συνολική μείωση των δαπανών για κλάδους όπως η υγεία, παρά τη μικρή αύξηση της δημόσιας δαπάνης μετά το 2015, την επιβάρυνση των νοικοκυριών να παραμένει σε υψηλά ποσοστά (34,3% το 2016).
Όμως, δεν είναι μόνο η συρρίκνωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα αλλά και το μεγάλο κύμα ιδιωτικοποιήσεων που συνέβαλαν σε αυτή την τάση. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στην περίοδο που συζητάμε ανάμεσα στα άλλα ιδιωτικοποιήθηκαν 14 περιφερειακά αεροδρόμια, τα δύο μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας (ΟΛΠ και ΟΛΘ), τμήμα του ΑΔΜΗΕ, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ο ΔΕΣΦΑ, προχώρησε η επένδυση στο Ελληνικό, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται μια σειρά από μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις από την Εγνατία Οδό έως λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Η υποχώρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων
Όμως, δεν είχαμε μόνο επιδείνωση της οικονομικής θέσης των εργαζομένων αλλά και αναίρεση δικαιωμάτων.
Εάν από τη μεταπολίτευση έως τη δεκαετία του 1990 διαμορφώθηκε ένα βασικό πλέγμα αρχών εργατικού δικαίου που εξασφάλιζε μερικά βασικά δικαιώματα των μισθωτών και το οποίο δεν επιδεινώθηκε σημαντικά τα επόμενα χρόνια, η περίοδος των μνημονίων έφερε σαρωτικές αλλαγές.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι αυτά τα χρόνια είχαμε όχι μόνο σημαντική μείωση του κατώτατου μισθού στα 586 ευρώ για τους άνω των 25 και στα 510 ευρώ για τους κάτω, αλλά και ουσιαστικά κατάργηση του υπολογισμού του με βάση της διαπραγμάτευση των εργατικών και των εργοδοτικών ενώσεων. Παρότι η τυπική δυνατότητα συλλογικών διαπραγματεύσεων υπάρχει, οι αλλαγές στους όρους μεσολάβησης, διαιτησίας και επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων οδήγησαν αφενός στο να έχουμε πολύ μεγάλο μέρος των εργαζομένων εκτός συλλογικών συμβάσεων αλλά και τις όποιες συλλογικές συμβάσεις έχουν συναφθεί να προβλέπουν σημαντικές μειώσεις αποδοχών.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για μεγάλο μέρος των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα να μην υπάρχει κανένα πλαίσιο προστασίας πέραν του κατώτατου μισθού και της γενικής εργατικής νομοθεσίας, με την τελευταία να έχει επιδεινωθεί σε ζητήματα όπως η διευκόλυνση απολύσεων και η σημαντική μείωση των αποζημιώσεων που λαμβάνουν οι μισθωτοί σε περίπτωση απόλυσης.
Η Ελλάδα των μνημονίων είναι μια διαφορετική χώρα. Φτωχότερη, με πιο ελαστικές εργασιακές σχέσεις, χειρότερους κοινωνικούς δείκτες, λιγότερα κοινωνικά δικαιώματα και συρρικνωμένο δημόσιο. Και όλα αυτά στο όνομα της απαλλαγής από ένα χρέος το οποίο παραμένει υπερδιογκωμένο και μιας ανάπτυξης που ακόμη αναμένεται.