Ο Β. ο γιος της φίλης μου της Μ, ήταν πάντα το καμάρι της

μάνας του. Λαμπρό μυαλό, επιμελής, μεθοδικός, οργανωτικός, πρώτος μαθητής – εδώ και χρόνια, προορίζεται για δικηγόρος, ώστε να αναλάβει κάποτε το «οικογενειακό» γραφείο.

Προπαραμονές της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των Πανελληνίων, ο Β. αποκάλυψε στην Μ. πως, εν ολίγοις, σκοτίστηκε αν θα περάσει ή όχι στο Νομική – το δικό του όνειρό είναι να γίνει chef.

Αυτή η συγκινητική εξομολόγηση, υπήρξε, όπως είναι λογικό, η αφορμή για έναν τεράστιο καυγά, που ολοκληρώθηκε όταν η Μ. κοπάνησε μια πόρτα φωνάζοντας πως δεν καταλαβαίνει γιατί ο γιος της θα χαραμίσει τα προσόντα του, για να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του μέσα σε μια κουζίνα. Από τότε, οι δυό τους δε μιλιούνται.

Για να πω την αλήθεια δεν θυμάμαι πια τι ήθελα να γίνω, μεγαλώνοντας – νομίζω πως στα έξι ήθελα να γίνω στυλίστρια κι έραβα κάτι απαίσια κουκλόρουχα, με αποτέλεσμα να βρίσκει πάντα η μάνα μου στα ρετάλια που ήθελε να κάνει ταγιέρ μια τεράστια τρύπα.

Στην πέμπτη Δημοτικού άλλαξα αιφνιδίως κατεύθυνση – στις εκθέσεις μου, έγραφα πως «θέλω να γίνω διπλωμάτης, χειρουργός ή αλεξιπτωτίστρια». Εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε πως έγινα περίπου και τα τρία.

(Δημοσιογράφος;) Φυσικά, ενδιαμέσως, πέρασα, όπως τα περισσότερα παιδιά από το στάδιο, όπου οι γονείς σου επιμένουν πως με τα μυαλά που έχεις α) είναι αυτονόητο πως θα γίνεις γιατρός, αστροναύτης, πρόεδρος της Δημοκρατίας, πυρηνικός φυσικός ή β) αφού δεν ακούς κι όπως πας θα πεθάνεις στην ψάθα, καλό είναι να περάσεις σε κάποια σχολή για να αποκτήσεις κάποιου είδους ακαδημαϊκή γνώση (…για να έχεις βρε παιδάκι μου στα χέρια σου ένα χαρτί…). Πράγμα που έκανα, για να ακούω έκτοτε τη φράση πως «εντάξει, καλή η δημοσιογραφία, αλλά τώρα θα ήσουνα μια δικηγόρος πρώτης γραμμής, με γραφείο δικό της». Μάνες – τι να πεις ;

Η διαφορά ανάμεσα στις δύο ιστορίες είναι περίπου μισός αιώνας και μια ιδέα. Άλλη ιδέα είχε η ελληνική κοινωνία για το τι σήμαινε «εργασία και καριέρα» στα 80’΄s και στα ‘90’s (και βεβαίως άλλη η αντίληψη του status, που συνόδευε τα λεγόμενα «παραδοσιακά επαγγέλματα») και άλλη το σημερινό παγκόσμιο «χωριό», που παραδέρνει στην κρίση και στέλνει στρατιές νέων ανθρώπων στην ημι-απασχόληση ή την ανεργία.

Αν ανατρέξει κανείς στις έρευνες, που ασχολούνται με την αγορά εργασίας στον 21ο αιώνα, θα δει, πως η λέξη- καραμέλα που πιπιλίζουν όλοι οι ερευνητές είναι «ευελιξία».

Ευελιξία καθηκόντων, πολυδεξιότητες, ευέλικτες ομάδες εργασίας, ευελιξία αμοιβών, ευελιξία χρόνου εργασίας, αριθμητική ευελιξία, ακόμα και ευελιξία τόπου εργασίας.

Ο κόσμος ταξιδεύει, μιλάει, επικοινωνεί ταχύτερα, δουλεύει τρείς ώρες, πέντε, δεκαπέντε, ή έξι μήνες για όλο το χρόνο, κάνει τηλεδιάσκεψη Αθήνα- Τόκιο, στήνει ένα φορητό γραφείο, πάνω σε ένα κινητό και μια wireless σύνδεση. Μέσα σε όλα, η κουλτούρα της μόνιμης εργασίας πεθαίνει γρήγορα και με πάταγο.

Στο μέλλον – λένε οι ειδικοί το άτομο θα αλλάζει τουλάχιστον 5-7 φορές επάγγελμα, ειδικότητα, πλαίσιο απασχόλησης, και κάθε επάγγελμα θα αντιστοιχεί σε κάποιο ταλέντο, γνώση ή δεξιότητα, την οποία οφείλει να καλλιεργεί δια βίου.

Επιτυχημένος επαγγελματίας, θα είναι αυτός που θα μπορεί να διαχειρίζεται καλύτερα το τρίπτυχο «ικανότητα, θέληση -απόδοση και ενσωμάτωση» (can do, will do, will fit) σε κάθε πεδίο – είτε αυτό είναι το χτίσιμο μιας γέφυρας στα Τζουμέρκα, είτε ένα πιάτο με φαρφάλες και λάδι τρούφας σε κάποιο resto στου Ψυρρή.

Πράγμα που τελικά, σε βάζει να αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν ένα παιδί να ‘χει να τα βγάλει πέρα μ’ όλα αυτά και να παλέψει και την πλήξη μιας δουλειάς που σιχαίνεται.

Και επίσης τι θα γινόταν ο κόσμος αν η μάνα του Ferran Adria σκεφτόταν όπως η φίλη μου η Μ.

 

 

 

 

 

bovary

loading…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.