Βιταμίνες. Είναι στη ζωή μας περισσότερο από έναν αιώνα και χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στο χώρο της Διατροφής αλλά και της Υγείας γενικότερα.
Το 1912 o βιοχημικός Casimir Franc εισάγει πρώτη φορά στην επιστημονική κοινότητα τον όρο «βιταμίνες» που προέρχεται από τα συνθετικά Βίτα (ζωή) + αμίνες (αζωτούχες ενώσεις). Μολονότι στην πορεία αποδείχθηκε ότι δεν είναι απαραίτητη συνθήκη η ύπαρξη αμινών, ωστόσο ο όρος αυτός διατηρείται ακόμα και σήμερα. Πρόκειται, επομένως, για συστατικά που συμμετέχουν στις μεταβολικές αντιδράσεις του οργανισμού μας και η ύπαρξή τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιβίωσή μας. Μια σύντομη αναδρομή θα σας πείσει.
Η σημαντικότερη βιταμινική έλλειψη που περιγράφεται στη βιβλιογραφία είναι το σκορβούτο. Το σκορβούτο ανακαλύφθηκε στα μεγάλα ταξίδια των θαλασσοπόρων του 15ου αιώνα. Σε ένα από αυτά, ένας Άγγλος γιατρός παρατήρησε συμπτώματα όπως κόπωση κι έντονη αιμορραγία λόγω ρωγμών στο δέρμα, τα οποία συχνά κατέληγαν σε θάνατο. Διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση πορτοκαλιών και λεμονιών βοηθούσε στην μείωση των φαινομένων. Αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι η έλλειψη της βιταμίνης C ευθυνόταν για τη συγκεκριμένη διαταραχή. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ανακαλύφθηκε ότι η θανατηφόρα πάθηση beri – beri, που έπληττε κυρίως ναυτικούς και φυλακισμένους που ζούσαν στην Ασία και τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με αποφλοιωμένο ρύζι, δεν οφειλόταν σε ιούς αλλά σε μη επαρκή δίαιτα. Συγκεκριμένα,ήταν αποτέλεσμα της χαμηλής συγκέντρωσης μιας βιταμίνης, της Β1 ή θειαμίνης, που βρίσκεται μεταξύ των άλλων στο φλοιό των δημητριακών, προκαλώντας νευρολογικές διαταραχές, πνευματική κόπωση, οίδημα και καρδιακά προβλήματα. Ομοίως κι άλλες ασθένειες ταλαιπώρησαν το ανθρώπινο είδος, περίπου εκείνη την περίοδο, όπως η πελάγγρα (προκαλείται από την ανεπάρκεια κυρίως νιασίνης που είναι βιταμίνη του συμπλέγματος Β), η ραχίτιδα (έλλειψη βασικά βιταμίνης D), η αναιμία (μειωμένη ποσότητα σιδήρου) και πολλές άλλες διαταραχές. Επίσης, οι Αιγύπτιοι εμφάνιζαν μειωμένη ικανότητα να βλέπουν στο σκοτάδι, εξαιτίας της χαμηλής βιταμίνης Α, που κυρίως βρίσκεται στο συκώτι (μια τροφή που έλειπε από το διαιτολόγιό τους) [1,2].
Τι συμβαίνει, όμως, σήμερα; Είναι φανερό ότι συμπτώματα όπως αυτά που περιγράφονται παραπάνω δεν εμφανίζονται στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό έχει να κάνει πρωτίστως με το γεγονός ότι ζούμε σε κοινωνίες τροφικής αφθονίας που δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικές ελλείψεις σε βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και μέταλλα που να προκαλούν συμπτώματα άμεσα σχετιζόμενα με την ανθρώπινη επιβίωση. Ωστόσο, το ερώτημα που δημιουργείται είναι το εξής : Η διατροφή μας μέσα από τον σύγχρονο τρόπο ζωής μπορεί να μας προσφέρει όλα τα απαραίτητα συστατικά που να διασφαλίζουν τόσο τη βέλτιστη υγεία μας, όσο και την μέγιστη απόδοσή μας; Δυστυχώς, τα ερευνητικά δεδομένα δεν μας οδηγούν σε μια απάντηση θετικής διάστασης. Στοιχεία από την Αμερική δείχνουν ότι 1 στους 2 ενήλικες θα εμφανίσει κάποιο αναστρέψιμο χρόνιο νόσημα όπως σακχαρώδη διαβήτη, καρδιοαγγειακά προβλήματα και υπέρταση, λόγω των κακών διατροφικών συνηθειών και του σημερινού τρόπου ζωής [3]. Πρόσφατα, μελέτες κι από τη χώρα μας έδειξαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D ακόμα και σε παιδιά, μολονότι ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου η έκθεση στον ήλιο θα έπρεπε να βοηθά. Καταγραφή των διαιτητικών συνηθειών ρίχνει κάποιο φως στην αιτιολογία των προβληματικών αυτών καταστάσεων, καθώς φαίνεται ότι λιγότερο από το 25% των συνανθρώπων μας λαμβάνει επαρκείς ποσότητες από φρούτα, λαχανικά και καρπούς, τρόφιμα που ως γνωστό μας προμηθεύουν με τα πολύτιμα συστατικά τους, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και μέταλλα. Ζούμε σε μια εποχή που με τους ρυθμούς της μας παρασύρει στην αναζήτηση του εύκολου και γρήγορου φαγητού. Αυτό συνήθως έρχεται με ένα σημαντικό τίμημα, τη χαμηλή ποιότητα κι αντίστοιχα τη χαμηλή θρεπτική αξία. Δεν είναι λίγες οι βιβλιογραφικές αναφορές που τονίζουν την αξία της συμπληρωματικής πρόσληψης βιταμινών και ιχνοστοιχείων, δεδομένων των σύγχρονων συνθηκών διαβίωσης [4].
Συμπερασματικά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι παρόλο που οι βιταμινικές ελλείψεις στο βαθμό που εμφανίστηκαν στις προηγούμενες δεκαετίες δεν παρουσιάζονται σήμερα, ωστόσο ή κατανάλωσή τους θα πρέπει να καλύπτει τις Συνιστώμενες Διαιτητικές Προσλήψεις (RDAs), διασφαλίζοντας έτσι την ομαλή λειτουργία του μεταβολισμού και εξασφαλίζοντας το μέγιστο επίπεδο υγείας. Η σωστή και ισορροπημένη διατροφή αποτελεί τη βασική πηγή κάλυψης των θρεπτικών μας αναγκών κι αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε η πρόσληψη συμπληρωμάτων διατροφής αποτελεί μία σίγουρη επιλογή.