Πιθανόν να γνωρίζετε ότι ένας άνδρας παράγει εκατοντάδες χιλιάδες έως εκατοντάδες εκατομμύρια σπερματοζωάρια μέσα σε μία εκσπερμάτιση. Ξέρετε, όμως, ότι υπάρχει μεγάλη διακύμανση στην ποιότητα των σπερματοζωαρίων τα οποία παράγονται από τον ίδιο άνδρα στην ίδια εκσπερμάτιση;
Αυτή η διακύμανση έχει γενετική βάση. Έχει, όμως, σημασία ποιο απ’ όλα τα σπερματοζωάρια της εκσπερμάτισης γονιμοποιεί το ωάριο;
Σήμερα, οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το μικροσκοπικό αυτό αναπαραγωγικό υλικό είναι περισσότερες από ποτέ. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι τα σπερματοζωάρια μπορούν να επιβιώσουν μέχρι και 48 ώρες στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επιτευχθεί η γονιμοποίηση του ωαρίου και η σύλληψη. Κι αυτό δεν είναι το μόνο που ξέρουμε. Οι ειδικοί στην υπογονιμότητα – στο πλαίσιο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής – έχουν πλέον τη δυνατότητα, μέσα από ειδικές εξετάσεις, να διερευνήσουν μεταξύ άλλων και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των σπερματοζωαρίων, όπως η κινητικότητα, η μορφολογία τους και το DNA τους.
Μια μελέτη, όμως, από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, έδειξε ότι ρόλο μπορεί να παίζει και η διάρκεια ζωής των σπερματοζωαρίων μετά τη εκσπερμάτιση. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό PNAS στις ΗΠΑ, έδειξε ότι τα σπερματοζωάρια που επιβίωσαν για περισσότερο χρόνο έδωσαν απογόνους που είχαν κατά 7% πιο αυξημένες πιθανότητες επιβίωσης και καλύτερες επιδόσεις ως ενήλικες. Η έρευνα έγινε σε ψάρια, όμως, τα αποτελέσματά της δίνουν κάποιες πληροφορίες που θα μπορούσαν να αφορούν και άλλα είδη και βέβαια και στο ανθρώπινο είδος.
Με βάση, πάντως, τα αποτελέσματα της έρευνας, προκύπτει το εύλογο ερώτημα αν θα μπορούσε να ανοίξει νέους δρόμους και να δώσει ακόμα μεγαλύτερες προοπτικές στην τεχνολογία της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και κυρίως στην εξωσωματική γονιμοποίηση;
Ρωτήσαμε τον κορυφαίο ειδικό στην εξωσωματική γονιμοποίηση, διευθυντή του Κέντρου Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής EmBIO, Δρ. Θάνο Παράσχο, ο οποίος σχολίασε πάνω σ’ αυτό, λέγοντας: «Παρόλο που σήμερα υπάρχουν εξετάσεις που μας δίνουν πολλές και διαφορετικές πληροφορίες για το σπέρμα, μέχρι τώρα δεν έχει διερευνηθεί αρκετά η σημασία της φυσικής sεπιλογής στο σπέρμα και στους απογόνους που προκύπτουν από αυτό».
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Δρ. Παράσχος: «Σήμερα με το σπερμοδιάγραμμα, μέσα από ειδικές εργαστηριακές διαδικασίες, παίρνουμε σημαντικές πληροφορίες, όπως για την παραγωγή των σπερματοζωαρίων, τη μεταφορά και την ωρίμανσή τους, καθώς και τη μεταβίβαση και τη λειτουργικότητα τους στο γυναικείο γεννητικό σύστημα. Επίσης, οι υπάρχουσες τεχνικές, όπως ο η FISH και ο Κατακερματισμός DNA στο σπέρμα αλλά και η προεμφυτευτική διάγνωση, που ελέγχουν σε χρωμοσωμικό επίπεδο τόσο τα σπερματοζωάρια όσο και τα έμβρυα, προκειμένου να επιλεχθούν τα πιο υγιή και ποιοτικά, που θα οδηγήσουν σε μια επιτυχημένη σύλληψη. Με τις μεθόδους αυτές οι ειδικοί της εξωσωματικής γονιμοποίησης θεωρούμε ότι επιλέγουμε τα καλύτερα ποιοτικά σπερματοζωάρια, όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε με απόλυτη βεβαιότητα».
Όπως, όμως, εξηγεί ο κύριος Παράσχος, παρά την πληθώρα των τεχνικών επιλογής σπερματοζωαρίων (μικρο-γονιμοποίηση ICSI, PICSI, IMSI) υπάρχει το ενδεχόμενο να παραλείπονται επί του παρόντος πολλά από τα στάδια που χρησιμοποιεί η φύση για να επιλέξει τα καλύτερα σπερματοζωαρίων από όσα περιέχονται σε μια εκσπερμάτιση, τα οποία ίσως να πρέπει να διερευνηθούν περισσότερο. Π.χ. στη φυσική γονιμοποίηση το ζωντανό σπέρμα καθυστερεί στη μήτρα για μερικές ώρες και υπόκειται σε κάποιες βιοχημικές αλλαγές, ωριμάζει, «ενεργοποιείται» και μόνο το ενεργοποιημένο σπέρμα μπορεί να γονιμοποιήσει το ωάριο. Στη φυσική γονιμοποίηση, επίσης, μόνο το πιο γρήγορο σπέρμα είναι αυτό που πετυχαίνει γονιμοποίηση.
«Στόχος μας είναι να βρούμε μεθόδους που είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στον τρόπο που η φύση επιλέγει και προωθεί τη διαδικασία αναπαραγωγής», εξηγεί ο κορυφαίος ειδικός στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Για την επίτευξη του στόχου αυτού σίγουρα θα αξιοποιηθούν κάποια στοιχεία από την εν λόγω έρευνα. Όλες αυτές οι πληροφορίες που ήδη γνωρίζουμε, σε συνδυασμό με τα ευρήματα της έρευνας είναι πιθανό να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε βασικές εξελικτικές διαδικασίες, καθώς και να παρέχουν πληροφορίες που είναι κρίσιμες για τις τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και γι’ αυτό χρειάζεται να ερευνηθούν περαιτέρω».
iefimerida