Στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας Les Echos φιλοξενήθηκε άρθρο με υπογραφή της Isabelle Couet και τίτλο: «Ελλάδα:Το χρονικό μιας αληθινής ψεύτικης εξόδου στις αγορές».
Στο άρθρο αναφέρεται:
«Η αγωνία κράτησε μέχρι τις 25 Ιουλίου. Την παραμονή των καλοκαιρινών διακοπών, περίοδο κατά την οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί καμία μη συνηθισμένη λειτουργία στις αγορές, η Ελλάδα εξέδωσε το πρώτο ομόλογο των τελευταίων τριών ετών. Μια κίνηση που πραγματοποιήθηκε την τελευταία στιγμή και με πολλή προσοχή από την Κυβέρνηση Τσίπρα, μετά τη συμφωνία του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, συμφωνία που επέφερε κάποια σημάδια ελπίδας, παρά το αόριστο περιεχόμενο των δεσμεύσεων των δανειστών.
«Η Ελλάδα δεν γύρισε καμία ιστορική σελίδα, δεν πρόκειται για πραγματική έξοδο στις αγορές», επισημαίνει διαχειριστής ομολόγων. Στην πραγματικότητα, αν και η Αθήνα ισχυρίζεται ότι έλαβε 3 δισεκατομμύρια ευρώ, εισπράχθηκαν μόνο1,43 δισεκατομμύρια ευρώ, με το υπόλοιπο ποσό να αφορά ανταλλαγές παλαιότερων τίτλων με νέους.
Σύμφωνα με την JP Morgan, η Ελλάδα δανείστηκε δύο φορές λιγότερα σε σχέση με την πρόσκαιρη επιστροφή της στις αγορές το 2014. To βιβλίο εντολών, που αντανακλά τις διαθέσεις των επενδυτών, ήταν τέσσερις φορές λιγότερο ενισχυμένο. Πριν από τρία χρόνια προσέγγισε το ιλιγγιώδες ποσό των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εξάλλου, η αναλογία των κερδοσκοπικών funds που αγόρασαν τους τίτλους ήταν σχετικά ανεβασμένη και ξεπέρασε εκείνη του 2014: 36% σε σχέση με το 33%.
Αντίθετα, οι θεσμικοί επενδυτικοί δρώντες (κεντρικές τράπεζες, κρατικά επενδυτικά ταμεία κλπ) δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση. Αυτό εξηγείται από την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους από τους οίκους αξιολόγησης. Ακόμη και για τους ιδιωτικούς χειριστές, που δεν δεσμεύονται από την πιστοληπτική ικανότητα, υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες. “Τα ελληνικά ομόλογα δεν περιλαμβάνονται στις τιμές αναφοράς της JP Morgan ή του EuroMTSγια το κυρίαρχο χρέος, διότι δεν είναι ρευστά”, εξηγεί ειδικός.
Πρόκειται για κάτι που αξίζει τον κόπο; Αν η Ελλάδα δανείστηκε με ένα επιτόκιο πιο αδύναμο σε σχέση με το 2014, έχει ωστόσο πληρώσει ακριβότερα από ό,τι δανειζόμενη από τον ΕΜΣ: Και αυτό, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ανάγκη άμεσης χρηματοδότησης. Αλλά, όπως και πριν από τρία χρόνια, πρόκειται για ένα εγχείρημα με πολιτικές διαστάσεις.
Οι ηγέτες, οι οποίοι ασκούν κριτική στην κρίση των αγορών όταν οι τελευταίες τους επιβάλλουν κυρώσεις, τις παρουσιάζουν σαν αμερόληπτους διαιτητές, όταν τους στηρίζουν. Σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος βρίσκεται χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, η έξοδος στις αγορές αποτελεί μαρτυρία της καλής οικονομικής του διαχείρισης. Η Γερμανία Καγκελάριος επίσης εκτιμά ότι η εν λόγω έκδοση συνδέεται με την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα. Αυτό αποτελεί ενδεχομένως απόπειρα να “θαφτεί” για λίγο το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, κυρίως όσο πλησιάζουν και οι εκλογές στη Γερμανία.
Για τους τραπεζίτες, το ενδιαφέρον για αυτήν την έξοδο στις αγορές είναι πιο πεζό. Για τηνRothschild, που “βρίσκεται στο προσκεφάλι της Αθήνας” εδώ και καιρό (η τράπεζα οργάνωσε συναντήσεις στο Παρίσι ένα χρόνο πριν από την πράξη) η εν λόγω επιχείρηση συνοδευόταν από ένα μπόνους απόδοσης ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι σύμβουλοι μετατρέπονται σε αποστόλους της εξόδου στις αγορές.
Στην Ελλάδα προσφέρεται μια καλή ευκαιρία για διαφήμιση. H έκδοση χρεωγράφων επέτρεψε να εμπλουτιστεί το αφήγημα (story telling), στο οποίο συνεισφέρει εξάλλου και η επίσκεψη Macron στην Αθήνα, την Πέμπτη και την Παρασκευή. Ποιο είναι το μήνυμα; Ότι η Ελλάδα τα πάει καλά. Ένας στόχος που αντικατοπτρίζεται στο σχετικό επίσημο έγγραφο της έκδοσης, το οποίο αναφέρει τα οφέλη (συμφωνία στο Eurogroup, εν μέρει στήριξη του ΔΝΤ, έξοδος από τη διαδικασία υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, ενθαρρυντικές ενδείξεις από τους οίκους αξιολόγησης) χωρίς ποτέ να αναφέρονται τα προβλήματα.
Ωστόσο, αν και η Αθήνα έχει κάνει ένα μικρό βήμα, μένει να κερδίσει πλήρως τις αγορές μέχρι το τέλος του τρίτου σχεδίου διάσωσης. Και για να το καταφέρει, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους.
Έως τώρα, η ΕΚΤ έχει αρνηθεί κάθε κίνηση υπέρ της Ελλάδας, ακριβώς διότι το πρόβλημα παραμένει στο σύνολό του. Ωστόσο, η χώρα αναμένει πάντα τη στήριξη του θεσμού, για να καθησυχάσει ολοκληρωτικά τους επενδυτές. Όμως, σύμφωνα με την JP Morgan δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι η ΕΚΤ θα αγοράσει ελληνικά χρεώγραφα στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, πριν από το τέλος του έτους ή, το νωρίτερο, πριν από το πρώτο τρίμηνο του 2018. Το ακριβές χρονοδιάγραμμα θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών και την τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος διάσωσης. Σύμφωνα με τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, ήδη φαίνεται ότι θα υπάρξουν εντάσεις ανάμεσα στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ αναφορικά με τη νέα εξέταση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών…»
iefimerida