Από την ήττα της Μεγάλης Ιδέας μέχρι το σκάνδαλο Κοσκωτά
Όσοι αρέσκονται στις ιστορικές αναλογίες παρομοιάζουν, με μια δόση υπερβολής είναι αλήθεια, τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933), η οποία ξεκίνησε με μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες από την πλευρά των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας, του κέντρου και των φιλελεύθερων, συνάντησε όμως την απροκάλυπτη εχθρότητα των ναζί, των συντηρητικών εθνικιστών και των κομμουνιστών.
Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό: η εξουσία παρεδόθη στον Χίτλερ. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Εκτοτε, το σύνδρομο της Βαϊμάρης (στις διάφορες εκδοχές του) κατατρύχει τη γερμανική πολιτική τάξη, η οποία αναζητά ομοιότητες και εκτός Γερμανίας. Δεν είναι τυχαίο ότι, κυρίως από γερμανικά μέσα ενημέρωσης, διατυπώνεται το ερώτημα σε κυβερνητικούς αξιωματούχους και δημοσιολόγους, αν υπάρχει κίνδυνος για πραξικόπημα στην Ελλάδα. Η ανησυχία τους εδράζεται στο γεγονός ότι η χώρα μας έχει μεγάλη παράδοση στις εκτροπές (μέχρι το 1974) και εντάθηκε λόγω της ανεξήγητης, από πρώτη ματιά, κίνησης του υπουργού Αμυνας Π. Μπεγλίτη να αλλάξει τώρα, σε συνθήκες πολιτικής έντασης, την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Περίοδο πολιτικής ανωμαλίας και μεγάλης αβεβαιότητας δεν ζούμε πρώτη φορά. Όπως αναφέρει δημοσίευμα της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», η πιο ενδεικτική ήταν αυτή του 1890-1897 όταν η ελληνική κοινή γνώμη, και αφού είχαν προηγηθεί αλλεπάλληλες οικονομικές χρεοκοπίες, εξωθημένη απ’ τις πατριωτικές μυστικές εταιρείες ξεσηκώθηκε ζητώντας την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Οπως αναφέρει ο Ν. Σβορώνος στο βιβλίο του «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας» (Θεμέλιο), «η Ελλάδα είναι κατεστραμμένη οικονομικά και απροετοίμαστη στρατιωτικά. Ωστόσο, η κυβέρνηση Δεληγιάννη στέλνει στρατεύματα στο νησί (σ.σ.: Κρήτη) κι εξεγείρει ταυτόχρονα την Ηπειρο και τη Μακεδονία. Η Τουρκία κηρύχνει τον πόλεμο. Τα στρατεύματά της, οργανωμένα από γερμανούς αξιωματικούς, μπαίνουν στη Θεσσαλία και παίρνουν τη Λάρισα, διασκορπίζοντας τον ελληνικό στρατό. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη ήττα της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας».
Στα πιο πρόσφατα χρόνια είχαμε τη διετία 1965-1967, που αποδείχθηκε μοιραία για τη δημοκρατία και τη χώρα. Τη διετία αυτή αποδομήθηκε μέχρι εκφυλισμού, το έτσι κι αλλιώς κολοβό κοινοβουλευτικό σύστημα, από τη δράση του παλατιού, του παρακράτους και των ξένων δυνάμεων με την εγκληματική συνέργεια της συντηρητικής παράταξης και μερίδας των μέσων ενημέρωσης. Η συνέπεια ήταν το εφτάχρονο «φάσκιωμα» των Ελλήνων και η τραγωδία της Κύπρου. Το κυρίαρχο αίτημα των δημοκρατικών δυνάμεων εκείνη την εποχή ήταν η προσφυγή στις κάλπες. Το παλάτι και οι άλλοι μηχανισμοί αντιστέκονταν σθεναρά και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο (αποστασίες, εξαγορά συνειδήσεων, εκβιασμούς) να αποτρέψουν το διαφαινόμενο θρίαμβο της Ενωσης Κέντρου. Το πέτυχαν. Με βαρύ τίμημα.
Σε πιο κοντινές εποχές, κλίμα μεγάλης πολιτικής κρίσης είχαμε την περίοδο 1989-1990 και την εποχή του «Ωνασείου» 1995-1996. Το σκάνδαλο Κοσκωτά είχε προκαλέσει ισχυρούς κραδασμούς στην κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου. Ο τότε πρωθυπουργός παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο, οι μισοί Ελληνες αποκαλούσαν τους άλλους μισούς (τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ) κλέφτες, αλλά ο Α. Παπανδρέου αγωνιζόταν με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στην εξουσία. Ακόμη και από το κρεβάτι του «Γενικού Κρατικού» έψαχνε τρόπο προκειμένου να αποτρέψει την εκλογική νίκη του προαιώνιου αντιπάλου του, Κ. Μητσοτάκη.
Εκανε προτάσεις στα κόμματα της αριστεράς για τη δημιουργία κυβέρνησης προοδευτικού προσανατολισμού, δελεάζοντάς τα και με έναν εκλογικό νόμο που ήταν πολύ κοντά στην απλή αναλογική. Ο ενιαίος Συνασπισμός δεν «τσίμπησε», απέρριψε την ιδέα, έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα το θέμα της κάθαρσης και προτίμησε να συμπράξει με τη Νέα Δημοκρατία (κυβέρνηση Τζαννετάκη). Ακολούθησε η αλήστου μνήμης οικουμενική κυβέρνηση, επιλογές της οποίας θεμελίωσαν το καθεστώς διαπλοκής και διαμόρφωσαν το τοπίο στο χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης. Το «κόμμα νέου τύπου» ήταν έτοιμο και η χώρα έμπαινε στη φάση της «τηλεοπτικής δημοκρατίας». Το εκλογικό σύστημα, πάντως, έκανε τη δουλειά του. Με ποσοστό πάνω από 47%, το δεύτερο μεγαλύτερο από το 1981, ο Κ. Μητσοτάκης κατάφερε να συγκροτήσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με πλειοψηφία μόλις μιας έδρας.
Η περίοδος του «Ωνασείου» είχε και πάλι πρωταγωνιστή τον Α. Παπανδρέου. Η παρατεταμένη αδυναμία του, λόγω της ασθένειάς του, να κυβερνήσει είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη διαλυτικών τάσεων και έντονων εσωκομματικών διεργασιών.
Η κοινωνία, η αντιπολίτευση και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ παρακολουθούσαν με αγωνία τα ιατρικά ανακοινωθέντα για να μάθουν για την πορεία της υγείας του και για το αν θα παραιτηθεί από τη θέση του. Ραντεβού στην τέντα που είχε στηθεί έξω από το «Ωνάσειο» έδιναν καθημερινώς δημοσιογράφοι και υπουργοί για ανταλλαγή πληροφοριών και εκτιμήσεων. Η χώρα ήταν ακυβέρνητη ή για να ακριβολογούμε το κενό εξουσίας που είχε δημιουργηθεί είχε καταληφθεί από κάτι περίεργους τύπους με άσχετες ως προς τη διακυβέρνηση της χώρας ιδιότητες (χαρτορίχτρες, καφετζούδες, ξεματιάστρες, ιερομόναχοι, κονφερασιέ). Η αντιπολίτευση, τα μέσα ενημέρωσης όλων των αποχρώσεων, αλλά και πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ ζητούσαν την παραίτηση του Α. Παπανδρέου.
Στο ζήτημα αυτό καθοριστική ήταν η συμβολή του σημερινού πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, ο οποίος έπεισε τον πατέρα του να αποχωρήσει και στη συνέχεια συντάχθηκε, όχι με τους φίλους του πατέρα του, αλλά με την «ομάδα των τεσσάρων» (Σημίτης, Πάγκαλος, Βάσω Παπανδρέου, Αυγερινός), η οποία είχε συγκροτηθεί για να αποτελέσει το αντίπαλον δέος στους οπαδούς του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Η βοήθεια που προσέφερε ο Γ. Παπανδρέου στον Κ. Σημίτη για να γίνει πρωθυπουργός τον Ιανουάριο του 1996 και να εκλεγεί πρόεδρος του κόμματος στο συνέδριο του Ιουνίου, ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ετσι φάνηκε ως αυτονόητη πράξη ανταπόδοσης από την πλευρά του Κ. Σημίτη η παράδοση του δαχτυλιδιού της διαδοχής στον Γ. Παπανδρέου οκτώ χρόνια αργότερα. Ο άνθρωπος που συνέβαλε το 1996 να λυθεί με ομαλό τρόπο το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, σήμερα, 15 χρόνια μετά, είναι ξανά στο προσκήνιο και πάλι σε μια περίοδο πολιτικής ανωμαλίας, αλλά αυτή τη φορά με διαφορετικό ρόλο.