Η ψήφος της μουσουλμανικής κοινότητας στη Γαλλία θεωρείται ένας από τους αστάθμητους παράγοντες, που ενδέχεται να κρίνουν το αποτέλεσμα στις γαλλικές προεδρικές εκλογές.
Ωστόσο, η κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν την ώρα της κάλπης οι μουσουλμάνοι, τόσο λόγω ιδεολογίας, όσο και ιδιοσυγκρασιακά, αντιδρώντας σε ορισμένα λιγότερο ανεκτικά προγράμματα, αποτελεί το μέγα ερώτημα στην προεκλογική εκστρατεία. Η Ισπανικη εφημερίδα El País, σε ειδικό αφιέρωμά της διερευνά την πιθανότητες πρόβλεψης για το που θα κινηθεί κι εάν μπορεί να είναι ομοιογενής η ψήφος των μουσουλμάνων στη Γαλλία. Και καταλήγει στο συμπέρασμα πως μάλλον η απόφασή τους θα αμφιταλαντευθεί κατά κύριο λόγο μεταξύ της αποχής και της ψήφου υπέρ των Αριστερών κομμάτων.
Όπως τονίζει η εφημερίδα, στο προάστιο Λα Καστελάν της Μασσαλίας οι κάτοικοι προσεύχονται πιο πολύ στον Ζινεντίν Ζιντάν παρά στον Μωάμεθ. Εκεί είναι που γεννήθηκε ο τελευταίος ‘Μεσσίας’ του γαλλικού ποδοσφαίρου. Κι εκεί ζει μία πολυάριθμη μουσουλμανική παροικία, που όμως είναι διαμοιρασμένη σε διάφορα εσωτερικά γκέττο, που κάνει πολύ δύσκολη κάθε εικασία ότι πρόκειται για μία ομογενή κοινότητα.
Το ίδιο βεβαίως θα τολμούσε να πει κανείς και για την ίδια τη Γαλλία. Ιδίως δε τώρα που η εκλογική συγκυρία τείνει προς την ανάδειξη ενός υποψηφίου προέδρου με πολύ μικρή πλειοψηφία και μοιραία ωθεί στον πειρασμό να αναρωτηθεί κανείς εάν οι μουσουλμάνοι της χώρας θα ταχθούν υπέρ ενός συγκεκριμένου υποψηφίου, ακολουθώντας μία κοινή πολιτική κατεύθυνση.
Μέχρι στιγμής πάντως η μόνη ομοφωνία στο προάστιο της Λα Καστελάν αφορά την λατρεία στο πρόσωπο του ‘Ζιζού’. Στον βαθμό μάλιστα που το σπίτι όπου γεννήθηκε ο σημερινός προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης να αντιπροσωπεύει ένα είδος παγανιστικού ναού, έναν επίζηλο μύθο. Βέβαια, εκεί διαμένει σήμερα μία οικογένεια που δεν έχει σχέση με τον ίδιον τον Ζιντάν, όμως επίσης προέρχεται από την Καμπυλία της Αλγερίας, καθώς στην Λα Καστελάν εισρέουν σε μεγάλο αριθμό μετανάστες από όλες τις χώρες του Μαγκρέμπ. Αλλά κι από την Υποσαχάριο Αφρική και το Πακιστάν, αλλά πέραν αυτού το να αποδώσεις σε όλη τούτην την πανσπερμία μία κοινή πρόθεση ψήφου, τούτο είναι μία γενικόλογη εικασία και μία γραφική υπεραπλούστευση που κανείς κοινωνιολόγος ή ιμάμης, θα την υιοθετούσε.
«Όχι κανείς δεν θα μπορούσε να μιλήσει για ενιαία μουσουλμανική ψήφο. Διότι δεν υπάρχει κάποια οργάνωση αυτού του είδους», υποσημειώνει ο δοκιμιογράφος Χακίμ Ελ Καρούι. «Διότι υπάρχουν μεγάλες δημογραφικές και κοινωνικές διαφορές. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ναι, υπάρχει μία τάση προσχώρησης στο πιο ανεκτικό πρόγραμμα των κομμάτων της Αριστεράς, όμως οι νέοι δεν ψηφίζουν σε μεγάλα ποσοστά. Υπάρχει μία γενικευμένη τάση υπέρ της αποχής. Μία αποστασιοποίηση. Και επιπλέον η σχέση με την πολιτική προσομοιάζει πολύ περισσότερο με την προσωπική απόφαση παρά με κάποιας μορφής συλλογικό κίνημα».
Στη Γαλλία δεν υπάρχει μία σαφής δημογραφική εικόνα του αριθμού των μουσουλμάνων. Και τούτο διότι η επίσημη απογραφή δεν προβλέπει καταμέτρηση και κατηγοριοποίηση των εθνικών μειονοτήτων. Η κρατούσα υπόθεση είναι πως οι μουσουλμάνοι αντιπροσωπεύουν το 7% του πληθυσμού της χώρας και πως η εικόνα που συνθέτει την κοινότητα βρίσκεται σε μία διαρκή ανακατάταξη—τόσο όσον αφορά τις μεταναστευτικές εισροές, όσο κι όσον αφορά το γεγονός ότι στο ‘Εξάγωνο της Γαλλίας’ έχουν πλέον ριζώσει ‘ξένης προέλευσης’ Γάλλοι δεύτερης και τρίτης γενεάς.
Ωστόσο υπάρχει μία μεταβολή όσον αφορά την πρόθεση ψήφου, που από μόνη της ως συμπεριφορά ενδέχεται να αποδειχθεί αποφασιστικής σημασίας για το αποτέλεσμα. Και τούτο οφείλεται στην πρόθεση να μετατραπούν οι μουσουλμάνοι σε εθνικό πρόβλημα για την καθημερινότητα της Γαλλίας, κάτι που ενισχύει το πρόγραμμα του βαθιά καθολικού υποψηφίου Φρανσουά Φιγιόν και της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν.
Η μόνη παραχώρηση που είναι έτοιμη να δεχθεί η Λεπέν αφορά μόνον τους ‘χαρκις’, τους Αλγερινούς στρατιώτες που πολέμησαν στο πλευρό των Γάλλων κατά τον πόλεμο ανεξαρτησίας στην πρώην γαλλική αποικία, όμως είναι ο Αριστερός υποψήφιος Ζακ-Λυκ Μελανσόν εκείνος που λογικά αναμένεται να προσελκύσει περισσότερους μουσουλμάνους ψηφοφόρους. Και τούτο χάρις στο μήνυμα ανεκτικότητας που εκπέμπει προς τους μετανάστες, για την ειλικρίνεια του προτάγματός του «ειρήνη και αγάπη» (peace and love). Και κυρίως διότι τους θεωρεί τα θύματα μίας σκόπιμης ψηφοθηρικής δαιμονοποίησης. Λίγο ως πολύ αυτό που επαναλαμβάνει κι ο Σοσιαλιστής Μπενουά Αμόν, που οι λόγοι του υπέρ των κοινωνικών ανοιγμάτων κι ελευθεριών υποδηλώνει αντίστοιχο σεβασμό και προς τις μίνι-φούστες και προς τη μουσουλμανική μαντίλα. Από την πλευρά του ο κεντρώος υποψήφιος Εμανουέλ Μακρόν προτείνει οι μουσουλμάνοι ιμάμηδες να εκπαιδεύονται και να χειροτονούνται στη Γαλλία.
«ΟΙ μουσουλμάνοι θα πλησίαζαν πιο πολύ στο πρόγραμμα για μία κοινωνία ανοικτή και για ενσωμάτωση που εκπέμπουν οι Μακρόν, Μελανσόν και Αμόν, παρά στο επιθετικό πρόγραμμα αποκλεισμού των Φιγιόν και Λεπέν», εξηγεί ο κοινωνιολόγος Ζερόμ Φουρκέ, συγγραφέας ενός εύγλωττου δοκιμίου με τίτλο «Ο Καρίμ ψηφίζει Αριστερά κι ο γείτονάς του Εθνικό Μέτωπο». Σε αυτόν ανήκει επίσης η παρατήρηση σχετικά με το παράδοξο του να είναι αναγκασμένη μία κοινωνία φύσει συντηρητική να ψηφίζει προοδευτικά προγράμματα. «Το 86% των μουσουλμάνων ψήφιζε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017 τον Φρανσουά Ολάντ. Όχι όμως διότι προσχώρησε ιδεολογικά στην Αριστερά, αλλά εξαιτίας της αποστροφής που τους γεννούσε ο Σαρκοζί. Δεν υφίσταται το ψήφος ‘μονοκούκι’. Απεναντίας, η αποστροφή των μουσουλμάνων στους γάμους μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου και στις αξίες της σύγχρονης οικογενειακής δομής θα τους τοποθετούσε μάλλον προς το ιδεολογικό στρατόπεδο της Δεξιάς. Ωστόσο κλίνουν τελικά προς τα κόμματα της Αριστεράς στο μέτρο που αυτά τους προτείνουν ένα πρόγραμμα λιγότερο εχθρικό προς την δική τους ιδιοσυγκρασία», καταλήγει ο Φουρκέ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ