Με την προσπάθεια τυχοδιωκτικής χρησιμοποίησης της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου για εσωτερικά πολιτικά παιχνίδια περασμένων εποχών, ο Γ. Παπανδρέου υποβίβασε την χώρα σε ηττημένη μπανανία της Ευρώπης. Από τα οργισμένα τελεσίγραφα του ζεύγους Μερκοζί και του ΔΝΤ ότι η 6η δόση δεν πρόκειται να εκταμιευθεί αν δεν τηρηθεί στο ακέραιο η συμφωνία, μέχρι την υπαγόρευση του ερωτήματος για το δημοψήφισμα από το γαλλογερμανικό δίδυμο («παραμονή ή όχι στην ευρωζώνη»), η Ελλάδα είχε να ζήσει τέτοια αποικιοκρατικά γλέντια, από την ήττα στον πόλεμο και την επιβολή διεθνους οικονομικού ελέγχου το 1897, μόλις 125 χρόνια πριν.
Μπορεί οι βάσεις για την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας να μπήκαν την περίοδο 2004-2009 με την αλόγιστη υπερχρέωση της χώρας, να κορυφώθηκαν με την καταστροφική αντιμετώπιση της κρίσης χρέους από την κυβέρνηση Παπανδρέου το 2009 και μετά, αλλά η αιφνιδιαστική ανακοίνωση του δημοψηφίσματος από τον πανικόβλητο, κολλημένο στην εξουσία πρωθυπουργό και όσα επακολούθησαν, ισοδυναμούν με πραγματικό πόλεμο, τον οποίο η χώρα κήρυξε και έχασε πριν προλάβει να πολεμήσει: πρόκειται για στρατηγικής σημασίας ήττα, της οποίας της συνέπειες θα πληρώσουμε τις επόμενες δεκαετίες.
Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι αποφασίστηκε προχθες στις Κάννες όπου διεξάγονταν η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής για την κρίση στην Ελλάδα, με την συμμετοχή της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, μιας σειράς διεθνών οργανισμών αλλά όχι της Ελλάδας!! Τέτοια μεταχείριση δεν είχαν επιφυλάξει οι νικητές του Α Παγκοσμίου Πολέμου ούτε στην ηττημένη, στα πεδία των μαχών, Γερμανία.
Το εξοργιστικό είναι ότι, αντιμέτωπος με τους Ευρωπαίους «εταίρους» του, ο κ. Παπανδρέου δεν είχε ούτε το ανάστημα να εμμείνει στο λάθος του, στην απόφαση του δηλαδή να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα για την σύμβαση της 26ης Οκτωβρίου. Στη χειρότερη παράδοση των Μαυρογιαλούρων και της οικογένειας Παπανδρέου, προσπάθησε να πέσει στα μαλακά κάνοντας λόγο, αμέσως μετά τη συνάντηση στις Κάννες, για το «διακύβευμα του δημοψηφίσματος που θα είναι η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη» και επιταχύνοντας την διεξαγωγή του, όπως είχαν οι Ευρωπαίοι προαναγγείλει, για τις 4 Δεκέμβρη. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να κάνει διαφορετικά, όταν, προκηρύσσοντας το δημοψήφισμα, δεν είχε υπολογίσει ούτε τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ούτε το γεγονός ότι δεν θα έχει να πληρώσει συντάξεις τον Δεκέμβρη.
Τι εννοεί άραγε ο ποιητής με τη διατύπωση περί «διακυβεύματος» του δημοψηφίσματος; Θα συμμορφωθεί με τη διατύπωση των Μερκοζί ή θα επιστρέψει στο αρχικό του ερώτημα τώρα που δεν είναι πια στις Κάννες για να ακούει την κατσάδα και τα όσα ταπεινωτικά, για τον ίδιο και την Ελλάδα, του ειπώθηκαν κατάμουτρα; Θα παραδεχθεί δηλαδή ότι υποχώρησε ή θα παρατείνει την κρίση με τις Βρυξέλλες; Το βέβαιο είναι ότι ο κ. Παπανδρέου έχει χάσει και το τελευταίο ατού του, το γεγονός δηλαδή ότι έχαιρε μιας κάποιας αποδοχής και μπορούσε να συνομιλεί με την ευρωπαϊκή ηγεσία. Αν μετά και από το χθεσινό ρεζιλίκι δεν παραιτηθεί οικειοθελώς, θα πρέπει άμεσα να απομακρυνθεί.
Είναι απαραίτητο, έστω και τη τελευταία στιγμή, να περισωθεί ότι είναι δυνατόν. Μια ομάδα από το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να αναλάβει το καθήκον προκήρυξης εκλογών και συνεννόησης με την ΝΔ , γύρω από μια μίνιμουμ συμφωνία για την τήρηση της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου. Γιατί, μετά τις δηλώσεις Σαρκοζί, ο κ Σαμαράς δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες ότι έρχεται η σειρά του: «είπαμε ξεκάθαρα στις ελληνικές αρχές, και αυτό αφορά και την αντιπολίτευση», τόνισε ο Γάλλος πρόεδρος, «ότι η 6η δόση θα δοθεί όταν εφαρμοστεί η συμφωνία».
Όπως έχει ήδη αναλυθεί απ’ αυτές τις στήλες, η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου δεν λύνει το ελληνικό πρόβλημα και απαιτεί νέες, δυσβάστακτες θυσίες. Ελαφρύνει όμως το χρέος, δίνει στην χώρα πίστωση χρόνου, για να αποκτήσει πρωτογενή πλεονάσματα, περιμένοντας συγχρόνως μήπως κάτι αλλάξει στην ηγεσία της Ευρώπης και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που σήμερα κυριαρχούν και βασικά αποτρέπει μια ατιμωτική, άτακτη επιστροφή στη δραχμή. Γιατί το έγκλημα του κ. Παπανδρέου είναι ότι, μετατρέποντας τη χώρα σε μπανανία της Ευρώπης, την σπρώχνει για να υιοθετήσει, κακήν κακώς, το νόμισμα που της αξίζει.