Η νομοθεσία είναι ξεκάθαρη. Οι νέοι ασφαλισμένοι (αυτοί δηλαδή που ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά μετά το 1992) και διατηρούν παράλληλα ΔΠΥ καλούνται να πληρώσουν διπλές εισφορές.
Μάλιστα η εγκύκλιος βάζει δύο προϋποθέσεις προκειμένου ο ασφαλισμένος να διεκδικήσει τον επιμερισμό των εισφορών με τον εργοδότη: το εισόδημά του να προέρχεται από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα και από διαρκή και όχι ευκαιριακή επαγγελματική δραστηριότητα, χωρίς να διευκρινίζεται πως γίνεται η διάκριση.
Ετσι εισάγεται μια πολυδαίδαλη και γραφειοκρατική διαδικασία για ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν έως δύο εργοδότες καθώς οι τελευταίοι καλούνται ακόμη και να καταγγείλουν τον εργοδότη τους.
Πάνω από 100.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών (ΔΠΥ), ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, θα βρεθούν μπροστά στη δυσάρεστη θέση, ή να αποδεχτούν μια έμμεση μείωση των αποδοχών τους, καταβάλλοντας εισφορές ίσες με το 20% του εισοδήματός τους, ή θα έρθουν σε σύγκρουση με τον εργοδότη τους.
Οι εργαζόμενοι – ασφαλισμένοι με έναν ή το πολύ δύο εργοδότες, υποχρεώνονται εφεξής, κάθε μήνα να δηλώνουν στο ΔΠΥ που θα αποδίδουν την σχέση εργασίας τους, που υποδηλώνει μισθωτή απασχόληση.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο υποχρεώνονται να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές ίσες με το 6,67% του καθαρού φορολογητέου εισοδήματός τους, όπως και όλοι οι υπόλοιποι μισθωτοί.
Όμως σε αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινούν τα πιθανά προβλήματα. Ο λόγος είναι ότι θα πρέπει να πειστούν οι εργοδότες τους (αντισυμβαλλόμενοι, όπως αναφέρονται στην επίμαχη εγκύκλιο), για την εξαρτημένη εργασία, για να αναλάβουν το μέρος της εισφοράς που τους αναλογεί, δηλαδή το 13,33% του εισοδήματος.
Συγκεκριμένα, ο ασφαλισμένος «που απαιτεί την ένταξή του στο καθεστώς επιμερισμού των εισφορών με τον εργοδότη του», θα πρέπει να το αναγράφει στο δελτίο του. Αντίστοιχα, ο εργοδότης θα πρέπει να υποβάλλει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση με την πλήρη καταγραφή των εισφορών που αντιστοιχούν σε αυτόν και τον εργαζόμενο. Αν δεν το κάνει, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση στον ΕΦΚΑ, δηλώνοντας το ΑΦΜ του εργοδότη και όποια άλλα στοιχεία αποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να υπαχθεί στο συγκεκριμένο καθεστώς ασφάλισης.
Στη συνέχεια, ο εργοδότης, αν εξακολουθήσει να αρνείται την καταβολή εισφορών, θα πρέπει να υποβάλει ένσταση και τελικά ο ΕΦΚΑ θα κρίνει ποιος έχει δίκιο. Στο μεσοδιάστημα, ο εργαζόμενος θα καταβάλλει το σύνολο των εισφορών και η εκκαθάριση – επιμερισμός θα γίνεται στο τέλος κάθε χρόνου.
Αλλιώς, ο εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν την ευκαιρία να θεωρηθούν ως μισθωτοί και να αποδεχτούν το… αναπόφευκτο, δηλαδή να καταβάλλουν το 20% του εισοδήματός τους, ως μηνιαία ασφαλιστική εισφορά. Άλλωστε στην ίδια μοίρα θα βρεθούν και όσοι έχουν περισσότερους από δύο εργοδότες που «κόβουν μπλοκ», όπως επίσης και όσοι έχουν μισθωτή απασχόληση σε κάποιον εργοδότη και εργασιακή σχέση με ΔΠΥ, σε κάποιον άλλο.
Μοναδική περίπτωση, που ο εργοδότης μάλλον δεσμεύεται να δεχτεί να καταβάλλει το μέρος της εισφοράς που του αναλογεί, είναι εάν απασχολεί κάποιον εργαζόμενο ως μισθωτό και του χορηγεί πρόσθετη αμοιβή για την οποία ο εργαζόμενος χρησιμοποιεί ΔΠΥ. Σε αυτή την περίπτωση, η εγκύκλιος ορίζει ότι ο εργοδότης θα καταβάλλει το μερίδιο των εισφορών που του αναλογούν, στο σύνολο της αμοιβής που παρέχει.
Μόνο που εκεί, υπάρχει ο κίνδυνος, ο εργοδότης να πιέσει ώστε να εξαφανιστεί το όποιο επιμίσθιο, για να μην προκύψει και η ανάλογη πρόσθετη ασφαλιστική επιβάρυνση. Άρα, πάλι ο εργαζόμενος θα είναι χαμένος, αφού θα υποστεί μείωση αποδοχών…