Γράφει ο Τάσος ΣεβαστιάδηςΗ μνήμη είναι πολύ σπουδαίος παράγοντας για τη δημιουργία της συνείδησης. Και με βάση την αναλλοίωτη αλήθεια ότι η γνώση είναι το σπουδαιότερο αγαθό που χαρακτηρίζει τον πολιτισμένο άνθρωπο, μου ήρθαν στο μυαλό κάποια πράγματα γνωστικού περιεχομένου μέσα από τις νοσταλγικές μνήμες ενός κοντινού αλλά και τόσο απομακρυσμένου παρελθόντος.Σκεφτόμουν το παππού μου τον Στρατή τον Σελπέση απ’ το Ντερέκιοϊ της Προύσας απέναντι απ’ την Πόλη (Κων/πολη) της σημερινής Τουρκίας. Οι μισές ρίζες του παππού μου κρατούσαν απ’ το Οίτυλο της Μεσσηνιακής Μάνης. Ίσως ο κοσμοπολιτισμός που τον χαρακτήριζε είχε σχέση με κείνη την άγρια και περήφανη Μανιάτικη όψη αλλά και την συναναστροφή του με τους εμπόρους του μεταξιού της Προύσας, μιας και απ’ τα μικρά του χρόνια ως και τα τελευταία του στη Βέροια ασχολούνταν με τη σηροτροφία δηλαδή με την παραγωγή μεταξιού από τα κουκούλια (μεταξοσκώληκες).Τον παππού μου δεν τον έμοιασα καθόλου στο ντύσιμο. Σπορτένιος και ατημέλητος εγώ, σινιέ και γραβατωμένος εκείνος. Ήταν ο παππούς ο κουστουμάτος, όπως τον λέγαμε εγώ και τα ξαδέρφια μου. Ο παππούς ο Στρατής είχε και χωράφια στην Κιβωτό μιας και από εκεί έλκουμε την καταγωγή μας. Ήταν άνθρωπος κοινωνικός, με γνώσεις γύρω απ΄ τα επαγγέλματά του αλλά και κοινωνικές. Πρέπει να πω ότι υπερτερούσε όλων στις θεολογικές του γνώσεις. Έκανε σειρά ετών δεξιός ψάλτης στη μητρόπολη Βέροιας. Ούτε εκεί έμοιασα τον παππού μου. Ίσως γιατί πήρα απ’ τον άλλο παππού μου και βγήκα αριστερός.Αυτός λοιπόν ο παππούς ο Στράτος είχε ένα φίλο απ’ το χωριό Βατόλακκος. Και όταν συναντιόντουσαν απολάμβαναν την παρέα τους. Ο φίλος του παππού Στρατή όταν με γνώρισε έμελλε να γίνει ο παιδονόμος μου μιας και στα αυτιά μου βουίζουν οι συμβουλές του όταν με έβρισκε μαθητή στα Γρεβενά. Και πρέπει να πω ότι ήταν ο βασικός χρηματοδότης μου για τα παγωτά Κοντογιάννη στο παλιό καφενείο της πλατείας που πάντα ήταν απολαυστικότατα. Έτσι πληρώνουμε τα κιλά που δεν μπορούμε να ρίξουμε τώρα.Ο φίλος λοιπόν του παππού, ο σχεδόν άλλος παππούς, ήταν ο αείμνηστος μπαρμπα Γιάννης Χαλάτσογλου. Ο μπαρμπα Γιάννης ο οποίος γεννήθηκε το 1914 και ήρθε 10 χρονών με την προσφυγιά στο Βατόλακκο, καταγόταν από την Αμάσεια που είναι ανάμεσα στα όρια του Εύξεινου με τον Καππαδοκικό Πόντο. Ο πατέρας του Δημήτριος Κοκκινίδης καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου, αλλά βρέθηκε στην Αμάσεια όπου δούλευε σαν παπλωματάς, εξού και το νέο επώνυμο Χαλάτσογλου που στην τουρκική ερμηνεύεται σαν ο γιος του παπλωματά. Στην νέα πατρίδα ο Γιάννης Χαλάτσογλου ασχολήθηκε μαζί με τη γυναίκα του Μασμανίδου Μαρία (απ’ τη Σινώπη ορμώμενη) με τη γεωργία, κυρίως σιτηρά και καπνά όπως και με τα ζώα. Ήταν δηλαδή μια κλασσική αγροτική οικογένεια της περιοχής Γρεβενών. Όμως ο μπαρμπα Γιάννης ήταν άνθρωπος έξυπνος που τα βάσανα της ζωής αντί να τον κιοτέψουν όπως έλεγε, τον δυνάμωναν και τον έκαναν κάθε φορά να ανεβάζει τον πήχη πιο ψηλά.Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ασχολείται με θεριζοαλωνιστικές εργασίες και στη συνέχεια βάζει στόχο να ανοίξει κυλινδρόμυλο. Μέχρι τα γεράματά του ασχολούνταν μαζί με τα παιδιά του Γιώργο και Δημήτρη με την μονάδα του αλευρόμυλου που άνοιξε σε νέο μεγάλο οικόπεδο στο Βατόλακκο και που σήμερα διαχειρίζεται ο εγγονός του Γιάννης Χαλάτσογλου του Γιώργου. Η κυρά Μαρία η γυναίκα του εκτός από το Γιώργο και το Δημήτρη του χάρισε και έξι (6) κόρες.Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι ήταν στο μυαλό μου τις τελευταίες μέρες και πώς να μην τους θυμάσαι τέτοιους ανθρώπους, όταν κάθε τους σκέψη ή συμβουλή ήταν ένα μάθημα; Διακρίνονταν από τέτοια σοφία που μόνο άνθρωποι με στόχους και κυρίως αξίες κοινωνικές, πολιτιστικές, ανθρωπιστικές τσουλάνε τον πολιτισμό και τη γνώση ένα βήμα πιο μπροστά.Σήμερα είμαι σε ηλικία τέτοια που ήταν ο μπαρμπα Γιάννης όταν μου είπε εκείνο το αμίμητο: “Αγαπώ αυτόν που έχει γνώσεις. Αγαπώ και αυτόν που δεν ξέρει. Να τον ……….τη μάνα αυτόν που μισοξέρει”. Γι’ αυτό πρέπει να μας γίνει συνείδηση ότι η γνώση είναι πάνω απ’ όλα, είναι σπουδαίο εργαλείο “για να γενούνε τα σκοτάδια λάμψη” όπως έλεγε και ο Πέρσης ποιητής Ομάρ Καγιάμ.