Όλοι οι λαοί και οι λεγόμενοι «πρωτόγονοι» έχουν τραγούδια.
Αυτά διαθέτουν ένα στοιχειώδη λόγο και μια στοιχειώδη μουσική και υπηρετούν ένα πρακτικό σκοπό π. χ. την πρόκληση βροχής.
Σε περισσότερο εξελιγμένες κοινωνίες, αγροτικές, το τραγούδι που αποδίδει συναισθηματικές διαθέσεις και καταστάσεις, έχει ομαδικό χαρακτήρα, εφόσον οι κοινωνίες αυτές παραμένουν κλειστές.
Στην ελληνική γλωσσική χρήση ο προσδιορισμός «δημοτικό» παραπέμπει στην εποχή της παραδοσιακής αγροτικής κοινότητας.
Απαραίτητη είναι η διευκρίνιση ότι ο «ομαδικός χαρακτήρας» των δημοτικών τραγουδιών δε σημαίνει πως αυτά σχηματίζονταν σε συνεργασία από το σύνολο της ομάδας. Ένα άτομο, προικισμένο υπό την επήρεια μιας συναισθηματικής διάθεσης, «ταίριαζε» ένα τραγούδι (χρησιμοποιώντας παραδοσιακά εκφραστικά μέσα, θέματα κ.λ.π. ) στο οποίο έδινε τη δική του μουσική, αν είχε μουσικό χάρισμα.
Διαφορετικά, το προσάρμοζε σε μια από τις ήδη γνωστές μελωδίες. Το τραγούδι αυτό διαδίδονταν σύντομα στην κοινότητα και έξω από τα στενά της όρια, όπου δεχόταν τροποποιήσεις και έτσι προέκυπταν οι παραλλαγές του.
Ο Νικόλαος Πολίτης επιχείρησε τη θεματική κατάταξη των δημοτικών τραγουδιών ορίζοντας τις εξής κατηγορίες:
1.Ιστορικά
2.Κλέφτικα. Από την ύλη τους προήλθαν τα «ληστρικά»
3.Παραλογές
4.Τραγούδια της αγάπης. Εδώ ανήκουν και τα λιανοτράγουδα (δίστιχα ομοιοκατάληκτα) που το όνομά τους ποικίλει κατά τόπους, όπως μαντινάδες (Κρήτη).
5.Νυφιάτικα. Συνοδεύουν γαμήλιες τελετουργίες.
6.Ναναρίσματα, με τις πιο ποιητικές και λυρικές εικόνες της δημοτικής ποίησης. Και ο Γιώργος Σεφέρης παραδέχτηκε πως ένα δημοτικό νανούρισμα το βοήθησε να καταλάβει καλύτερα την ερμητική σύγχρονη τέχνη.
7.Κάλαντα-Βαϊτικα
8.Τραγούδια της ξενιτιάς
9.Μοιρολόγια και Μοιρολόγια του κάτω κόσμου
10.Γνωμικά τραγούδια, όπως το «Χαρείτε νιοι, χαρείτε νιές κι η μέρα ολοβραδιάζει/ κι ο Χάρος τις ημέρες μας μια μια τις λογαριάζει».
11.Εργατικά και βλάχικα (γεωργοκτηνοτροφικά )
12.Περιγελαστικά (για την άσχημη σύζυγο και τη νύφη που δεν την ήθελαν τα συμπεθέρια). Μεταγενέστερα, άλλοι μελετητές υιοθέτησαν την κατάταξη αυτή. Όμως τη διεύρυναν, όπως: τα Καταλόγια ( ερωτικά τραγούδια που εντοπίζονται μέσα στα έμμετρα βυζαντινά μυθιστορήματα ).
Οι τρεις τέχνες, του χορού, της μουσικής και της ποίησης άρχισαν ως μια, ως ένα οργανικό σύνολο. Σιγά-σιγά η τέχνη του χορού αυτονομήθηκε και η εκτέλεση της χορευτικής πράξης έγινε αυτοσκοπός. Χορός είναι η έκφραση συναισθημάτων με κινήσεις των χεριών, των ποδιών και του σώματος με συνοδεία μελωδίας και λόγου.
Σιγά – σιγά, σ΄ όλους σχεδόν τους λαούς, οι κινήσεις αυτές υπάκουσαν σε ορισμένους κανόνες. Και ενώ ο χορός είναι πανανθρώπινο φαινόμενο, οι κινήσεις και οι σημασίες του διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό και από εποχή σε εποχή. Ο ελληνικός παραδοσιακός λαϊκός χορός (δημοτικός) λειτούργησε και εκφράστηκε στην αγροτική κοινότητα στη φάση της κλειστής κοινωνίας.
Ο χορός διαπλέκεται με την καθημερινή ζωή του χωρικού. Ο ελληνικός λαός έχει εμπνευστεί πολλές παροιμίες από το χορό. Ακόμα και σήμερα θέλοντας να ενισχύσουμε τα επιχειρήματά μας, χρησιμοποιούμε παροιμίες όπως «νηστικό αρκούδι δε χορεύει, τώρα που μπήκαμε στο χορό θα χορέψουμε, δυο λαλούν και τρεις χορεύουν».
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της λαϊκής χορευτικής παράδοσης είναι ότι όλοι συμμετέχουν στη χορευτική πράξη ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι καλοί χορευτές. Συνήθως η χορευτική δομή επιτρέπει ελεύθερους προσωπικούς αυτοσχεδιασμούς. Κάθε γεωγραφική περιοχή παρουσιάζει μια ιδιαίτερη χορευτική ταυτότητα.
Τα δημοτικά τραγούδια με τα τρία επιμέρους στοιχεία (ποίηση, μουσική, χορός) είναι η λαϊκή καταγραφή του κύκλου της ζωής: από τη γέννηση ως την ταφή.
Τραγουδιόνταν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως αρραβώνες, γάμους, βαφτίσεις, γιορτές, πανηγύρια. Γράφτηκαν σε ορισμένη εποχή, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Από τότε που οι συνθήκες εξέλιπαν, σταμάτησαν να γράφονται και δημοτικά τραγούδια. Όμως φορείς- πολιτιστικοί σύλλογοι, κέντρα ελληνικής παράδοσης- έχουν αναλάβει τη διατήρηση της μουσικής κληρονομιάς.
Γιατί μέσα σ΄ αυτή βρίσκουμε ζωντανά τα στοιχεία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά, ν΄ αναζητήσουμε πρότυπα και αξίες, που έχουμε ανάγκη για να αντισταθούμε στην πολιτιστική αλλοτρίωση. Η μαζική εμφάνιση συλλόγων γίνεται στην προπολεμική Ελλάδα και κυρίως στην περίοδο του μεσοπολέμου. Οι πρώτοι σύλλογοι ήταν επιστημονικοί, δηλ. οι ιδρυτές και τα μέλη τους ήταν άτομα καταξιωμένα στην Αθήνα που ήθελαν να προσφέρουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Συγκέντρωναν ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία, έκαναν εκδηλώσεις. Στη δεκαετία του ’60, που μεγάλα κύματα αγροτικών πληθυσμών συνέρεαν στην Αθήνα για αναζήτηση εργασίας και η ανάγκη για διατήρηση της επαφής με τους συγχωριανούς είναι μεγάλη, ο χαρακτήρας των σωματείων γίνεται κοινωνικός.
Στη δικτατορία η λαϊκή παράδοση δέχεται πλήγμα, γιατί τη χρησιμοποιεί με τη δική της αντίληψη για να προσεγγίσει λαϊκά στρώματα. Στη μεταπολίτευση οι σύλλογοι εργάστηκαν για την καταξίωση της παράδοσης.
Στη δεκαετία του ’80 οι πολιτιστικοί σύλλογοι αποκτούν και πολιτικό υπόβαθρο. Τα κόμματα πετυχαίνουν την πολιτική τους διείσδυση στην επαρχία και τους ετεροδημότες.
Από τη δεκαετία του ’90 παρατηρείται μια στασιμότητα στη δραστηριότητα των συλλόγων. Στις μέρες μας υπάρχουν πολλοί σύλλογοι.
Λίγοι είναι όμως εκείνοι που προωθούν τις πολιτιστικές δραστηριότητες, που στοχεύουν στην επαφή των μελών τους με την ταυτότητα της καταγωγής τους. Πολιτικές σκοπιμότητες ή ωφελιμιστικά κίνητρα γίνονται πολλές φορές οι αιτίες ίδρυσης ενός συλλόγου, αφού κάποιοι τους βλέπουν ως μέσο για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Παρόλα αυτά οι πολιτιστικοί σύλλογοι είναι οι κυριότεροι φορείς για την εκμάθηση δημοτικών χορών. Το σχολείο κατέχει τη δεύτερη θέση –ιδιαίτερα τα Μουσικά σχολεία έχουν αναλάβει αυτό το ρόλο- και την τελευταία έχει η οικογένεια. Κάποιοι από αυτούς συμβάλουν στη διάδοση των δημοτικών τραγουδιών και των ελληνικών παραδοσιακών χορών στον ελληνικό χώρο, αλλά και παγκόσμια, αφού δείχνουν στους ξένους που επισκέπτονται τη χώρα μας, μια άγνωστη πτυχή του νεοελληνικού πολιτισμού.
Ακόμα τα χορευτικά συγκροτήματα που πηγαίνουν στο εξωτερικό λειτουργούν ως πρεσβευτές της χώρα μας και βοηθούν να προβληθεί η κουλτούρα του λαού μας.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε φωτεινές περιπτώσεις που ασχολούνται με την καταγραφή και διάσωση της δημοτικής μουσικής: ο Σύλλογος του Σίμωνα Καρρά, η Δόμνα Σαμίου, ο Παναγιώτης Μυλωνάς-ΕΡΤ, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, το Πελοποννησιακό Ίδρυμα, ο Σύλλογος της Δώρας Στράτου, το Λύκειο Ελληνίδων ,το κέντρο εθνομουσικολογίας, το Πανεπιστήμιο Κρήτης κ. α..
Τέλος οι αυτοδίδακτοι λαϊκοί οργανοπαίχτες και τραγουδιστές συντηρούν αλλά και διαδίδουν το δημοτικό τραγούδι, τραγουδώντας το στα πανηγύρια, τους γάμους ή κάποιες άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις.
Κάποιες φορές, όμως, προσπαθώντας να τα προσαρμόσουν στις σύγχρονες χορευτικές ανάγκες, αλλοιώνουν το γνήσιο και αυθεντικό ύφος τους- στο ρυθμό και στο περιεχόμενο- με αποτέλεσμα να βλάπτουν παρά να ωφελούν το σκοπό αυτό.
Κατά τον ίδιο τρόπο αλλοιώνεται και η γνήσια χορευτική και ενδυματολογική παράδοση.
Εκτός όλων αυτών, ακόμα γίνονται συνέδρια, οργανώνονται διαλέξεις και τα ΜΜΕ συμβάλουν στον ίδιο σκοπό με ανάλογες εκπομπές (ίσως χρειάζονται περισσότερες). Σήμερα ο νεοέλληνας έχει αποβάλλει την προκατάληψη, που υπήρχε παλιότερα, ότι η παραδοσιακή μουσική ήταν αντιαστικό φαινόμενο. Αντίθετα, τραγουδά, χορεύει και εκδηλώνεται .
Ο Έλληνας επιστρέφει σε λησμονημένα παραδοσιακά στοιχεία, ως ένα βαθμό είναι θέμα κληρονομικότητας, γιατί «οι πρόγονοί μας μιλούν μέσα μας». Έτσι το δημοτικό τραγούδι και οι παραδοσιακοί χοροί αποτελούν μια εναλλακτική μορφή ψυχαγωγίας. Βέβαια, έχει διαφοροποιηθεί ο τρόπος και ο χώρος που χορεύει κάποιος. Οι ρυθμοί έχουν γίνει πιο γρήγοροι και τα μουσικά κέντρα διασκέδασης αποτελούν τους κατεξοχήν χώρους.
Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και ο πολιτισμός, συμβάλλοντας στην ανάδειξη των εθνικών ταυτοτήτων. Η Ευρώπη δεν είναι χωνευτήρι πολιτισμών, αλλά χαρακτηρίζεται από την πολλαπλότητα των πολιτισμών.
Έτσι δε στοχεύει στην εξάλειψη των ταυτοτήτων- που σφυρηλατήθηκαν με το πέρασμα αιώνων, ακόμα και χιλιετιών- αλλά στην ενίσχυση της πολιτισμικής διάστασης αυτών των συστατικών στοιχείων, ώστε να αντισταθεί η Ευρώπη στην τυποποίηση που απαιτεί ο νόμος της αγοράς.
Αυτό το δεδομένο σε συνδυασμό με τις προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας,(Υπουργεία παιδείας , πολιτισμού, εσωτερικών κ.α.) των Περιφερειών , Νομαρχιών (αντιπεριφερειών), των Δήμων, των συλλόγων, αλλά και του καθενός από εμάς προσωπικά, η παραδοσιακή μουσική θα συμβάλει στη συνέχιση του ελληνισμού…..
Νικόλαος Γ. Ζυγογιάννης
καθηγητής