Τέλη δεκαετίας του ’80, καλοκαίρι του 1987 ή του 1988 θα ήταν, έψαχνα δουλειά.
Πήρα μια εφημερίδα – τότε οι αγγελίες ήταν μπόλικες – και βρήκα πως ζητούσαν νέους για εργασία σε fast-food.
Ηταν μια αλυσίδα ταχυφαγείων, στα Χαυτεία. Ετρωγα και εγώ αρκετές φορές από εκεί. Ετοιμάστηκα, πήγα, με είδαν, έπιασα δουλειά. Ωράριο βραδινό: Από τις 5 ως τις 12:30-1 μετά τα μεσάνυχτα.
Το μεροκάματο αστείο, αλλά η δουλειά ήταν απλή: Καθάριζα τα τραπέζια από τους δίσκους.
«Οταν αποκτήσεις εμπειρία θα ανέβεις, θα περάσεις μέσα από τον πάγκο και θα σερβίρεις ή ακόμη θα γίνεις και ψήστης» με πληροφόρησε ένας παλιός.
Φυσικά, για μένα ήταν προσωρινή δουλειά, για το χαρτζιλίκι, ωστόσο ξεκίνησα φιλότιμα να καθαρίζω τραπέζια. Κάποια στιγμή, μου ζήτησαν να πάω μέχρι το ψυγείο και να φέρω μπιφτέκια για ψήσιμο.
Ανοίγω την πόρτα και… ήρθε το πρώτο σοκ σε όραση και όσφρηση. Μια αποπνικτική μυρωδιά και η θέα του αίματος στα κατεψυγμένα, μου έφεραν αναγούλα. Τα πήγα στον ψήστη και συνέχισα τη δουλειά μου.
Κούραση και ορθοστασία, αλλά όταν έσπασε λίγο η δουλειά, ήρθε η στιγμή που μας είχαν υποσχεθεί: Τσάμπα φαγητό κάθε βράδυ, όσο θέλαμε.
Πήρα έναν από τους εκατοντάδες δίσκους που είχα καθαρίσει και πήγα να τον γεμίσω. Πρώτη στάση τα μπέργκερ.
«Ε, καλύτερα μην φας από αυτά» με συμβούλεψε ο «παλιός». Τον άκουσα, αλλά δεν ρώτησα.
Προχωρώ παρακάτω και πάω να βάλω ένα λουκάνικο. «Δε στο συνιστώ» μου λέει πατρικά.
«Δε μου λες καλύτερα τι να προτιμήσω;» τον ρωτάω.
«Πάρε κανένα ψωμάκι, καμιά πατατούλα, άντε και κανένα κοτόπουλο πανέ» μου προτείνει.
Βλέπει την απορία στα μάτια μου και συμπληρώνει: «Οχι ότι υπάρχει πρόβλημα, αλλά ρε παιδί μου, εργαζόμενοι είμαστε, να τρώμε κάπως καλύτερα εμείς από τους πελάτες, έτσι δεν είναι;». Προφανώς, όντας μόνο ένα βράδυ εκεί, δεν ήμουν της εμπιστοσύνης του για να μου πει και περισσότερα.
Οι συμβουλές του «παλιού» και η εικόνα από το ψυγείο ήταν αρκετά, δεν ήθελα να ακούσω άλλα. Ακούμπησα το δίσκο, χωρίς να βάλω μπουκιά στο στόμα μου.
Με το τέλος της βάρδιας ήρθε ο υπεύθυνος του καταστήματος – και μαζί και η κατακλείδα: «Μικρέ, να πας να κουρευτείς, έχουν μακρύνει τα μαλλιά σου, εδώ πρέπει να τηρούνται κανόνες υγιεινής».
Πήρα το μεροκάματό μου και κάπου εκεί, έληξε άδοξα η σύντομη απόπειρα να δουλέψω σε φαστφουντάδικο. Έκτοτε δεν ξαναδοκίμασα. Λίγα χρόνια αργότερα, έκλεισε και η συγκεκριμένη αλυσίδα.
Η μικρή πλην διδακτική, θέλω να ελπίζω, ιστορία, παρατίθεται ως μικρή παρακαταθήκη στους υπαλλήλους που δεν δίστασαν να δημοσιοποιήσουν αλήθειες για όσα «μαγειρεύονται πίσω από την πλάτη μας» σε ταχυφαγεία…
iefimerida