Το βραβείο θα απονεμηθεί μετά θάνατον στον έναν από τους τρεις τιμώμενους που απεβίωσε την Παρασκευή
Ο Αμερικανός Bruce Beutler και ο Jules Hoffmann από το Λουξεμβούργο θα μοιραστούν μεταξύ τους το μισό βραβείο Νομπέλ Ιατρικής και Φυσιολογίας 2011 για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με τη μη ειδική ανοσία. Το υπόλοιπο μισό δίνεται στον ΚαναδόRalph Steinman για την ανακάλυψη των δενδριτικών κυττάρων και τον ρόλο τους στην ειδική ανοσία. Οπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής του βραβείου, οι τρεις τους «έφεραν επανάσταση στην κατανόηση του ανοσοποιητικού συστήματος ανακαλύπτοντας αρχές-”κλειδιά”’ της λειτουργίας του».
Λίγο μετά την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας έγινε γνωστό ότι ο Ralph Steinman έχασε τη μάχη με τον καρκίνο την περασμένη Παρασκευή. Παρά το γεγονός ότι η διαθήκη του Alfred Nobel ορίζει ρητώς ότι τα βραβεία δεν αποδίδονται μετά θάνατον, η επιτροπή, σύμφωνα με το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων AFP φέρεται να αποφάσισε ότι θα διατηρήσει την επιλογή της κάνοντας εξαίρεση στον κανονισμό. Απομένει να διαπιστωθεί αν αυτό είναι δυνατόν.
«Μόλις μάθαμε την είδηση αυτή. Δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τη λύπη μας που δεν είχε τη χαρά να μάθει ότι βραβεύεται με το Νομπέλ Ιατρικής» δήλωσε, σύμφωνα με το AFP ο γραμματέας της επιτροπής Goran Hansson στο σουηδικό πρακτορείο ειδήσεων ΤΤ.«Δεν θα ορίσουμε κάποιον άλλο νικητή. Αυτή είναι η απόφασή μας, θα πρέπει να εξετάσουμε πώς θα γίνει πρακτικά η απονομή του βραβείου».
Ανοσοποιητικό: προστάτης του οργανισμού
Τόσο οι άνθρωποι όσο και τα άλλα είδη συγκατοικούμε κυριολεκτικά με τους μικροοργανισμούς. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι είτε ωφέλιμοι, είτε ουδέτεροι. Για τη μικρή μειοψηφία εκείνων που είναι απειλητικοί για τη ζωή μας, ο οργανισμός μας έχει αναπτύξει μια σειρά μηχανισμών άμυνας, στους οποίους πρωταγωνιστεί βεβαίως το ανοσοποιητικό σύστημα.
Η μη ειδική ανοσία (φυσική ανοσία), η οποία αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας του ανθρώπινου οργανισμού, είναι εξελικτικά η παλαιότερη. Είναι η ανοσία που διαθέτουν επίσης τα φυτά, τα έντομα και οι μύκητες . Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που εμπλέκονται στη φυσική ανοσία αναχαιτίζουν τις επιθέσεις των μικροοργανισμών με μη ειδικό τρόπο, με τρόπο δηλαδή που είναι κοινός για κάθε τύπο μικροοργανισμού. Αυτό το είδος ανοσίας δεν επιφέρει μακρόχρονη προστασία έναντι των εκάστοτε μικροοργανισμών από τους οποίους έχουμε προσβληθεί.
Επόμενη γραμμή άμυνας του οργανισμού είναι η ειδική ανοσία (επίκτητη ανοσία). Αυτή αναπτύσσεται με τη βοήθεια κυττάρων που εμπλέκονται στη μη ειδική ανοσία και τα οποία παρουσιάζουν στο ανοσοποιητικό σύστημα τα αντιγόνα των μικροοργανισμών που μας επιτίθενται, έτσι ώστε να δημιουργηθούν ειδικά αντισώματα. Η ειδική ανοσία επιφέρει μακρόχρονη προστασία έναντι των οργανισμών που μας προσβάλλουν.
Jules Hoffmann, τέως διευθυντής του Ινστιτούτου Μοριακής και Κυτταρικής Βιολογίας, Στρασβούργο
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Jules Hoffmann, εργαζόμενος με τις μύγες του είδους Drosophila melanogaster, παρατήρησε ότι όσες έφεραν μεταλλάξεις στο γονίδιο Toll δεν μπορούσαν να προβάλλουν αντίσταση σε μύκητες ή βακτήρια και πέθαιναν μετά από την προσβολή. Διερευνώντας περαιτέρω, ο 70χρονος σήμερα Hoffmann, διαπίστωσε ότι το προϊόν του γονιδίου Toll εμπλεκόταν στην ανίχνευση της παρουσίας των μικροοργανισμών, ώστε να μπορέσει ο οργανισμός να προχωρήσει στην «ανέγερση οχυρωματικών έργων». Με άλλα λόγια, διαπίστωσε ότι η πρωτείνη Toll λειτουργούσε ως αγγελιαφόρος πληροφορώντας τον οργανισμό για την επίθεση.
Bruce Beutler, καθηγητής Γενετικής και Ανοσολογίας, Ινστιτούτο Scripps, Λα Χόγια, ΗΠΑ
Στην ίδια χρονική περίοδο, τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του 54χρονου σήμερα Bruce Beutler αφορούσαν το σηπτικό σοκ, μια απειλητική για τη ζωή υπερ-ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Εργαζόμενοι με ποντικούς, ο Beutler και οι συνεργάτες του αναζητούσαν τον υποδοχέα πάνω στον οποίο προσδένεται το βακτηριακό προϊόν LPS, το οποίο προκαλεί το σηπτικό σοκ. Διαπίστωσαν ότι αυτό προσδένεται σε έναν υποδοχέα τύπου-Toll και πως υπό κανονικές συνθήκες πυροδοτεί την αντίδραση της φλεγμονής που χαρακτηρίζει τη μη ειδική ανοσία.
Ralph Steinman, Διευθυντής Κέντρου Ανοσολογίας, Πανεπιστήμιο Rockefeller
Το 1973 ο μόλις 30 ετών Καναδός Ralph Steinman, ανακάλυψε έναν νέο τύπου κυττάρου του ανοσοποιητικού το οποίο ονόμασε δενδριτικό κύτταρο. Στη συνέχεια μπόρεσε να καταδείξει ότι τα δενδριτικά κύτταρα ενεργοποιούν τα Τ κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος τα οποία με τη σειρά τους αναπτύσσουν ανοσολογική μνήμη ενάντια στους μικροοργανισμούς από τους οποίους δεχόμαστε επίθεση. Περαιτέρω διερεύνηση από τον Steinman, αλλά και άλλους επιστήμονες, κατέδειξε ότι η «συνομιλία» ανάμεσα στα δενδριτικά και τα Τ κύτταρα, είναι καθοριστική για την απόφαση του ανοσοποιητικού συστήματος να αντιδράσει έναντι του εισβολέα και όχι έναντι του εαυτού του (όπως συμβαίνει στα αυτοάνοσα νοσήματα).
Ιατρικές προεκτάσεις
Συνολικά, οι τρεις τιμώμενοι με τις ανακαλύψεις τους άνοιξαν τον δρόμο για τη δημιουργία αποτελεσματικότερων εμβολίων, αλλά και εμβολίων νέου τύπου τα οποία δημιουργούνται προκειμένου να στρέψουν το ανοσοποιητικό σύστημά μας ενάντια σε καρκινικούς όγκους. Επίσης επέτρεψαν την καλύτερη κατανόηση των φλεγμονοδών νόσων. Τις δυνατότητες των εφαρμογών των δενδριτικών κυττάρων αποκαλύπτει η συγκινητική ιστορία του Steinman, ο οποίος, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Πανεπιστημίου Rockefeller, διαγνώσθηκε με καρκίνο του παγκρέατος πριν από 4 χρόνια και παρέτεινε τη ζωή του με ένα εμβόλιο δενδριτικών κυττάρων που σχεδίασε και παρασκεύασε ο ίδιος.
Ιωάννα Σουφλέρη