Αποκαλυπτικά στοιχεία για την οικονομική κρίση, την καταναλωτική συμπεριφορά των πολιτών, την επίδραση των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στην πορεία της ελληνικής οικογένειας την περίοδο 2008-2013, δίνει η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα που δημοσιεύει η «ΗτΣ».
Η εν λόγω μελέτη έχει τίτλο «Ερευνα Εμπιστοσύνης Καταναλωτή» και εκπονήθηκε από τον τέως καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου, Επαμ. Πανά, για λογαριασμό του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.
Οι ερευνητές αναλύουν και τα λεγόμενα «ζωικά ένστικτα» όπως τα αναφέρει ο γνωστός οικονομολόγος Kaynes: «Η αισιοδοξία, η απαισιοδοξία κινούν την κατανάλωση, την αποταμίευση και τις επενδύσεις».
Από τις στάσεις και τα συναισθήματα του καταναλωτή προκύπτει η εμπιστοσύνη του καταναλωτή. Οι έρευνες εμπιστοσύνης καταναλωτή είναι σχεδιασμένες έχοντας ως στόχο τη διερεύνηση των τάσεων και των προσδοκιών των καταναλωτών σχετικά με το παρελθόν και το μέλλον της δικής τους οικονομικής κατάστασης, αλλά και της οικονομίας γενικά. Η διάθεση των καταναλωτών, που απεικονίζεται μέσω του δείκτη εμπιστοσύνης καταναλωτή, συνιστά ένα πρόδρομο δείκτη για την κατανάλωση στην πραγματική οικονομία, την ανεργία, το λιανεμπόριο και άλλους παράγοντες της οικονομίας. Όταν οι καταναλωτές πιστεύουν ότι η οικονομία δεν βελτιώνεται, τότε αυτοί επιλέγουν να μη δαπανούν καθιστώντας ακόμα δυσκολότερο το εγχείρημα ανάκαμψης της ασθενούς οικονομίας από την ύφεση.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι πολίτες είναι περισσότερο αισιόδοξοι κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων και γίνονται γρήγορα απαισιόδοξοι, αφού οι προσδοκίες τους υποχωρούν. Επίσης, σημαντικό εύρημα είναι το γεγονός ότι η οικονομική κρίση και οι περιοριστικές πολιτικές οδήγησαν σε κατάρρευση του εισοδήματος των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση του δείκτη εμπιστοσύνης στην κατανάλωση.
Σε γενικές γραμμές η έρευνα αποκαλύπτει ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, γεγονός που σημαίνει ότι οι πολίτες δεν περιμένουν ανάκαμψη της οικονομίας. Συγκεκριμένα:
[1]
Από την αρχή της οικονομικής κρίσης, σε χρονικό διάστημα μόλις ενός έτους, 2013-2014, το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε κατά 14 δισ. ευρώ, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο ποσό που έχασαν μέσα σε ένα έτος οι Έλληνες από την αρχή της οικονομικής κρίσης.
[2] Το 2013, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στα 122,2 δισ. ευρώ, ενώ το έτος 2012 είχε διαμορφωθεί στα 136,2 δισ. ευρώ. Το 2009, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είχε φθάσει στα 170,7 δισ. ευρώ. Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών-καταναλωτών τη χρονική περίοδο 2009-2013 είναι τρομακτική: 28,4%. Εντός μόλις μίας πενταετίας οι Έλληνες πολίτες είχαν απώλεια 28,4% του εισοδήματός τους. Η μείωση κατά 14 δισ. ευρώ του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οφείλεται στη συρρίκνωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 10,7% και τη μείωση κατά 12,3% των κοινωνικών παροχών που εισπράττουν τα νοικοκυριά.
[3] Ως προς την τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών, αυτή διαμορφώθηκε στα 129,9 δισ. ευρώ, το 2013, από 134,7 δισ., που ήταν το 2012. Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών συρρικνώθηκε κατά 4,8 δισ. ευρώ. Από την αρχή της οικονομικής κρίσης μέχρι το 2013 (2008-2013) τα νοικοκυριά έχασαν: 48,4 δισ. ευρώ Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποτυπωθεί και αλλιώς: Στα χρόνια της κρίσης (2008- 2013), αφαιρέθηκαν από την αγορά 34,7 δισ. ευρώ ή, επίσης, η τελική κατανάλωση υποχώρησε κατά 21%.
[4] Tα νοικοκυριά, λόγω της δυσμενούς οικονομικής τους κατάστασης, αλλάζουν και τις καταναλωτικές τους συμπεριφορές. Επίσης, φαίνεται καθαρά ότι οι υπεύθυνοι χάραξης της οικονομικής πολιτικής, δηλαδή οι μνημονιακές κυβερνήσεις, δεν κατάφεραν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Επιπλέον η μνημονιακή οικονομική πολιτική συνέβαλε ώστε η κοινωνία των 2/3 καλής διαβίωσης (δύο στους τρεις Έλληνες μπορούσαν να έχουν ένα καλό επίπεδο διαβίωσης) πριν από την κρίση να μετασχηματιστεί σε μια κοινωνία του 1/3 καλής ή ανεκτής διαβίωσης κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, μετά την εφαρμογή των μνημονίων, μόνο ένας στους τρεις Έλληνες έχει τη δυνατότητα να καλύψει τις ανάγκες του, ενώ δύο στους τρεις Έλληνες να κινδυνεύουν να μεταπηδήσουν στην κατάσταση της οικονομικής εξαθλίωσης.
Έτσι, μόνο το 33% του πληθυσμού είναι πιθανόν ότι θα μπορέσει να διατηρήσει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης. Είναι προφανές ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας που προκαλεί την αύξηση της κοινωνίας των φτωχών, είναι η απώλεια του διαθέσιμου εισοδήματος. Εύλογο είναι ότι και η εμπιστοσύνη του καταναλωτή, η οποία μεταφράζεται σε ικανοποίηση από την οικονομία, κάτω από αυτές τις συνθήκες ασφαλώς και επηρεάζεται. Όσο λιγότερο είναι ικανοποιημένος ο καταναλωτής από την οικονομία, τόσο λιγότερα ποσά θα δαπανά. Όταν η ανεργία αυξάνεται και παράλληλα μειώνονται τα εισοδήματα και οι συντάξεις, θα μειώνεται και η εμπιστοσύνη του καταναλωτή. Ο κύκλος αυτός θα επαναλαμβάνεται μέχρις ότου οι καταναλωτές επιλέξουν έναν άλλο τρόπο ζωής και ενσωματωθούν στους «νεόπτωχους».
[5] Την περίοδο β’ τρίμηνο 2008 ? γ’ τρίμηνο 2009 παρουσιάζεται μία αυξητική τάση του Δείκτη Εμπιστοσύνης του Καταναλωτή και στο διάστημα δύο εκλογικών αναμετρήσεων ο Δείκτης βρίσκεται στο μέγιστο της τάξης του (40,3). Η τιμή του Δείκτη Εμπιστοσύνης Καταναλωτή είναι μικρότερη της τιμής βάσης που είναι το 50 και αυτό δείχνει ότι, τα ελληνικά νοικοκυριά εμφανίζονται απαισιόδοξα. Έτσι, αυτή τη στιγμή το Χρηματιστήριο βρίσκεται στα πιο χαμηλά του επίπεδα, η κτηματαγορά αντιμετωπίζει τη χειρότερή της κατάσταση, η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε κρίση, οι μισθοί και οι συντάξεις μειώνονται, η φτώχεια και η ανεργία αυξάνονται. Πώς είναι δυνατόν ο Έλληνας καταναλωτής να αισθάνεται αισιόδοξος;
[6] Τα στοιχεία δείχνουν λοιπόν ότι ο πολίτης-καταναλωτής, κατά την προεκλογική περίοδο, δίνει σημασία στις υποσχέσεις των κομμάτων, όμως συνήθως οι δοθείσες υποσχέσεις μετά τις εκλογές παραβιάζονται και οι ελπίδες εκπλήρωσής τους μηδενίζονται. Παρατηρείται όμως το παράδοξο όταν πάλι προκηρύσσονται εκλογές, οι πολίτες να είναι πάλι αισιόδοξοι ξεχνώντας ότι είχαν διαψευσθεί παλιότερα οι υποσχέσεις των κομμάτων. Η μνήμη του καταναλωτή εμφανίζεται ως προς αυτό «μηδενική» και η εξαπάτηση αποτελεί στοιχείο της δυσλειτουργίας της καταναλωτικής οικονομίας.
[7] Aνεξάρτητα από την ηλικιακή ομάδα, οι καταναλωτές παραμένουν απαισιόδοξοι, αφού η τιμή του δείκτη είναι μικρότερη από 50. O μέσος όρος του Δείκτη Εμπιστοσύνης του Καταναλωτή εμφανίζει τη μεγαλύτερή του τιμή στην ηλικιακή ομάδα πολιτών κάτω των 29 ετών (33,8). Ακολουθεί η ηλικιακή ομάδα των 60 ετών και άνω με 31,6.
H σύγκριση της τιμής του Δείκτη Εμπιστοσύνης του Καταναλωτή του πρώτου τριμήνου (Q1) του 2008 με το τρίτο τρίμηνο (Q3) του 2014 παρουσιάζει σε κάθε ηλικιακή ομάδα μείωση που σημαίνει στην πράξη αύξηση της απαισιοδοξίας.
[8] Οι τιμές του Δείκτη Εμπιστοσύνης Καταναλωτή μειώνονται σταδιακά από το επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης προς το επίπεδο υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Οι πολίτες με επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης εμφανίζουν τιμή Δείκτη με μέσο όρο 31,9 και φαίνεται να έχουν μικρότερη απαισιοδοξία σε σύγκριση με εκείνους επιπέδου μέσης εκπαίδευσης (27,4) ή υποχρεωτικής εκπαίδευσης (25,7).
[9] Με βάση την τιμή του Δείκτη Εμπιστοσύνης του Καταναλωτή εκείνων που βρίσκονται σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, παρατηρούμε ότι, στην έναρξη της κρίσης, η τιμή του Δείκτη είχε την ελάχιστη τιμή της, γύρω στο 15,3, ενώ στη συνέχεια, λίγο πριν από την παραίτηση της κυβέρνησης, η τιμή του Δείκτη έφθασε στο μέγιστο, 32,6, ακριβώς γιατί οι πολίτες-καταναλωτές εμπιστεύθηκαν τις υποσχέσεις με το γνωστό «λεφτά υπάρχουν».
Φτώχεια: Κοινωνία του ενός τρίτου
Αμεση είναι η σχέση της ανεργίας με την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Τόσο η ανεργία όσο και η ακολουθούμενη φτώχεια έχουν άμεση συνέπεια στην ψυχολογία του ατόμου και γενικότερα στο οικονομικό, κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 20,3% των πολιτών το 2013 αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Στην ερώτηση των πολιτών για το πώς αξιολογείται η φτώχεια, οι δείκτες είναι δραματικά χαμηλοί, κάτω από 10 ορισμένες φορές. Οι καταναλωτές δίνουν σημασία στις προεκλογικές υποσχέσεις, με αποτέλεσμα η τιμή του δείκτη να αυξάνεται, δηλαδή οι πολίτες πιστεύουν ότι η φτώχεια την επόμενη χρονιά θα μειωθεί. Όμως, το γ΄ τρίμηνο 2014 ο δείκτης βρέθηκε στο 19 (βάση το 50) με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί η κοινωνία του 1/3. Δηλαδή 1 στους 3 έχει καλό επίπεδο διαβίωσης. Τα προβλήματα των 2/3 οφείλονται στην ανεργία, τη φτώχεια, την κοινωνική περιθωριοποίηση.
Σύμφωνα με την έρευνα η μεσαία τάξη που ήταν η βάση της κοινωνίας των 2/3 εξαφανίστηκε ή μετασχηματίστηκε σε μια κοινωνία με έντονα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Οι πολίτες, ερωτώμενοι για τη φτώχεια στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο, δείχνουν απόλυτα απαισιόδοξοι.
Οι Ελληνες δεν έχουν πια «κομπόδεμα»
Οι αποταμιεύσεις έγιναν… φόροι και λογαριασμοί
H κρίση «έφαγε» τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων από το 2010 και μετά. Σύμφωνα με την έρευνα για το Οικονομικό Επιμελητήριο, ο δείκτης δυνατότητας αποταμίευσης ήταν στο ανώτερο επίπεδο (41,1 με βάση το 50), για να φτάσει στο 27 το τρίτο τρίμηνο του 2014. Μειώθηκε δηλαδή η δυνατότητα και η αισιοδοξία για αποταμίευση κατά 14,4 μονάδες.
Οι Ελληνες δεν θεωρούν κατάλληλη την εποχή για αποταμιεύσεις, καθώς τα νοικοκυριά προσπαθούν να πληρώσουν φόρους και λογαριασμούς. Μάλιστα, σύμφωνα με την έρευνα αδιαφόρως της οικονομικής ή εργασιακής κατάστασης οι ερωτηθέντες δεν σκέφτονται και δεν μπορούν να κάνουν πλέον «κομπόδεμα». Στο ερώτημα αν θα αποταμιεύσουν τον επόμενο χρόνο ο δείκτης είναι 10,7 (βάση το 50), δηλαδή δεν υπάρχει ελπίδα να αποταμιεύσουν.
Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτοί που βρίσκονται σε δύσκολη ή πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση δεν έχουν ούτε ένα ευρώ για αποταμίευση, αλλά και όσοι ζουν άνετα δεν μπορούν να κρατήσουν χρήματα. Ετσι:
- Το 2007, προ κρίσης, η αποταμίευση των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στα 13,7 δισ.
- Το 2013 τα νοικοκυριά εμφανίζουν λόγω κρίσης, αρνητική αποταμίευση κατά 11,2 δισ. Αυτό σημαίνει ότι για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωσή τους στη διάρκεια της κρίσης άρχισαν να χρησιμοποιούν τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις τους.
Τα στοιχεία σχετίζονται με την καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων την περίοδο της κρίσης. Προκειμένου να επιβιώσουν οι οικογένειες «τρώνε» τις αποταμιεύσεις τους, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει και η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα, τις τράπεζες, την ηθική της υπευθυνότητας.