Με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) σχηματίστηκε η μεγάλη Βουλγαρία, τα σύνορα της οποίας εκτεινόταν προς δυσμάς ως τον Αλιάκμονα αφήνοντας εκτός του εδάφους της μόνο τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική.
Πολλά λέγονται για τον πανσλαβισμό και τις δόλιες μεθοδεύσεις του κατά του ελληνισμού. Αποσιωπάται όμως ότι η Ρωσία είχε προτείνει τότε στην Ελλάδα πολεμική σύμπραξη κατά των Τούρκων, την οποία η χώρα μας απέρριψε καθ’ υπόδειξη του πρεσβευτή της Αγγλίας προς το φερέφωνό της βασιλιά μας. Αν η χώρα μας ήταν ανεξάρτητο κράτος και όχι προτεκτοράτο της Αγγλίας, η Μακεδονία και η Θράκη θα ήταν ελεύθερες το 1878 και η Βουλγαρία θα περιοριζόταν στα σημερινά της εδάφη και δεν θα έπασχε από τον αρρωστημένο μεγαλοϊδεατισμό, που εξέθρεψε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Βέβαια με τη συνθήκη του Βερολίνου, που ανέτρεψε την προηγούμενη, η Βουλγαρία περιορίστηκε κατά πολύ και η Ρωσία δεν κατάφερε ούτε καν έμμεση έξοδο στο Αιγαίο. Πέραν αυτού οι δυτικοί, άσπονδοι εχθροί της, φρόντισαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των νέων χωρών, Ρουμανίας και Βουλγαρίας, τοποθετώντας βασιλείς από γερμανικούς οίκους. Και για μεν τη Ρουμανία η εξέλιξη είναι κατανοητή, καθώς οι Ρουμάνοι έτρεμαν και αντιπαθούσαν τους Σλάβους γείτονές τους. Πώς όμως ανέχθηκαν οι Ρώσοι να χάσουν παντελώς τον έλεγχο στη Βουλγαρία, που ελευθέρωσαν; Την υποταγή στις κεντρικές αυτοκρατορίες των δύο αυτών χωρών πλήρωσαν οι δύο άλλοι λαοί της Βαλκανικής, Έλληνες και Σέρβοι, αλλά και οι «σύμμαχοί» τους Αγγλογάλλοι κατά τους δύο πολέμους του 20ου αιώνα. Είναι εκπληκτικό το ότι αυτοί δεν αντέδρασαν διόλου στην κατάληψη από τους Βουλγάρους της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας, καθ’ υπόδειξη των πανισχύρων Αυστριακών και Γερμανών. Η Ελλάδα δέχθηκε τους πρόσφυγες, που εγκατέλειπαν τα αστικά κέντρα της κατακτημένης από τους Βουλγάρους περιοχής αμέσως μετά το συμβάν (1885) και ως τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε οι Βούλγαροι επέβαλαν άγρια τρομοκρατία στους Έλληνες. Αφού δεν αντιδρούν οι «προστάτες» μας Άγγλοι, πρέπει και μεις να σιωπούμε!
Η κατά ανώδυνο τρόπο προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία αναπτέρωσε τον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό. Γιατί να μην επαναληφθεί το ίδιο και με τη Μακεδονία; Η Εξαρχία ήταν πρώτης τάξεως όπλο για την απόσπαση των σλαβοφώνων της Μακεδονίας από το Πατριαρχείο και ταυτόχρονα από την Ελλάδα. Πολύς ο λόγος για την καταδίκη του εθνοφυλετισμού από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1872), όμως πρέπει να ομολογήσουμε ότι στην ουσία καταδικάστηκε η τακτική, την οποία ως τότε εφάρμοζε το ίδιο το Πατριαρχείο, δηλαδή η υποστήριξη των ελληνικών δικαίων. Η Εκκλησία είχε εμπλακεί κατά τρόπο οδυνηρό στην αντιπαράθεση των εθνοτήτων, την οποία υποκινούσαν οι τότε ισχυροί, χωρίς να έχει τη διάθεση προσέγγισης εν αγάπη Χριστού και διευθέτησης των διαφορών. Έκτοτε θεωρήθηκε αυτονόητο ότι οι εθνικές Εκκλησίες οφείλουν να ευλογούν τα όπλα των στρατών της χώρας, στην οποία ανήκουν. Οι όροι ανατράπηκαν πλήρως: Δεν ανήκε η χώρα στην Εκκλησία, καθώς οι πολίτες της ήσαν μέλη αυτής, ανήκε η Εκκλησία στο κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αυτού (ως ιδιωτικού ίσως δικαίως στο μέλλον!).
Στα πλαίσια των βουλγαρικών επιδιώξεων προέκυψε διάσπαση των Βουλγάρων εθνικιστών. Οι μεν ήθελαν όλους τους κατοίκους της Μακεδονίας Βουλγάρους, οι δε, πλέον ρεαλιστές, συνειδητοποιούσαν το εμπόδιο εκ της δυναμικής παρουσίας του ελληνισμού στην περιοχή και ήθελαν τη σύμπραξη όλων, ώστε η Μακεδονία να καταστεί σε πρώτη φάση αυτόνομη κατά το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Έτσι ξεκίνησε το ιδεολόγημα περί Μακεδόνων, μη Ελλήνων, μη Βουλγάρων, το οποίο εξυπηρέτησε στη συνέχεια πολλούς επίδοξους επιτηρητές της περιοχής.
Τα αποτελέσματα εκ της αναγνώρισης της Εξαρχίας από την Πύλη δεν θεωρήθηκαν μετά εικοσαετία ικανοποιητικά από τους Βουλγάρους. Ο ελληνισμός είχε εδραιωθεί σε όλα τα αστικά κέντρα. Με τα σχολεία του, την οικονομική και επιστημονική πρόοδο, ήταν ασυναγώνιστος. Εκείνο που ιδίως έκανε τους Βουλγάρους να λυσσομανούν ήταν η προσήλωση πολλών σλαβοφώνων στο Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση στον ελληνισμό. Γι’ αυτό και οι Βούλγαροι αυτούς τους αποκάλεσαν γκραικομάνους (ελληνομανείς). Το μεγαλοϊδεατικό πάθος τους είχε πλήρως τυφλώσει και δεν αναγνώριζαν διόλου την παντοία προσφορά των Ελλήνων στο έθνος τους! Δυστυχώς και εμείς ποτέ δεν σκύψαμε επάνω από τα δικά μας σφάλματα, που οδήγησαν στην αντιπαράθεση και την αλληλοεξόντωση. Επίκεντρο της αντιπαράθεσης αυτής υπήρξε ο ναός! Στο εσωτερικό του, υποτίθεται ότι, οι λειτουργοί του Θεού μιλούσαν για την αγάπη του προς τα πλάσματά του. Όμως πολλές φορές εντός αυτού κρύβονταν όπλα και οι ιερείς πρωταγωνιστούσαν σε κηρύγματα μίσους κατά ομοδόξων! Αυτή υπήρξε η μεγάλη ήττα του εκκλησιαστικού σώματος! Ίσως δεχθώ την ένσταση: Ποιος άρχισε τις αδικοπραξίες; Αναμφισβήτητα οι Βούλγαροι. Αυτό όμως δεν δικαιώνει πλήρως εμάς, που στη συνέχεια αναγκαστήκαμε να αμυνθούμε και να περάσουμε στην αντεπίθεση. Εγκλήματα διαπράχθηκαν και από πλευράς μας, οπωσδήποτε όχι ειδεχθή, όσο των Βουλγάρων. Και θέτω εκ νέου το ερώτημα: Γιατί τόση αγριότητα εκ μέρους των Βουλγάρων, ώστε να φρίττουν ακόμη και οι Τούρκοι και, τελικά, να προτιμούν όλοι να περάσει η Μακεδονία στους Έλληνες; Πόσο όμως εκκλησιαστική είναι η έκθεση γυμνών πτωμάτων κρεουργημένων προς συγκίνηση δήθεν της δυτικής κοινής γνώμης, των χωρών που πρωτοστάτησαν με τις παρεμβάσεις τους στο αιματοκύλισμα της Βαλκανικής;
Τα γεγονότα μαρτυρούν μεγάλη έλλειψη εκκλησιαστικού ήθους. Για να κατανοήσουμε αυτό θα παραθέσουμε απόσπασμα επιστολής του Παύλου Μελά προς τη σύζυγό του Ναταλία λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του. Είχαν συλλάβει οι εντόπιοι στα Κορέστια κάποιους Βουλγάρους (βουλγαρίζοντες επιμένουν, όσοι θέλουν να παίξουν με τις λέξεις) και τους έφεραν να τους καταδικάσει, εννοείται σε θάνατο, για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει. Ο Παύλος αντιμετώπισε έντονη κρίση συνειδήσεως και έγραψε (15.9.1904): «Δεν θα λησμονήσω ποτέ πόσο υπέφερα σήμερον το απόγευμα. Διαρκώς ερωτούσα τον εαυτό μου, αν είχα το δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος και αν είναι, να τον τραβήξω από την οικογένειά του και να τον φονεύσω! Και διαρκώς απαντούσα όχι, όχι! …Εγώ ουδέν άλλο στήριγμα πλην της προς την πατρίδα και το γένος μου αγάπης έχω. Μα την αλήθειαν πολύ θα τα’ αγαπώ και τα δύο διότι, καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ’ αφήσω να γίνη εκείνο που απεφασίσθη» (δηλαδή να εκτελεστούν).
Ο Παύλος Μελάς φονεύτηκε ακριβώς μετά από μήνα, αλλά νεκρός τάραξε την κοιμισμένη εθνική συνείδηση των ελευθέρων Ελλήνων. Όμως ο αγώνας δεν δικαιώθηκε ποτέ. Τον έπαψαν οι Νεότουρκοι υποσχόμενοι ελευθερίες και δικαιώματα. Και μόνο όταν συνειδητοποίησαν, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι, τι ετοιμάζουν γι’ αυτούς οι «πολιτισμένοι» δυτικόφρονες Τούρκοι, τότε και μόνον τότε αναγκάστηκαν, επί τέλους, να συμμαχήσουν και πάλι για μικρό χρονικό διάστημα. Ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος και οι μεγάλοι πόλεμοι, που ακολούθησαν έδειξαν περίτρανα ότι ο εθνικισμός άπλωσε βαθειές ρίζες. Καμμιά εκκλησιαστική απόφαση που καταδικάζει τον εθνοφυλετισμό, δεν είναι σε θέση να τις ξεριζώσει. Μας χρειάζεται επανευαγγελισμός.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»