Στην άνω των 700 σελίδων πρότασή του ο εισαγγελέας αποκωδικοποιεί την οργάνωση και λειτουργία της Χρυσής Αυγής. Τι λέει για τον αρχηγό, τους βουλευτές, τα τάγματα.
Τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενα πολιτικό κόμμα ακόμα και όταν εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο από εκλεγμένους βουλευτές, μπορεί να μετατραπεί ή να λειτουργεί ως εγκληματική οργάνωση περιγράφει ο
εισαγγελέας Ισίδωρος Ντογιάκος στην άνω των 700 σελίδων πρόταση του πρός το δικαστικό συμβούλιο προτείνοντας την παραπομπή σε δίκη 70 κατηγορουμένων για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής.
Ο εισαγγελέας επικαλούμενος το αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί περιγράφει όχι μόνο την ιεραρχική δομή της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή αλλά και τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούσαν τα μέλη της. Χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας αναφέρει ότι «δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί νόμιμο πολιτικό κόμμα η ένωση προσώπων ή η οργάνωση η οποία , υπό το μανδύα του πολιτικού κόμματος , επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας , εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της Δημόσιας τάξης. Στην περίπτωση αυτή , η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή , διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους.»
Στη συνέχεια ο εισαγγελέας επισημαίνει ότι: «Είναι αδιάφορο αν τα μέλη της έχουν ή όχι κομματική ή οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα και δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι αν κάποιος δεν είναι μέλος ενός πολιτικού κόμματος , κατά τους όρους και τις προυποθέσεις του καταστατικού του , δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει μέλος εγκληματικής οργάνωσης η οποία εκκολάφθηκε στους κόλπους του και δραστηριοποιείται υπό την κάλυψή του.»
Ο κ. Ντογιάκος τονίζει ότι στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής δεν υπάρχει καμία πρόθεση ποινικοποίησης της όποιας ιδεολογίας, κάνοντας εκτενή αναφορά στα ναζιστικά ιδεώδη του κόμματος και ιδίως του Αρχηγού, για τον οποίο αναφέρεται ότι θαύμαζε το Χίτλερ και χαιρετούσε ναζιστικά: «Η ιδεολογία αυτή των ηγετικών στελεχών , οπαδών και φίλων του εν λόγω πολιτικού κόμματος ασφαλώς είναι ποινικά αδιάφορη. Αναφέρεται όμως ιστορικά και μόνο , καθόσον οι προαναφερόμενοι επεδίωξαν να την επιβάλλουν δια βίαιων μέσων και μεθόδων σε όσους ήταν προδήλως ιδεολογικά αντίθετοι ή στοχοποιημένοι με βάση κριτήρια της ιδεολογίας αυτής.»
Η απόλυτη «μεταφυσικής» πίστη στον αρχηγό
Σε πολλά σημεία της εισαγγελικής πρότασης κεντρικό ρόλο έχει ο γενικός γραμματέας της Χρυσής Αυγής Νίκος Μιχαλολιάκος ο οποίος, κατά τον εισαγγελέα, είναι ο απόλυτος και αδιαμφισβήτητος αρχηγός. Μάλιστα επικαλείται έγγραφο που κατασχέθηκε από τον ανεξάρτητο πλέον προφυλακισμένο Βουλευτή Στάθη Μπούκουρα, μέω του οποίου προσδίδεται ακόμα και μεταφυσικός ρόλος στον αρχηγό: «Η έννοια του Αρχηγού – Καθοδηγητή στην ιδεολογία μας προσλαμβάνει μεταφυσικό περιεχόμενο. Ως μεταφυσικό περιεχόμενο ορίζουμε την ακράδαντη πίστη όλων των Χρυσαυγιτών πως ο Αρχηγός μας είναι ο Άνθρωπος που θα οδηγήσει την ιδεολογία μας στην Τελική Νίκη εναντίον των δυνάμεων του σκότους που απεργάζονται τον θάνατο του Ελληνισμού και θα οδηγήσει ολόκληρη τη χώρα στη δημιουργία του Γ Ελληνικού Πολιτισμού που όλοι μας ονειρευόμαστε… ο Αρχηγός μας συγκεντρώνει τα θετικά στοιχεία όλων των αγωνιστών της Χρυσής Αυγής πρώτος μεταξύ ομοίων στη αδιάσπαστη φάλαγγα των εθνικιστών… είναι ο άνδρας ο Ερχόμενος ο οποίος θα σαρώσει με την παρουσία του οτιδήποτε σάπιο ταλανίζει και βασανίζει το Ελληνικό Έθνος… στόχος της Χρυσής Αυγής είναι η τελική ταύτιση όσων ομνύουν πίστη στο Αρχηγό , στην ιεραρχία και στην ιδεολογία του κινήματος και όσων δεν ομνύουν ακόμα αυτή την πίστη καθώς και η ιδεολογική επικράτηση των ιδεών της»
Τα μέλη της Χρυσής Αυγής τυφλά όργανα βίας
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, οι εμπρηστικές δηλώσεις, δημόσιες και μη, του αρχηγού, των βουλευτών και στελεχών της Χρυσής Αυγής ήταν αυτές που διαμόρφωναν το υπόβαθρο για τις άγριες επιθέσεις των ταγμάτων ασφαλείας σε αλλοδαπούς και πολιτικούς αντιπάλλους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «η άκρως επιθετική έως εγκληματική νοοτροπία η οποία δημιουργήθηκε με βάση αυτές , ασφαλώς και επηρέασαν καθοριστικά ορισμένα από τα στελέχη , μέλη , οπαδούς και φίλους του στην απόφασή τους να πλήξουν , κατά κύριο λόγο , τους διαβιούντες στη χώρα αλλοδαπούς , αλλά και πολιτικούς αντιπάλους τους. Οι καθοδηγητές τους , κήρυκες του μίσους και εμπρηστές της κοινωνικής και πολιτικής ομαλότητας , υποβίβασαν , τεχνηέντως , ορισμένες κατηγορίες ατόμων σε « υπανθρώπους » και γενικότερα σε κατώτερα ανθρώπινα όντα. Με τον τρόπο αυτό σκόπευαν και εν πολλοίς , πράγματι , πέτυχαν , οι δράστες των εγκληματικών πράξεων που έχουν διερευνηθεί και καταγραφεί , να είναι πλήρως αποδεσμευμένοι ηθικά , χωρίς κανένα φραγμό , απολύτως ελεγχόμενοι από το κόμμα και τα ιδεολογικά όργανά του και έτσι , χωρίς καμία απολύτως περίσκεψη, να διαπράξουν εξαιρετικά σοβαρές αξιόποινες πράξεις σε βάρος των στοχοποιημένων ατόμων ή και ομάδων ατόμων, τα οποία οι ίδιοι οι δράστες δεν γνώριζαν σχεδόν καθόλου και ουδεμία προσωπική διαφορά είχαν μαζί τους.»
Σαν Σπαρτιάτες
Σε άλλο σημείο ο εισαγγελέας αναφέρει: «Με διαφόρους τρόπους , κυρίως όμως με την εμπρηστική ρητορική τους , τα ηγετικά , κυρίως , στελέχη του κόμματος και όχι μόνο αυτά , είχαν διαμορφώσει στα κατώτερα μέλη και στελέχη των Τοπικών Οργανώσεων , την αταλάντευτη απόφαση να ανταποκρίνονται σε οποιαδήποτε εντολή , οποτεδήποτε , χωρίς αντίρρηση , αμφισβήτηση ή τον παραμικρό , έστω , ενδοιασμό. Πράγματι , όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα , τα άτομα αυτά , χωρίς καμία απολύτως περίσκεψη , κριτική ή στοιχειώδη , έστω , σκέψη και ασφαλώς χωρίς καμία απολύτως αντίρρηση , πειθήνια και άβουλα όργανα των κομματικών επιταγών των ηγετικώ στελεχών , έσπευδαν για την εκτέλεση των πάσης φύσεως εντολών , έναντι οποιουδήποτε κόστους και τιμήματος , έτοιμα και πρόθυμα να αφαιρέσουν ακόμη και ανθρώπινες ζωές, υποδυόμενοι τους « στρατιώτες » σε μια φανταστική μάχη , έχοντας γαλουχηθεί και πεισθεί ότι ενεργούσαν σαν τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα ή το στρατό του Μ. Αλεξάνδρου.»
Τα τάγματα εφόδου
Ο εισαγγελικός λειτουργός κάνει αναδρομή στη δράση της Χρυσής Αυγής από τη
δεκαετία του 80 επισημαίνοντας όμως ότι η δράση της εντάθηκε μετά το 2008 και άρχισε να κορυφώνεται μετά το 2012 υπό τον «πολιτικό μανδύα» του κόμματος με αιχμή του δόρατος τα «Τάγματα Εφόδου»: «Η εγκληματική δράση της , η οποία είχε σκοπό την αντιμετώπιση δια της βίας των αλλοδαπών , των αντιφρονούντων , αλλά και όσων θεωρούνταν σοβαροί ιδεολογικοί αντίπαλοί της και κατ’ επέκταση τη διάδοση και επιβολή των πολιτικών ιδεών και θεωριών της δια της βίας …εκδηλωνόταν μέσω των Τοπικών Οργανώσεων της και πάντοτε υπό την καθοδήγηση ανώτερου στην ιεραρχία στελέχους της , με βάση οργανωμένο σχέδιο , το οποίο εκτελούσαν τα μέλη των ομάδων κρούσεως , επονομαζόμενα «Τάγματα Εφόδου».
Το κράτος σαν τη Χρυσή Αυγή
Ανάμεσα στους στόχους της βίαιης επιβολής της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής, όπως υποστηρίζει ο εισαγγελέας, αναφέρεται κι ενα κείμενο που κατασχέθηκε και στο οποίο διαβάζουμε: « Ευελπιστούμε να μπορέσουμε να κάνουμε μία μέρα το Ελληνικό Κράτος λειτουργικό , όπως είναι η Χρυσή Αυγή , όπου η θέληση του Αρχηγού επιβάλλεται και εφαρμόζεται άμεσα , χωρίς παρεκκλίσεις και χωρίς ενδοιασμούς»
Πως το κόμμα γίνεται εγκληματική οργάνωση
Καταγράφοντας τους στόχους τις εγκληματικής οργάνωσης ο εισαγγελέας επισημαίνει ότι κάθε κόμμα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εγκληματική οργάνωση αν χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς του με την άσκηση βίας επιχειρούσε να επιβάλλει την ιδεολογία του παραβιάζοντας ακόμα και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα:
«Σκοπός της όλης παράνομης δραστηριότητας της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης ήταν η , με κάθε τρόπο , ακόμα και με τη χρήση βίας , επιβολή σε τρίτους των πολιτικών θέσεων , απόψεων και θεωριών των ηγετικών στελεχών της καθώς και η « τιμωρία » στοχοποιημένων ατόμων με διαφορετικές πολιτικές , ιδεολογικές και κοινωνικές επιλογές και αντιλήψεις. Ασφαλώς δεν είναι δυνατόν οποιοσδήποτε πολίτης να υφίσταται ποινικές κυρώσεις εξ αιτίας των πολιτικών και κοινωνικών απόψεων, ιδεών και θεωριών που ο ίδιος πρεσβεύει , καθόσον το φρόνημα και μόνο αυτό δεν διώκεται. Όταν όμως επιχειρεί την επιβολή τους σε άλλους δια της βίας , οι βίαιες πράξεις του , ως μέσον επιβολής των ιδεών του , δεν είναι δυνατόν να μείνουν ατιμώρητες. Πολλώ δε μάλλον , όταν με τον τρόπο αυτό ενεργεί πολιτικός ή κομματικός φορέας ή σχηματισμός , μέσω των μελών ή στελεχών του , τα οποία ελέγχει και καθοδηγεί με τους κατάλληλους κομματικούς μηχανισμούς που διαθέτει. Σε περίπτωση δε που συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προυποθέσεις , κάθε πολιτικό κόμμα ασφαλώς και είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί « εγκληματική οργάνωση » , είτε στο σύνολό του , είτε ως προς τα επί μέρους εκείνα πρόσωπα , τα οποία με την κάλυψη του πολιτικού μανδύα ενεργούν κατά τρόπο ποινικά κολάσιμο. Υπέρτατος , συνταγματικά κατοχυρωμένος και ασφαλώς επιβεβλημένος σκοπός λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων αλλά και κάθε άλλου πολιτικού θεσμού είναι η απόλυτη προστασία, εξυπηρέτηση και ανόθευτη λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος και όχι η , με οποιονδήποτε τρόπο , φαλκίδευσή του , πολύ δε περισσότερο όταν κάτι τέτοιο επιδιώκεται ή επιτυγχάνεται με πράξεις βίας.»
Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι «η επιχειρησιακή δράση του κόμματος , από την ίδρυσή του , συνίστατο σε αλλεπάλληλες , μεθοδευμένες και σε βάθος χρόνου βίαιες επιθέσεις εναντίον πολιτικών του αντιπάλων , στοχοποιημένων ημεδαπών και αλλοδαπών μεταναστών , στο πλαίσιο δε αυτής τελέστηκαν ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα , όπως ανθρωποκτονίες , τετελεσμένη και σε απόπειρα , βαριές σκοπούμενες σωματικές βλάβες , εκβιάσεις , εμπρησμοί , κλπ. Είναι βέβαιο ότι καμία απολύτως εγκληματική δράση δεν θα είχε εκδηλωθεί αν δεν εκπορευόταν και δεν καλυπτόταν από την ηγεσία της εγκληματικής οργάνωσης – κόμματος και δη τα ανώτερα και τα ανώτατα κλιμάκια αυτής , η οποία σημειωτέον ουδέποτε αποδοκίμασε επίσημα και δημόσια έστω και μία από τις κορυφαίες εγκληματικές πράξεις βίας.»
Υπάρχουν όπλα κι ας μην εντοπίστηκαν
Σε βάρος του αρχηγού και βουλευτών της Χρυσής Αυγής αποδίδονται κατηγορίες για διακεκριμένη οπλοκατοχή με στόχο τον εφοδιασμό της εγκληματικής οργάνωσης. Ο εισαγγελέας αναφέρεται σε βίντεο και φωτογραφικό υλικό στο οποίο εμφανίζονται βουλευτές και μέλη της Χρυσής Αυγής με όπλα ακόμα και σε εικόνες που προσομοιάζουν με εκπαίδευση. Το φερόμενο οπλοστάσιο της ΧΑ μπορεί να μη βρέθηκε αλλά ο κ. Ντογιάκος επισημαίνει ότι «αποδεικνύεται , χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία , η παράνομη κατοχή όπλων και πυρομαχικών από το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα και από μέλη του , ανεξάρτητα από το γεγονός ότι , παρά τις εκτεταμένες και επίμονες έρευνες , δεν κατέστη εφικτό να εντοπιστεί από τις αρμόδιες Αρχές.»
Ο ρόλος των βουλευτών
Η απαξίωση του κοινοβουλίου και μια σειρά από συμπρεριφορές που εκδηλώθηκαν δημόσια από βουλευτές της Χρυσής Αυγής καταγράφει ο εισαγγελέας εμφανίζοντας τους απαθείς απέναντι στα θύματα εγκληματικών δράσεων των Ταγμάτων Ασφαλείας. Μάλιστα επισημαίνει ότι δεν έχουν τοποθετηθεί ουδέποτε κατά της πολιτικής βίας: «Οι Βουλευτές οι οποίοι εξελέγησαν , κατά τις εκλογές του έτους 2012 , υπό τη σημαία του πολιτικού κόμματος « ΛΑΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ » , συνειδητά επιδιώκουν να απαξιώσουν το Κοινοβούλιο , τους θεσμούς και τις αρχές του Κράτους. Τούτο προκύπτει σαφώς από σχετικές δηλώσεις των ίδιων , οι οποίες είναι καταγεγραμμένες αυτολεξεί παραπάνω , με επαναλαμβανόμενες ανοίκειες με την Κοινοβουλευτική λειτουργία συμπεριφορές και ποικίλους άλλους τρόπους , ήτοι συνεχείς και επαναλαμβανόμενες αντιδεοντολογικές πράξεις , ακραίες φραστικές διατυπώσεις και επιθέσεις , καθώς και προσβλητικές συμπεριφορές σε βάρος των συναδέλφων τους στην αίθουσα του Κοινοβουλίου , αλλά και εκτός αυτού , με δηλώσεις τους και με την αρθρογραφία τους στο τύπο της παράταξή τους. Ουδείς εκ των Βουλευτών του ως άνω πολιτικού κόμματος , είναι σε θέση να ισχυριστεί ευπροσώπως και με πειστικότητα ότι ήταν ανυποψίαστος για τις εγκληματικές πράξεις , οι οποίες εξακολουθητικά και επί μακρό χρονικό διάστημα διαπράττονταν εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος στο οποίο ανήκει , σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων και σε βάρος αλλοδαπών. Ουδείς εξ αυτών αντέδρασε , έστω και στοιχειωδώς , στην τέλεση έστω και ενός από τα τόσο σοβαρά εγκλήματα που τελέσθηκαν κατά παντός αντιφρονούντα ή στοχοποιημένου ατόμου. Ουδείς εξέφρασε , έστω και τυπικά , ένα λόγο συμπαθείας στα θύματα και στους παθόντες. Αντίθετα , όλοι , ανεξαιρέτως , επιδεικτικά και επανειλημμένα , ο καθένας με τον τρόπο του , άμεσα ή έμμεσα , σιωπηρώς ή δια βοής , αποδέχτηκαν τα διάφορα εγκλήματα και τα αποτελέσματά τους , ενίοτε μάλιστα εγκωμιάζοντας αυτά δημοσίως ή εκθειάζοντας τους δράστες ή ακόμη και στρεφόμενοι φραστικά κατά των παθόντων. Και ασφαλώς όλοι , ανεξαιρέτως , ως Κοινοβουλευτικά στελέχη του , είχαν χαράξει την πολιτική του κόμματος και είχαν εγκρίνει τη δράση του καθώς τους τρόπους και τις μεθόδους εφαρμογής της πολιτικής του αυτής. Η απόλυτη ομοφωνία τους προκύπτει , χωρίς καμία αμφισβήτηση , από το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έχει καταχραφεί έστω και μία παραίτηση κάποιου διαφωνούντα , αλλά δεν έχει αρθρωθεί έστω και ένας λόγος αντίθετος στην πολιτική της βίας , πλην ενός Βουλευτή , ο οποίος παραιτήθηκε από το κόμμα και όχι από τη Βουλευτική έδρα λίγο πριν κληθεί σε απολογία.»