Με τις δραματικές εξελίξεις στον περίγυρο της χώρας μας να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, εμείς εξακολουθούμε, κλεισμένοι στο μικρόκοσμό μας, να ομφαλοσκοπούμε, αναζητώντας εναγωνίως απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα, αν η κότα έκανε το αυτό ή το αυγό την κότα. Αν φταίει η Νέα Δημοκρατία και ο Καραμανλής για την κατρακύλα της χώρας μας ή αν περισσότερο υπεύθυνο είναι το ΠΑΣΟΚ με την ανεύθυνη πολιτική του, δύο και πλέον δεκαετιών.
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε, φίλοι μου, μικρή αξία πλέον έχουν όλα αυτά. Γιατί ανήκουν στο παρελθόν. Αυτό που υπάρχει ανάγκη να γίνει, είναι να σταθούμε στο σήμερα. Να αξιολογήσουμε τις πολιτικές που εφαρμόζονται τώρα και να κρίνουμε αν είναι από μόνες τους ικανές να μας βγάλουν απ το τέλμα.
Κοινή είναι η πεποίθηση, πως πιάσαμε πάτο. Πως δεν πάει άλλο. Πως οι δύστυχοι Έλληνες, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια καταιγίδα, που όμοιά της, οι νεώτεροι τουλάχιστον, δε θυμούνται να έχουν ξαναπεράσει. Φτώχεια, δυστυχία, απογοήτευση και απέραντη απαισιοδοξία μας έχουν κατακλύσει. Δεν πάει άλλο. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια.
Να λοιπόν, γιατί τώρα είναι η ώρα των αποφάσεων και των μεγάλων ανατροπών. Να γιατί τώρα πρέπει να τολμήσουμε να πούμε τα πράγματα με τ όνομά τους. Το Μνημόνιο απλά απέτυχε. Το ομολογούν πλέον όλοι. Ακόμη και αυτοί που το εμπνεύστηκαν και μεθόδευσαν την υπαγωγή μας σ αυτό και στο ΔΝΤ. Κι όταν κάτι αποτυγχάνει, τι κάνεις; είτε απαλλάσσεσαι απ αυτό ή αν αυτό δεν είναι δυνατό, παλεύεις να το βελτιώσεις, να το κάνεις καλύτερο και βέβαια να προσθέσεις πολιτικές, που θα θέτουν στόχους και θα κινητοποιούν τις υγιείς, αλλά αποδεκατισμένες για την ώρα, δυνάμεις της αγοράς και της οικονομίας, που μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη.
Εύλογο λοιπόν το ερώτημα που ανακύπτει. Μπορούν να το κάνουν αυτό ο σημερινός Πρωθυπουργός και η Κυβέρνησή του; Μετά από όσα κατακλυσμιαία βλέπουν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες μέρες, για υπόγειες πολιτικές συμφωνίες και προαποφασισμένες στρατηγικές, η απάντηση είναι απλά αυτονόητη. Όχι δεν μπορούν, γιατί δεν εμπνέουν πια καμία εμπιστοσύνη. Γιατί πνέουν ήδη τα λοίσθια. Γιατί έχουν αργά αλλά σταθερά εισέλθει σε μια διαδικασία αυτοϋπονόμευσης και προϊούσας φθοράς, που δεν φαίνεται να έχει επιστροφή.
Μοιραία τα βλέμματα στρέφονται λοιπόν στον Αντώνη Σαμαρά. Δικαιωμένος στην επιλογή του για το Μνημόνιο, με στοχευμένες θέσεις και συγκεκριμένες προτάσεις, προσπαθεί να δείξει το δρόμο στην κυβέρνηση. Να την ξεκολλήσει απ την αδράνεια και να την ωθήσει σε ρεαλιστικές και αποτελεσματικές αναπτυξιακές πολιτικές.
Πολύ περισσότερο όμως προσπαθεί να πείσει τους Έλληνες, πως οι πολιτικές του προτάσεις δεν είναι «αφηρημένες εκθέσεις ιδεών», όπως του καταλογίζουν, αλλά καλά μελετημένες και με ιδιαίτερη προσοχή επεξεργασμένες προτάσεις πολιτικής, ικανές να κάνουν τη διαφορά, να αντιστρέψουν το κλίμα, να φέρουν αισιοδοξία και να κινήσουν τη μηχανή της ανάπτυξης.
Η ανάγκη λοιπόν, για έναν λόγο οραματικό, γωνιώδη και ανατρεπτικό ταυτόχρονα, είναι επιτακτική. Ο πολίτης πλέον μετά τη δραματική εμπειρία του Γιώργου Παπανδρέου και των πολιτικών του επιλογών, πιο σοφός και κατασταλαγμένος από ποτέ, επιζητεί αλήθειες. Απορρίπτει τα μισόλογα, τους θεατρινισμούς και την πολιτική της επικοινωνίας. Ο Αντώνης Σαμαράς μια επιλογή έχει…να τολμήσει να μιλήσει γι αυτά που πρέπει να αλλάξουν, αδιαφορώντας για το υποτιθέμενο πολιτικό κόστος και προαναγγέλοντας κρίσιμες σε ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο προσώπων, αλλαγές.
Η κόκκινη γραμμή με το “ρυτιδιασμένο” παρελθόν της παράταξης, εδώ που έφτασαν τα πράγματα, είναι επιτακτική ανάγκη πλέον, να τραβηχτεί. Παράλληλα, να τραβηχτούν κόκκινες γραμμές και σε όλα εκείνα, πρόσωπα ή πράγματα, που με τον ένα ή άλλο τρόπο, στοίχισαν στην παράταξη και πάνω απ΄ όλα, ζημίωσαν την Ελλάδα. Μιλάμε λοιπόν για την ανάγκη να προχωρήσουμε με αργά αλλά σταθερά βήματα στο στήσιμο της “νέας μεταπολίτευσης” για την οποία τελευταία, όχι άδικα, πολύς λόγος γίνεται. Αν τα παραπάνω γίνουν, η εμπιστοσύνη του κόσμου δεν θ αργήσει να εκδηλωθεί.
Παρ ότι οφείλω να ομολογήσω πως τα πάει αρκετά καλά, το βέβαιο είναι πως πρέπει να επιταχύνει κι άλλο. Οι καχύποπτοι πολίτες, στη φάση αυτή των μεγάλων και ανυπέρβλητων δυσκολιών, δύσκολα πείθονται κι ακόμα δυσκολότερα εμπιστεύονται. Και δεν έχουν άδικο. Θέλει μεγάλη προσπάθεια για να μεταγυρίσει κανείς την αντίδραση σε δράση. Την απαισιοδοξία σε αισιοδοξία. Την αδράνεια σε συνεχή κίνηση παραγωγής και δημιουργίας. Κι όμως, αυτή είναι η συνταγή κι έτσι ακριβώς πρέπει να εφαρμοστεί, αλλιώς ο κίνδυνος να κόψει η μανέστρα είναι μεγάλος. Και περιθώρια για πρόσθετα λάθη δεν υπάρχουν…ούτε για τη Νέα Δημοκρατία, ούτε πολύ περισσότερο, για τη χώρα μας…