Η Ελλάδα εξετάζει τις επόμενες κινήσεις της γιατί αναμένεται αύξηση της ροής μεταναστών από περιοχές που “φλέγονται”. Τι δείχνουν τα στοιχεία
Τα επόμενα βήματά της εξετάζει η κυβέρνηση, καθώς τα στοιχεία δείχνουν υπερδιπλασιασμό των εισόδων προσφύγων από τα θαλάσσια σύνορα μέσα σε ένα χρόνο.
Ο υπουργός Ναυτιλίας Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης χαρακτήρισε τα στοιχεία δραματικά.
Αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης είναι η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ύψους 63 εκατ. ευρώ, καθώς οι ετήσιες ανάγκες για την έρευνα – διάσωση και τη φιλοξενία των παράνομων μεταναστών υπολογίζονται σε 76 εκατ. ευρώ, μαζί με επιχορήγηση, ύψους 1,4 εκατ. ευρώ, για τη δημιουργία Κέντρων Φιλοξενίας των διασωθέντων μεταναστών στα Δωδεκάνησα.
Μέσα σε 8 μήνες 17.600 μετανάστες πέρασαν τα ελληνικά σύνορα, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις μέχρι το τέλος του χρόνου ο αριθμός αυτός θα ξεπεράσει τις 30.000.
Μόνο τον Αύγουστο 6.297 μετανάστες εισήλθαν παράνομα στη χώρα από τα θαλάσσια σύνορα, σημειώνοντας ρεκόρ εισόδων, όταν τον περσινό Αύγουστο λιγότεροι από 1.000 πρόσφυγες έφτασαν στις ελληνικές ακτές.
Σύμφωνα με τις ανακρίσεις των ανδρών του Λιμενικού, η ταρίφα για όποιον μετανάστη θέλει να περάσει τα σύνορα χωρίς διακινητή σε βάρκες που στη συνέχεια τις βουλιάζουν οι ίδιοι ανέρχεται σε 1.000 με 1.500 ευρώ.
Στις 2.000 με 3.000 ευρώ πληρώνουν όσοι έρχονται με κανονικό σκάφος και τον διακινητή μαζί τους.
Ασφυκτική πίεση προς την Ελλάδα ασκεί η εμπόλεμη περιοχή της Συρίας καθώς το 51% των προσφύγων προέρχεται από εκεί, ενώ ακολουθεί το Αφγανιστάν με 32%.
Στην Τουρκία, σύμφωνα με πληροφορίες του υπουργείου, 1.000.000 Σύροι πρόσφυγες βρίσκονται εκεί προκαλώντας ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς μόνο ένα 10% από αυτούς να θελήσουν να φτάσουν στην Ελλάδα σημαίνει 100.000 παράνομους μετανάστες.
Ωστόσο, μόνο το 5% των Σύρων μεταναστών κάνει αίτηση ασύλου στη χώρα μας, φανερώνοντας ότι οι περισσότεροι μετανάστες χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως πύλη εισόδου προς την Ευρώπη.
Από τον Ιανουάριο του 2014 έχουν ολοκληρωθεί 13.500 αναγκαστικές και εθελούσιες απελάσεις και επαναπροωθήσεις και το 2013 σε ένα γενικό σύνολο είχαν φτάσει στις 26.000.