Του Στέργιου Β. Παπαστεργίου, φιλολόγου
Με την κατάκτηση της Πόλης το 1204, κατά την Δ’ Σταυροφορία, αρχίζει η κατάρρευση του Βυζαντίου, που μετά το 1430 περιλαμβάνει μόνο την ίδια την πρωτεύουσα ( Κωνσταντινούπολη) με τα περίχωρά της και το Δεσποτάτο του Μορέως.
Οι προσπάθειες του Ιωάννη Παλαιολόγου για βοήθεια από τη Δύση, μέσω της ένωσης των Εκκλησιών, δημιουργεί τρομερές αντιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών.
Την ίδια εποχή, η αναρρίχηση στον οθωμανικό θρόνο του αδιάλλακτου Μωάμεθ Β`, στη θέση του διαλλακτικού πατέρα του, Μουράτ, σημαίνει εφαρμογή της έμμονης ιδέας του πρώτου, που είναι η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Κάτι που καταφέρνει μετά από πολιορκία 55 ημερών.
Η άλωση της Πόλης γίνεται την Τρίτη 29 Μαΐου 1453.
ΟΤΑΝ, την Τρίτη 29 Μαΐου του 1453, ακούσθηκε η φρικτή κραυγή «Εάλω η Πόλις», έσβηνε οριστικά ο παλμός της καρδιάς του Βυζαντινού Κράτους και στέρευε η πηγή του μεγάλου πολιτισμού του. Το φως του πολιτισμού αυτού διαδέχεται στην Πόλη το πυκνό σκοτάδι της κατακτήσεως. Και η Αγωνία που είχε προηγηθεί της Αλώσεως έδινε την θέση της στην αρπαγή, στην σφαγή και την αιχμαλωσία, στο πένθος και στο θρήνο για την απώλεια της Πόλης, η οποία, κατά την φράση του Δούκα «πόλις έρημος, νεκρά κειμένη, γυμνή, άφωνος, μη έχουσα είδος ουδέ κάλλος».
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου, ηρωικού μαχητού στην πρώτη γραμμή και τελευταίου αυτοκράτορος του υπερχιλιόχρονου Βυζαντίου, ήταν η μεγάλη θυσία της υστάτης ώρας της Πόλης. Ο θάνατος του μαχόμενου αυτοκράτορος συνέπεσε με τον θάνατο της Πόλης και με το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η 29 Μαΐου 1453 υπήρξε το πολιτικό τέλος της Αυτοκρατορίας και του πολιτισμού της. Η βυζαντινή όμως ανάμνηση-Ιστορία δεν έσβησε ποτέ. Και ο βυζαντινός πολιτισμός, έστω και ακέφαλος πλέον, επέζησε ακμαίος.
Το Βυζάντιο, και μετά τον θάνατό του, συνέχισε την πολιτισμική του προσφορά. Και η προσφορά αυτή εξακολουθεί να ζει και να μας φωτίζει ακόμη και σήμερα. Να φωτίζει τον κόσμο ολόκληρο, από τα χρόνια της Αναγεννήσεως έως και σήμερα. Προ παντός όμως να φωτίζει το Γένος των Ελλήνων, το επί αιώνες ταλαιπωρούμενο Γένος των Ελλήνων, το οποίο και όταν εγγίζει τον αφανισμό, πάντοτε αναγεννάται και πάντοτε ζωντανεύει την ορμή του, για την συνέχιση της ενδόξου πορείας του στους αιώνες των αιώνων.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Από τη μεριά των Οθωμανών, οι πληροφορίες των πηγών είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Το πιο πιθανόν είναι ότι ο συνολικός τους αριθμός έφτανε τους 160.000 άντρες. Τα πλοία τους ήταν 150, ενώ ο στόλος των Βυζαντινών έφτανε τα 25, επανδρωμένα όμως με ιδιαίτερα έμπειρα πληρώματα. Εκεί όμως που οι Τούρκοι υπερείχαν απολύτως, ήταν στο πυροβολικό. Στα μέσα του Φεβρουαρίου του 1453, ο Μωάμεθ Β’ διέταξε σώμα 10.000 αντρών, κυρίως ιππέων, να συνοδεύσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη το τεράστιο πυροβόλο που είχε κατασκευάσει ο Ουρβανός(Ούγγρος χύτης κανονιών ονόματι Orban (Ουρβανός), μετά από διαταγή του.
Το τεράστιο σε μέγεθος όπλο ξεπερνούσε σε μήκος τα 8 μέτρα και το βάρος του πλησίαζε τους 20 τόνους. Για τη μεταφορά του χρησιμοποιήθηκαν 60 ζεύγη βοδιών και 400 άντρες, 200 σε κάθε πλευρά του κάρου, για να το υποβαστάζουν. Το πυροβόλο έφτασε μπροστά από την πόλη στις αρχές του Απριλίου.
Εκείνη τη χρονική στιγμή, ο Μωάμεθ απέστειλε προτάσεις ειρήνης στον βυζαντινό αυτοκράτορα, με τις οποίες τον καλούσε να παραδώσει ειρηνικά την πόλη, «απερχόμενος όπου βούλεσαι με τα σων αρχόντων και των υπαρχόντων αυτοίς». Στην περίπτωση, όμως, που ο Κωνσταντίνος αποφάσιζε να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων, τότε, σημείωνε εμφατικά ο Σουλτάνος, «συ και οι μετά σου θέλετε απωλέσει συν τη ζωή, τα υπάρχοντα, οι δε άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτισθέντες, θέλουσι διασπαρεί εν πάση τη γη».
Ο Αυτοκράτορας, με τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου, διεμήνυσε στον Σουλτάνο, ανάμεσα στα άλλα, και τα εξής: «Ως προς το να σου παραδώσω την πόλη, ούτε δική μου είναι ούτε κανενός άλλου που κατοικεί σ’ αυτήν. Αποφασίσαμε από κοινού να πεθάνουμε με τη θέλησή μας»
Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ- Η ΣΦΑΓΗ- Η ΣΚΛΑΒΙΑ
Ο Σουλτάνος Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του τις τρεις ημέρες και νύχτες της λαφυραγωγίας, στις οποίες είχαν δικαίωμα. Εκείνοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη. Στην αρχή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η άμυνα είχε τελειώσει. Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόμους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, αδιάκριτα. Το αίμα έτρεχε σε ποτάμια. Αλλά σύντομα, η δίψα για αίμα κατευνάστηκε. Κατάλαβαν ότι οι αιχμάλωτοι και τα πολύτιμα αντικείμενα θα τους πρόσφεραν μεγαλύτερο κέρδος.
Μπαίνοντας από την Κερκόπορτα, πολλοί στράφηκαν να λεηλατήσουν το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες. Άλλοι κατευθύνθηκαν στις μικρές, αλλά υπέροχες εκκλησίες κοντά στα τείχη (τον Άγιο Γεώργιο, κοντά στη Χαρίσια πύλη, τον Άγιο Ιωάννη στην Πέτρα και τη χαριτωμένη εκκλησία της Μονής του Σωτήρα στη Χώρα), για να τις απογυμνώσουν από τα άφθονα καλύμματά τους, τα άμφια και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να αφαιρεθεί από αυτές. Στη Χώρα άφησαν απείραχτα τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες, αλλά κατέστρεψαν την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, της ιερότερης εικόνας σε όλο το Βυζάντιο, την οποία, όπως έλεγαν οι άνθρωποι, την είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς. Οι ναύτες από τα πλοία στον Κεράτιο είχαν ήδη εισέλθει από την Πλατεία πύλη και άδειαζαν τις αποθήκες κατά μήκος των τειχών. Άλλοι ανέβηκαν στον λόφο για να συνενωθούν με τους στρατιώτες από τα χερσαία τείχη, στην απογύμνωση της τριπλής εκκλησίας του Παντοκράτορα και των μοναστικών κτισμάτων που ήταν προσαρτημένα σ’ αυτό.
Έπειτα, οι ναύτες κι από τους δύο στόλους και τα πρώτα στίφη στρατιωτών από τα χερσαία τείχη, συνέκλιναν προς τη μεγαλύτερη εκκλησία του Βυζαντίου, την Αγία Σοφία. Η εκκλησία ήταν ακόμα γεμάτη με κόσμο. Με τις φωνές και τις φασαρίες απέξω, οι μεγάλες πόρτες του κτιρίου έκλεισαν. Μέσα το εκκλησίασμα προσευχόταν για το θαύμα, που μόνον αυτό μπορούσε να τους σώσει. Όμως το θαύμα δεν έγινε και οι πόρτες παραβιάστηκαν. Μερικοί από τους γέρους και τους ανήμπορους σκοτώθηκαν επί τόπου, αλλά οι περισσότεροι αλυσοδέθηκαν μαζί. Πολλές από τις ωραιότερες κοπέλες και νέους σχεδόν κατασπαράχθηκαν καθώς οι δεσμώτες τους τσακώνονταν γι’ αυτούς. Σύντομα μια μακριά πομπή συρόταν προς τους καταυλισμούς των στρατιωτών. Όποιος κατέρρεε από αδυναμία σφαζόταν μαζί με έναν αριθμό παιδιών που θεωρήθηκαν ότι δεν είχαν αξία.
Ο ίδιος ο Σουλτάνος μπήκε στην πόλη αργά το απόγευμα. Συνοδευόμενος από τους γενίτσαρους της φρουράς του, προχώρησε αργά μέσα από τους δρόμους προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Ο ίδιος ο Μωάμεθ λέγεται πως μπήκε έφιππος στη λαμπρή εκκλησία. Μπροστά από τις πόρτες της ,αφου αφίππευσε, έσκυψε να πάρει μια χούφτα χώμα, το οποίο έχυσε επάνω από το σαρίκι του. Με την περιοδεία του Σουλτάνου μέσα από την πόλη, η τάξη αποκαταστάθηκε. Η χαρά και η ικανοποίηση του πορθητή Μωάμεθ μετριάστηκαν, όταν στην συνέχεια περιδιάβηκε την Πόλη και είδε πόσες ζημιές προκάλεσε ο υπερβάλλων ζήλος των στρατιωτών και η καταστροφική τους μανία σε πλείστα μνημεία και έργα τέχνης που κοσμούσαν τη Βασιλεύουσα.
Ο ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν αφηγείται πως ο Μωάμεθ φέρεται να μονολογούσε:
«Τι πόλη παραδώσαμε στη λεηλασία και την καταστροφή» Και αυτά τα λόγια του αδίστακτου εχθρού και διώκτη των Χριστιανών ήταν η μεγαλύτερη παραδοχή από τον αντίπαλο της ανωτερότητας των βυζαντινών στον τομέα του πολιτισμού, ενώ ταυτόχρονα παρέδιδε στην αιώνια μνήμη τον έπαινό του για τους κατακτημένους.