Τι θα προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας του ελληνικού Κοινοβουλίου. Στόχος να αποφεύγονται τα έκτροπα, το άσεμνο ντύσιμο, οι προπηλακισμοί και οι συχνές σκηνές ροκ
Φρένο στα έκτροπα που συμβαίνουν ανά διαστήματα εντός του Κοινοβουλίου και υποβαθμίζουν το κύρος που επιχειρεί να βάλει η Βουλή, εισάγοντας για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της χώρας έναν Κοινοβουλευτικό Κώδικα Ηθικής και Δεοντολογίας.
Σύμφωνα με το προσχέδιο του Κώδικα που αποκαλύπτει σήμερα η “Εφημερίδα των Συντακτών“, το νέο αυτό θεσμικό χαλινάρι, θα έχει εφαρμογή σε όλη τη δημόσια ζωή των βουλευτών, από την ενδυμασία τους έως το πώς θα μιλούν και πώς θα συμπεριφέρονται ενός και εκτός Βουλής.
Θα απαγορεύεται πλέον να φέρουν άποψη για θέματα που δεν γνωρίζουν, να καταχρώνται τα προνόμιά τους, ενώ θα δηλώνουν όλα τα δωράκια και τις τυχόν χορηγίες.
Αλλαγές έρχονται και στις δηλώσεις των περιουσιακών στοιχείων τους, καθώς δεν θα δημοσιεύονται πλέον πληροφορίες που αφορούν εισοδήματα συζύγων και τέκνων, αλλά και το ύψος των εισοδημάτων τους από εξωκοινοβουλευτικές δραστηριότητες.
Το θέμα επανήλθε στην κοινοβουλευτική επικαιρότητα μετά τα απανωτά κρούσματα αποκρουστικής συμπεριφοράς των νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Εκφράσεις πεζοδρομίου, ύβρεις, προπηλακισμοί και ντύσιμο καφετέριας ή γυμναστηρίου εντός Βουλής είναι στην ημερήσια διάταξη των μελών αυτής της οργάνωσης, παρ’ όλο που έξι βουλευτές της Χ.Α. είναι ή προφυλακισμένοι.
Χαρακτηριστικές διατάξεις του Κώδικα:
* Η εξωκοινοβουλευτική αμειβόμενη εργασία των βουλευτών δεν μπορεί να είναι ηθικώς ασυμβίβαστη με το αξίωμά τους.
* Οι βουλευτές οφείλουν να ενεργούν αξιοκρατικώς, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα νεποτισμού ή οικογενειοκρατίας.
* Οι βουλευτές οφείλουν να αποφεύγουν τη χρήση προσβλητικών εκφράσεων και να συμπεριφέρονται με ευγένεια.
* Η συμπεριφορά, η εμφάνιση και η ενδυμασία των βουλευτών πρέπει να αρμόζει στο χώρο του Κοινοβουλίου και να ανταποκρίνεται στους θεσμούς που εκπροσωπεί.
* Οι βουλευτές οφείλουν να υιοθετούν, να διατηρούν και να προωθούν υψηλά πρότυπα ηθικής, αξιοπρέπειας, ευπρέπειας και κοινωνικών αξιών.
* Οι βουλευτές οφείλουν να τηρούν ανεκτική στάση απέναντι στους επικριτές τους.
* Τα προνόμια των βουλευτών σκοπό έχουν να διευκολύνουν το έργο τους και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για ιδιωτικό συμφέρον ή προς όφελος φίλων και συγγενών τους.
* Οι βουλευτές δεν πρέπει να σπεύδουν να εκφράσουν άποψη δημοσίως για θέματα που έχουν περιορισμένη γνώση ή αγνοούν.
* Οι βουλευτές οφείλουν να μην δέχονται δώρα που μπορεί να εμποδίσουν την αμερόληπτη τέλεση καθηκόντων τους.
* Δώρα ή υλικό όφελος σε σύζυγο βουλευτή ή συνεργάτη μεγαλύτερο του 1% του βουλευτικού μισθού, πρέπει να δηλώνονται στην Επιτροπή Δεοντολογίας.
* Πρόσβαση στα στοιχεία των δώρων και των χορηγιών μπορούν να έχουν όλοι οι βουλευτές, κατόπιν αιτήσεως και με την παρουσία επόπτη από την επιτροπή.
* Οι βουλευτές δικαιούνται να μην αποκαλύψουν τα δώρα ή λεπτομέρειες, αν δεν σχετίζονται με την βουλευτικής τους ιδιότητα.
* Ακίνητη περιουσία πάνω από ορισμένο ύψος και το εισόδημα που προέρχεται από αυτή, θα πρέπει να δηλώνονται στην Επιτροπή Δεοντολογίας.
* Πρέπει να δηλώνονται μερίδια κεφαλαίων σε περίπτωση που είναι άνω του 15% αλλά μεγαλύτερης αξίας από τον τρέχοντα κοινοβουλευτικό μισθό.
* Οι χορηγίες θα πρέπει να περιγράφονται ή δηλώνονται στην Επιτροπή Δεοντολογίας.
* Σε περίπτωση αμειβόμενης εξτρά εργασίας, οι βουλευτές οφείλουν να το γνωστοποιούν και να δημοσιοποιούν το όνομα του εργοδότη τους, την επιχείρηση και το είδος απασχόλησης. Η αμοιβή δηλώνεται εμπιστευτικά.
* Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην οικογένεια ενός βουλευτή είναι εμπιστευτικές.
* Οι καταγγελίες εις βάρος βουλευτή που γίνονται στην επιτροπή εξετάζονται όλες, εκτός των ανωνύμων. Εάν ευσταθούν μπορεί να συσταθεί έως και προανακριτική επιτροπή.
Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω, οι προβλεπόμενες ποινές είναι οι εξής:
* Επίπληξη
* Χρηματικό πρόστιμα
* Αναστολή των προνομίων δικαιώματος συμμετοχής στις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου και των επιτροπών για όχι περισσότερες από 15 ημέρες
* Πειθαρχικά μέτρα όπως: ανάκληση στην τάξη, στέρηση δικαιώματος λόγου, μομφή για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά, προσωρινός αποκλεισμός από τις συνεδριάσεις.