Από πολλές και σοβαρές χρόνιες παθήσεις μπορεί να προσβληθεί κανείς όταν δεν κοιμάται αρκετά, αλλά και όταν οι ώρες που αφιερώνει καθημερινά για τον ύπνο του είναι υπερβολικές.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μελέτη που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες στις ΗΠΑ, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι όταν δεν υπάρχει ισορροπία σε ό,τι αφορά τον ύπνο, κινδυνεύει κανείς να προσβληθεί από διαβήτη, στεφανιαία νόσο, παχυσαρκία και άγχος, κυρίως αν έχει περάσει την ηλικία των 45 ετών.
Στη μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο τεύχος Οκτωβρίου της επιθεώρησης «Sleep», αναφέρεται ότι τα άτομα που κοιμούνται λιγότερο από έξι ώρες καθημερινά παρουσιάζουν μεγαλύτερη προδιάθεση σε ό,τι αφορά τη στεφανιαία νόσο, τον διαβήτη, το εγκεφαλικό, την παχυσαρκία, αλλά και την αίσθηση της ψυχικής οδύνης σε σχέση με όσους κοιμούνται από επτά έως εννέα ώρες, που θεωρείται φυσιολογικό.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ο κίνδυνος είναι εξίσου μεγάλος και για όσους κοιμούνται πάνω από 10 ώρες τη μέρα και ειδικότερα σε ό,τι αφορά το εγκεφαλικό, τον διαβήτη και τη στεφανιαία νόσο. Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί ο δρ Safwan Badr, το γεγονός ότι κάποιος κοιμάται πολύ δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι κοιμάται και καλά. «Είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς ότι τόσο η ποιότητα όσο και η ποσότητα του ύπνου μπορεί να επηρεάσουν κατά πολύ την υγεία. Ενας υγιεινός και ισορροπημένος τρόπος ζωής δεν περιορίζεται στη διατροφή και την άσκηση, αλλά δίνει και στον ύπνο την προσοχή που χρειάζεται. Εξάλλου, το πότε και το πώς κοιμάται κανείς είναι εξίσου σημαντικά με τον τρόπο με τον οποίο τρέφεται και αθλείται».
Στη μελέτη συμμετείχαν περισσότερα από 54.000 άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών, από τους οποίους σχεδόν το 31% ανήκε στην κατηγορία των ατόμων που κοιμούνται λιγότερο από έξι ώρες τη μέρα. Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι είναι πολύ σημαντικό για την υγεία των ενηλίκων ο βραδινός ύπνος να μην ξεπερνά καθημερινά τις εννέα ώρες.