Στο μικροσκόπιο του πρωθυπουργικού επιτελείου και της επικοινωνιακής ομάδας της κυβέρνησης έχουν μπει οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτές προκύπτουν από τα ποιοτικά στοιχειά των δημοσκοπήσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εσωτερικές έρευνες που «τρέχει» το Μέγαρο Μαξίμου φανερώνουν ένα μετεωρισμό του εκλογικού σώματος καθώς, παρά τα διαδοχικά, σκληρά οικονομικά μέτρα, η Ν.Δ. εμφανίζεται να διατηρεί δυνάμεις, ο ΣΥΡΙΖΑ να υφίσταται πίεση και να υποχωρεί, ενώ καταγράφονται υψηλά ποσοστά αναποφάσιστων.
Η αδυναμία της Κουμουνδούρου να δημιουργήσει ρεύμα εν μέσω μιας εξαιρετικά δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, με βαθύτατη ύφεση για έκτη χρόνια και ανεργία σε ιστορικά υψηλά, επιβεβαιώνει αυτό που έχει γίνει αντιληπτό εδώ αρκετό καιρό από προηγούμενες μετρήσεις: Ότι η πλειοψηφία της κοινής γνώμης δεν διακρίνει σαφή εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ και αυτό μεταφράζεται σε πολιτικό έλλειμμα και μειωμένη αξιοπιστία.
Τα επαναλαμβανόμενα ήξεις αφήξεις του Αλέξη Τσίπρα, βουλευτών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το αν θα καταγγείλουν, θα αναστείλουν, θα διαπραγματευθούν ή θα εφαρμόσουν το Μνημόνιο και αν θέση του κόμματός τους είναι η παραμονή ή η έξοδος από το ευρώ, έχουν στοιχίσει δημοσκοπικά στην Κουμουνδούρου.
Σύμφωνα με πληροφορίες από έρευνες που διενεργούνται και πέραν αυτών που γίνονται για λογαριασμό του Μεγάρου Μαξίμου, παρότι οι περισσότεροι ερωτηθέντες (επτά – οκτώ στους δέκα) απαντούν ότι η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται επαρκώς με την τρόικα, μια μικρότερη αλλά σημαντική πλειοψηφία, περίπου έξι στους δέκα, εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαπραγματευόταν ακόμα χειρότερα! Είναι ένα από τα στοιχεία που αναδεικνύουν το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο της πολιτικής αξιοπιστίας. Αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό απόρροια της ασαφούς θέσης της Κουμουνδούρου σε ό,τι αφορά το Μνημόνιο. Αν δεν έχει αποφασίσει τι ακριβώς σκοπεύει να κάνει με το πρόγραμμα της τρόικας, πώς θα πείσει ότι θα διαπραγματευθεί και τι ακριβώς θα διαπραγματευθεί;
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που καταγράφεται στις μετρήσεις είναι η εκτίμηση των περισσότερων, πάλι σε ποσοστό περίπου έξι στους δέκα, ότι με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αυξάνονταν οι πιθανότητες εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη.
Αυτό έχει δυο εξηγήσεις, οι οποίες φαίνεται να ισχύουν αμφότερες: Ένα μέρος του εκλογικού σώματος πιστεύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ή τουλάχιστον κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει ατζέντα εγκατάλειψης του ευρώ και ένα άλλο τμήμα εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να κρατήσει τη χώρα εντός ευρώ λόγω αδυναμίας να διαχειριστεί την κατάσταση.
Στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ το ποσοστό αυτών που πιστεύουν ότι με μια δική του κυβέρνηση αυξάνονται οι πιθανότητες εξόδου από το ευρώ διαμορφώνεται, αναλόγως της μέτρησης, περίπου στο 50%.
Η αίσθηση ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ θα αυξηθούν οι πιθανότητες να βρεθεί η Ελλάδα εκτός ευρωζώνης λειτουργεί ανασχετικά στη δημιουργία καθαρής εκλογικής δυναμικής υπέρ του, διότι η πλειοψηφία του κόσμου, ακόμα, θεωρεί προτιμότερη την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία από τις μετρήσεις, περισσότεροι από έξι στους δέκα Έλληνες θεωρούν ότι πρέπει να παραμείνουμε στην ευρωζώνη. Αναλόγως της έρευνας υπάρχει διακύμανση στο ποσοστό, όμως γενική διαπίστωση είναι ότι η υποστήριξη της παραμονής στο ευρώ έχει υποχωρήσει σε σχέση με προηγούμενες περιόδους, ωστόσο παραμένει με καθαρή διαφορά η πλειοψηφούσα άποψη.
Αυτή η τάση υπέρ του ευρώ συνοδεύεται και εξηγείται από την εκτίμηση μιας πλειοψηφίας 60% – 70%, αναλόγως της μέτρησης, ότι τυχόν έξοδος από το κοινό νόμισμα θα οδηγούσε σε χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι έξι στους δέκα ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ τάσσονται υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα! Τα ποσοστά, δηλαδή, στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την ανάγκη παραμονής ή όχι στο ευρώ είναι αντίστροφα από αυτά που καταγράφονται στο σύνολο του εκλογικού σώματος.
Η αμφισημία του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, σχετικά με την παραμονή ή μη στην ευρωζώνη τού δημιουργεί ένα διπλό πρόβλημα. Καθιστά διστακτικό απέναντί του εκείνο το τμήμα του εκλογικού σώματος που δεν επιθυμεί έξοδο από το ευρώ και επίσης καχύποπτο το μέρος των ψηφοφόρων του που τάσσονται υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα.
(Ειρήσθω εν παρόδω, περίπου πέντε στους δέκα ερωτηθέντες Ελλαδίτες πιστεύουν ότι και η Κύπρος πρέπει να παραμείνει στο ευρώ, παρά την πρόσφατη καταστροφική απόφαση που επιβλήθηκε στο νησί από τους Γερμανούς).
Μεγαλύτερος αντίπαλος της κυβέρνησης ο εαυτός της
Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζεται και από το εξής:
Παρότι σε όλες τις δημοσκοπήσεις η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, σε ποσοστό που κυμαίνεται τουλάχιστον γύρω στο 55% – 60% και σε ορισμένες περιπτώσεις αρκετά περισσότερο, δεν έχει θετική γνώμη για τη σημερινή τρικομματική κυβέρνηση ή για τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά του ο πρωθυπουργός και για το αν έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις του, η πλειοψηφία θεωρεί ότι ούτε ο κ. Τσίπρας ανταποκρίνεται επαρκώς στα καθήκοντά του ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης…
Εν κατακλείδι, η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του να μεταφράσουν σε σαφές πολιτικό ρεύμα και καθαρό δημοσκοπικό προβάδισμα, τόσο ως κόμμα έναντι της Ν.Δ. αλλά και σε ό,τι αφορά τη σύγκριση ηγετικών χαρακτηριστικών μεταξύ Σαμαρά -Τσίπρα, μια τόσο επιβαρυμένη οικονομικά συγκυρία για το σύνολο του ελληνικού λαού, καταδεικνύει το πρόβλημα πολιτικής ουσίας και επικοινωνίας της Κουμουνδούρου και αντίστοιχα τα περιθώρια διαχείρισης που έχουν στο Μέγαρο Μαξίμου.
Γι’ αυτό συνεργάτες του πρωθυπουργού σχολίαζαν ότι η σταθερότητα της κυβέρνησης περισσότερο θα μπορούσε να απειληθεί από την επιβάρυνση της κοινωνίας λόγω ανεργίας, ύφεσης και μέτρων, δηλαδή από τις εξελίξεις αυτές καθαυτές, παρά από τον ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση.
Καθαρό προβάδισμα Σαμαρά στην καταλληλότητα
Στη σύγκριση μεταξύ Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα ο πρωθυπουργός υπερέχει στα ποιοτικά στοιχεία (αν και σε πολλές ερωτήσεις προηγείται ο «κανένας»).
Στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία ο κ. Σαμαράς έχει καθαρό προβάδισμα έναντι του κ. Τσίπρα σε όλες τις μετρήσεις (με ποσοστό πάντα τουλάχιστον υπερδιπλάσιο) και αυτό υπογραμμίζει το δεύτερο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ: Το ηγετικό έλλειμμα του αρχηγού του σε σχέση με το σημερινό πρωθυπουργό, το οποίο έρχεται να προστεθεί στο γενικότερο πολιτικό έλλειμμα που παρουσιάζει ως κόμμα.
Λάμπρος Καλαρρύτης, στον “Τύπο της Κυριακής”