Η Σαμαρίνα Γρεβενών είναι ο πλέον δημοφιλής προορισμός, και τη 2η μέρα του 15 Αύγουστου, προσελκύοντας και φέτος πλήθος κόσμου.
Ο «Μεγάλος χορός του χωριού» ή «Μάρε κόρου ντι χοάρα», στα βλάχικα, που στην Σαμαρίνα ονομάζεται σήμερα «Τσιάτσιος», χορεύεται στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας .
Δηλώσεις του Βουλευτή Γρεβενών Θανάση Σταυρόπουλο:
Δείτε όλες τις εικόνες εδώ
Η ιστορία του χορού:
Σύμφωνα με τον Μιχάλη Πλίτση, Καθηγητή Φ.Α (Πρώην Πρόεδρο Εκπολιτιστικού Συλλόγου Σαμαρίνας) στο vlahoi.net:Ο «Μεγάλος χορός» είναι το σημαντικότερο χορευτικό δρώμενο και το αποκορύφωμα της κοινωνικής ζωής της Σαμαρίνας. Χορεύεται με συμμετοχή όλων των κατοίκων του χωριού, όχι την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, όπου το απόγευμα παλαιότερα γινόταν ως και σαράντα γάμοι, αλλά την επομένη, στις 16 και 17 Αυγούστου, στον προαύλιο χώρο της Εκκλησίας της «Παναγίας της Μεγάλης» ή «Στ’μαρίε ατσιά Μάρε», μετά την Θεία λειτουργία.
Ο χορός ονομάζεται «Τσιάτσιος», κάτι που πιθανόν επικράτησε μετά το 1900, αφού ο Κώστας Κρυστάλλης, που επισκέφθηκε την Σαμαρίνα το 1890, στα «Άπαντά» του δεν αναφέρει την ονομασία αυτή. Εκείνη την εποχή, όπως και το 1910, το πρώτο τραγούδι του χορού ήταν του Σαμαριναίου οπλαρχηγού Μίχου, που σήμερα δυστυχώς έχει ξεχαστεί.
Η ονομασία «Τσιάτσιος» αρχικά αναφέρεται στον φοβερό Τουρκαλβανό επιδρομέα Τζάτζω ή Τσιάτσιο, που στα 1785 τρομοκρατούσε την γύρω περιοχή.
Επειδή όμως είναι παράδοξο να υμνήσουν οι φιλελεύθεροι και ανυπότακτοι Σαμαριναίοι έναν αλλόφυλο επιδρομέα, και μάλιστα να τον αποθανατίσουν δίνοντάς το όνομα του στο σημαντικότερη εκδήλωση, στρεφόμαστε στην εκδοχή το όνομα να αναφέρεται σε τοπικό ήρωα.
Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία, στην προφορική παράδοση της Σαμαρίνας διασώζονταν η ανάμνηση του Σαμαριναίου κλέφτη Θεόδωρου ή «Τσιούτσιου», όπως είναι το υποκοριστικού του Θεόδωρου στα Βλάχικα, ο οποίος μικρό παιδί είδε τον πατέρα του να δολοφονείται από τον Τουρκαλβανό Τζάτζω και ορκίσθηκε εκδίκηση. Έτσι, σαν μεγάλωσε βγήκε κλέφτης στο βουνό και λόγω της ανδρείας του, του δόθηκε το όνομα Τσιάτσιος. Εδώ ίσως εξηγείται και η δολοφονία σεενέδρα κάποιου Αλβανού – Μπέη, Τσιάτσιου, την ίδια περίπου εποχή, στο Πετροπουλά- κι Καστοριάς (παλιό Έζερετς), που είχε προσπαθήσει να κάνει τσιφλίκι του το παραπάνω χωριό.
Στον «Μεγάλο χορό» σχηματίζονται δύο μεγάλοι επάλληλοι κύκλοι από άνδρες και γυναίκες. Στον εσωτερικό που είναι ο πρωτεύων, χορεύουν οι άνδρες και στο εξωτερικό οι γυναίκες.
Στη Σαμαρίνα η γυναίκα παίρνει «κεφάλι», δηλ. χορεύει μπροστά, καθώς η πρωτοχορεύτρια στον κύκλο των γυναικών βρίσκεται ένα- δύο μέτρα μπροστά από τον πρωτοχορευτή, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα βλαχοχώρια, που οι γυναίκες πιάνονται σ’ έναν κύκλο, πίσω από τους άνδρες.
Σύμφωνα με τον Κ. Κρυστάλλη όμως, ο χορός στην εποχή του ήταν με τρεις κύκλους, αφού αναφέρει τον «Μεγάλο χορό» σαν τρίδιπλο, προφανώς με δυο κύκλους γυναικών και έναν ανδρών, όπως στο γειτονικό Δοτσικό. Ακόμη, η συνήθεια να χορεύουν στον εξωτερικό κύκλο οι γυναίκες φανερώνει, ότι ήταν η αρχική διάταξη του χορού στο διπλοκάγγελο, κάτι που συνέβαινε παλιά και με την επαρχία Βοίου.
Οι χορευτές διατάσσονται ανά ομάδες ως εξής: μπροστά μπαίνει η ομάδα των γεροντότερων, με κορυφαίο του χορού συνήθως τον μεγαλύτερο σε ηλικία ή κάποιον με αξίωμα, προς ένδειξη τιμής στο πρόσωπό του. Ακολουθεί η ομάδα των μεσηλίκων, κατόπιν οι νεότεροι άνδρες και στο τέλος τα παλικάρια του χωριού. Το ίδιο γίνεται και με τον κύκλο των γυναικών, με την διαφορά ότι αποκλείονται οι άγαμες κοπέλες.
Ο Κώστας Κρυστάλλης μας πληροφορεί: « Μετά τας θρησκευτικάς ιερουργίας, οι κάτοικοι πάντες, αυτοί μόνον, όχι οι ξένοι, όπως και εν Αθήναις κατά την πομπήν των αρχαίων Παναθηναίων, στήνουσι μέγαν τρίδιπλον χορόν, παρόμοιον με το των αρχαίων Σπαρτιατών, τον συγκείμενον εκ παίδων, των νεανιών και των γερόντων, ψαλλόντων το πασίδηλον εκείνο άσμα: “ άμες πόκ’ ήμες άλκιμοι νεανίες…”». Σε παλαιότερες εποχές, καθοριστικό ρόλο στη διάταξη των χορευτών φαίνεται ότι έπαιζαν οι κοινωνικές τάξεις. Μπροστά έμπαινε η τάξη των εμπόρων και των βιοτεχνών, στη μέση η τάξη των κτηνοτρόφων με τις άσπρες φουστανέλες, και στο τέλος οι αγωγιάτες, οι εργάτες και οι μικροβιοτέχνες, ντυμένοι με μαύρες φουστανέλες ή ευρωπαϊκά ρούχα.
Σήμερα όμως δεν υπάρχει στον «Τσιάτσιο»ταξική διάκριση, αλλά μοναδικό κριτήριο είναι η ηλικία των χορευτών. Οι χορευτές χορεύουν τραγουδώντας έξη τραγούδια, που άλλα είναι ηρωικά – κλέφτικα, και άλλα είναι παρμένα από την κοινωνική ζωή της Σαμαρίνας.
To τραγούδι αρχίζει η ομάδα των ηλικιωμένων και το επαναλαμβάνουν οι υπόλοιποι.
Πριν 15 – 20 χρόνια όμως, υπήρχε τριχορία, δηλ. τους στίχους τραγουδούσαν διαδοχικά και οι τρεις ομάδες. Τον χορό συντονίζουν ένας ή δύο οργανωτές -τελετάρχες, που βρίσκονται στο κέντρο του κύκλου, κρατώντας κλίτσα στο χέρι τους. Αυτοί είναι πρόσωπα αποδεκτά απ’ όλους και φροντίζουν για την σωστή τοποθέτηση των χορευτών, την ρυθμική επανάληψη των στίχων και την αλλαγή των τραγουδιών. Ο «Μεγάλος χορός» έχει άμεση σχέση με τον αρχαίο διθύραμβο, καθώς έχουμε την ύπαρξη του κορυφαίου του χορού σαν ηγεμόνα, τον τελετάρχη σαν υποκριτή και τον υπόλοιπο χορό, που συμμετέχει τραγουδώντας.
Η αποκλειστικότητα του δωρικού αυτού χορικού άσματος από τους Βλάχους είναι ένα ατράνταχτο στοιχείο για την αρχαιοελληνική καταγωγή τους.
Οι χορευτές χορεύουν αργά και περπατητά, εκτός από τους πρώτους, που χορεύουν «στα τρία». Η λαβή των χορευτών είναι από τις παλάμες και αρχική θέση η προσοχή, με μέτωπο στο κέντρο του κύκλου.
Πρώτο τραγούδι, όπως είπαμε, είναι του «Τσιάτσιου»:
1) Ο Τσιάτσιος εκατέβαινε,
(ολέλε, Τσιάτσιο μ’ αγρήγορε)
γιε μ’ ο Τσιάτσιος κατεβαίνει,
(λε-λε Τσιάτσιο μ’ αντρειωμένε).
– Τσιάτσιο μ’ το πούθεν έρχεσαι
κι απ’ το πούθεν κατεβαίνεις.
– Από την Φούρκα έρχομαι
και στη Σαμαρίνα πάω,
(λε-λε Τσιάτσιο μ’ αντρειωμένε).
Το δεύτερο ηρωικό – κλέφτικο τραγούδι είναι του «Σμαήλ – Αγά». Αναφέρεται στον Τουρκαλβανό Ζαμπίτη και δερβέναγα Ισμαήλ Ντάμση, που στα 1775 καταδυνάστευε τις περιοχές Φούρκας και Σαμαρίνας. Οι Σαμαριναίοι κλέφτες του στήσανε ενέδρα στη θέση «Σκούρτζια» και τον σκότωσαν.
2) Δεν σ’ άρεζε Σμαήλ-αγά Φούρκα και Σαμαρίνα
μον’ γύρευες και στο Ντουσκό να πας αρματολίκι.
Κι οι απάνω κλέφτες φώναζαν, πανώ κλέφτες φωνάζουν:
– Σμαήλα ρίξε τ’άρματα, Σμαήλα ξαρματώσου.
– Το πώς να ρίξω τ’ άρματα, το πώς να ξαρματώσω.
Εγώ είμαι ένας Σμαήλ- αγάς, στο κόσμο ξακουσμένος.
Το τρίτο τραγούδι είναι του «Σιώμου», πιθανόν κι αυτό ηρωικό – κλέφτικο.
3) Σιώμο μου για δε φαίνεσαι
τούτο το καλοκαίρι,
πού’ησαν καημένε Σιώμο.
Να βγεις απάνω στα βουνά,
ψηλά στη Σαμαρίνα.
Εκεί που ψένουν πρόβατα,
τα τρυφερά σουγκάρια,
πού’ησαν καημένε Σιώμο.
Τα υπόλοιπα τρία τραγούδια είναι κοινωνικά ή της αγάπης.
4) Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο,
( μα τη θάλασσα, ψιλή – λιανή μου μέση να σε όριζα.)
για δεν ανθείς, για δεν καρπείς, σταφύλια για δεν κάνεις.
– Θα σε πουλήσω, βρε αμπέλι μου, και θα σε παζαρέψω.
– Μη με πουλάς, αφέντη μου και μην με παζαρεύεις,
μον’ βάλε νιους και σκάψε με, γέροντες κλάδεψέ με,
βάλε κορίτσια ανύπανδρα να με κορφολογήσουν,
βάλε και τις μεσόκοπες να με βλαστολογήσουν.
5) Αϊ, σαν ήμαν νιος και παλικάρι, όλο τον χορό τραβούσα,
μ’ αγαπούσαν τα κορίτσια, μ’ ήθελαν κι οι παντρεμένες,
χήρες κι αρραβωνιασμένες.
Τώρα γέρασα ο καημένος, δεν με θέλουν τα κορίτσια,
μ’ έδιωχναν κι οι παντρεμένες, χήρες κι αρραβωνιασμένες.
Σας παρακαλώ κορίτσια να με βάλετε στη μέση
να διαλέξω ποια μ’ αρέσει.
Άιντε, ποια ήταν άσπρη, ποια ήταν ρούσα,
ποια ήταν καγκελοφρυδούσα.
6) Ένας πασιάς εδιάβαινε στης Βουργαριάς τα μέρη
είδε τον τόπο έμορφο, είδε τον κι άρεσέ τον.
Βάζει ζευγάρια τριανταδυό, ζευγάδες τριανταπέντε
βάζει και Τούρκους θεριστές, Ρωμιούς κουβαλιστάδες
και μαύρο με τη μάνα του τριγύρω απ’ τ’ αλώνι.
Βάζει Βουργάρα μορφονιά να τους κερνάει να πίνουν.
– Βουργάρα μ’ το κρασί σ’ πικρό και το ρακί σ’ φαρμάκι,
όποιος το πίνει αρρωστάει και γιατρειά δεν βρίσκει.
Αυτά τα έξη τραγούδια λέγονται σήμερα στον «Μεγάλο χορό». Ωστόσο, παλαιότερα, που ο «Τσιάτσιος» διαρκούσε τέσσερις μέρες, έλεγαν κι άλλα τραγούδια..