Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. ΓρεβενώνΟ γνήσιος και ατόφυος λογοτέχνης                

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης εκτός από πολύ γενναίος αγωνιστής και μαχητικότατος  πολιτικός είναι με τα Απομνημονεύματά του σύμφωνα με το Γιώργο Σεφέρη « ο σημαντικότερος λογοτέχνης της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε και τον Παπαδιαμάντη ».  Όταν δημοσιεύτηκαν από τον Γιάννη Βλαχογιάννη τα Απομνημονεύματα του το 1907, δεν έτυχαν βέβαια θερμής αποδοχής από τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, παρόλο που ο ίδιος με την κριτική οξυδέρκεια είχε διαβλέψει όχι μόνον την ιστορική αλλά και τη λογοτεχνική τους αξία. Πρώτοι οι λογοτέχνες της Γενιάς του Τριάντα (Θεοτοκάς, Σεφέρης), αλλά και έγκριτοι καθηγητές (Ι.Θ.Κακριδής, Ζήσιμος Λορεντζάτος), έγραψαν για το ήθος και το ύφος των Απομνημονευμάτων και του Μακρυγιάννη και ανέδειξαν την τεράστια λογοτεχνική και ηθική  τους αξία.Δεν μπορούμε βέβαια να αναφερθούμε αναλυτικά σε όλα αυτά για λόγους οικονομίας, αλλά όποιος θέλει να ενημερωθεί καλύτερα μπορεί να ανατρέξει στα γραπτά των προαναφερθέντων πνευματικών ανθρώπων τα οποία μπορεί εύκολα να ανακαλύψει στο διαδίκτυο.

Γράφει ο Ι.Θ.Κακριδής στο κείμενό του «Μια ελληνική καρδιά»: «Δίπλα στο έργο αυτό το μεγάλο [σσ.  Ενν. το πολεμικό έργο του Μακρυγιάννη], ο λόγος, μεγάλος κι αυτός. Ο Μακρυγιάννης έχει το πάθος της έκφρασης. Κάθε τόσο μιλεί σε άρχοντες και σε αξιωματικούς, στα παλικάρια του και στον απλό λαό, με λόγια μεστά, γεμάτα πειθώ, θέρμη και πίστη, για να ενθουσιάσει στη μάχη, για να συμβουλέψει το σωστό, για να καυτηριάσει το κακό». Πώς όμως αυτός ο ολιγογράμματος Ρουμελιώτης διαμόρφωσε αυτό το ακέραιο ήθος και το άρτιο ύφος;  Σίγουρα η μεγάλη του πείρα από την περιπετειώδη ζωή του, από τους γενναίους αγώνες για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, αλλά και η επιπόλαιη γνωριμία με τον αρχαίο κόσμο – από εκδηλώσεις που παρακολουθούσε και από συζητήσεις με μορφωμένους  Έλληνες και Φιλέλληνες-  καθώς και ο προσωπικός του στοχασμός στη σπηλιά του ή όταν έσκαβε τον κήπο του, έπαιξαν το ρόλο τους στη διαμόρφωση του πολιτικού και του ατομικού ήθους και ύφους. Εκείνη όμως που τον επηρέασε βαθιά και σφράγισε την προσωπικότητά του  ήταν η προφορική λαϊκή παράδοση, στην οποία διασώζονταν ζωντανά ακόμη ομηρικά, αρχαιοελληνικά και βυζαντινά στοιχεία. Ας δούμε όμως τι γράφουν για το ύφος του Μακρυγιάννη οι μελετητές του.

«…Το Μακρυγιάννη τον έχει μορφώσει η λαϊκή προφορική παράδοση, όχι τόσο ως περιεχόμενο, όσο ως τέχνη του λόγου. Τη δυναμικότητα και την επιγραμματικότητα της φράσης του, την ακριβολογημένη έκφραση, την πλαστικότητα και την παραστατικότητα της περιγραφής του, την ικανότητα με λίγα λόγια να χαραχτηρίζει οξύτατα ένα πρόσωπο ή ένα έργο — όλα αυτά τα έχει ο Μακρυγιάννης μάθει από το σύγχρονο προφορικό λαϊκό λόγο, που κρατιέται αγνός, έξω από την επίδραση του λογιοτατισμού και της κούφιας ρητορείας. Στην υπηρεσία του λόγου του μπαίνουν ακόμα η λαϊκή παροιμία και ο λαϊκός αίνος, η φανταστική δηλαδή ιστορία, που χρησιμοποιεί συχνά τα ζώα για ήρωες και έχει συμβολική σημασία, για να ελεγχθούν των ανθρώπων οι χαρακτήρες και τα έργα…»Ι.Θ.Κακριδής. Και ο Γ. Θεοτοκάς τονίζει: «Διατύπωση καθαρή, άμεση, στερεή. Γεγονότα συγκεκριμένα, ζωηρά και απανωτά. Διαδέχονται το ένα τ’  άλλο χωρίς λαχάνιασμα,  μα και χωρίς περιστροφές και χάσιμο καιρού. Τίποτα το περιττό και, εξάλλου, τίποτα το θολό, το κυμαινόμενο ή το νοθευμένο. Και, ωστόσο, μέσα από όλη αυτή την απλότητα και τη σταθερότητα κάτι το απροσδιόριστο μάς ελκύει από την πρώτη κιόλας στιγμή, κάποιος αέρας ξεχωριστός, κάποιος παλμός, κάτι σαν την κίνηση ενός ζωντανού κορμιού. Είναι ο ρυθμός μιας προσωπικότητας, αρκετά, ως φαίνεται, εξαιρετικής, ρυθμός, οξύς, οδυνηρός και όμως παιχνιδιάρης ». Όλα αυτά τα γνωρίσματα για τα οποία θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά και να αναφέρουμε και αντίστοιχα παραδείγματα τον καθιστούν μεγάλο τεχνίτη και το λόγο του πολύ ελκυστικό σε σημείο που σε αιχμαλωτίζει και να σε συναρπάζει. Γιατί ο Μακρυγιάννης δεν κάνει μια απλή αφήγηση γεγονότων, άνευρη και ανιαρή, αλλά συμμετέχει και ο ίδιος συναισθηματικά, χαίρεται, νιώθει περηφάνια, ενθουσιάζεται αλλά και θυμώνει, οργίζεται και εκφράζει τη θλίψη και τον δικό του καημό αλλά και των αγωνιστών για τις αδικίες, τον δόλο και την απάτη. Ας δούμε τώρα ποιο είναι το ήθος και ποιες οι αξίες που ξεπροβάλλουν από αυτόν τον γνήσιο λαϊκό λόγο.

 

Οι τίτλοι του Ι.Θ.Κακριδή και του Γ. Σεφέρη «Μια ελληνική καρδιά» και  «Ένας Έλληνας – Μακρυγιάννης» αντίστοιχα στα κείμενά τους είναι σίγουρα ενδεικτικοί για το ήθος και τις αξίες του  Ρουμελιώτη στρατηγού. Όντας αυτοδημιούργητος και αμάλαγος, ευφυέστατος και πολυτάλαντος κουβαλούσε μέσα του αλλά αφομοίωσε και από τον περίγυρό του και πρώτα από όλα από τη δυναμική και ευσεβή μητέρα του όλες τις πολύτιμες ελληνικές αξίες. Την έννοια της αρετής με το ίδιο πολεμικό, πολιτικό και ηθικό  περιεχόμενο από την αρχαία Ελλάδα μέχρι και τα νεότερα χρόνια τη συναντάμε πολλές φορές στον Μακρυγιάννη. Η ευσέβεια και η φιλοπατρία, η πίστη στο Θεό και στην Πατρίδα, διαφαίνονται σε πολλά σημεία των Απομνημονευμάτων του – έχουμε αναφέρει πολλά παραδείγματα στα προηγούμενα άρθρα  -ήταν τα δύο βασικά στοιχεία της αρετής του. Το φιλότιμο και η ντροπή του είναι άλλες δύο ελληνικότατες αρετές, από τον Όμηρο ακόμη, που κοσμούν την προσωπικότητα του. Ας θυμηθούμε εδώ το παράπονό του στον Αη Γιάννη  ύστερα από το ξύλο που έφαγε,σε μικρή ηλικία, στη Δεσφίνα από τον συγχωριανό του ζαμπίτη και τον διάλογο με τον Καποδίστρια, στον οποίο, επειδή πληγώθηκε το φιλότιμό του κατέθεσε τα όπλα. Άλλες πολύ σημαντικές αρετές που σφραγίζουν την προσωπικότητά τους είναι  η αγάπη για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, η αμεροληψία και η ανεξικακία, η φιλαλήθεια και η τιμιότητά του, καθώς και η αλληλεγγύη και το ενδιαφέρον του για τον απλό λαό και ειδικότερα για τους πρόσφυγες και τους φτωχούς αγωνιστές. Χωρίς να το ξέρει ο Μακρυγιάννης εφάρμοζε αυτό που έλεγαν οι Αρχαίοι «επαμύνειν τοις αδικουμένοις», δηλαδή να βοηθάς αυτούς που αδικούνται. Ας θυμηθούμε εδώότι συνόδευσε με ασφάλεια τους Αρτηνούς μέχρι το Μεσολόγγι, προστάτευσε τους κατοίκους των Αθηνών, της Ύδρας και της Πελοποννήσου από τις αυθαιρεσίες πολλών αγωνιστών και πάντοτε όλοι αυτοί τον τιμούσαν και τον ευγνωμονούσαν. Ειδικά για τους φτωχούς αγωνιστές τόσο με τον Καποδίστρια, όσο και με τον Όθωνα, έδωσε μεγάλον αγώνα για την προστασία τους και οι ίδιοι έβρισκαν σε αυτόν καταφύγιο και ζητούσαν τη βοήθειά του. Δίκαια λοιπόν πάρα τις όποιες αδυναμίες και τα ελαττώματα που είχε και που ο ίδιος με ταπεινότητα  αναφέρει πολλές φορές ότι είναι αμαρτωλός και ότι είναι χειρότερος όλων ο Μακρυγιάννης θεωρείται μεγάλος Έλληνας και μια γνήσια ελληνική καρδιά.

 

Ο τραγουδιστής, ο χορευτής και ο ζωγράφος

 

Δεν αρκούσε όμως στον στρατηγό που μαχόταν γενναία για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, που έγραψε τα Απομνημονεύματα, ένα κτήμα  εσαεί σαν τη Ιστορία του Θουκυδίδη, όπως τονίζει ο Ι.Θ.Κακριδής, για να διδάξει τους μεταγενέστερους όχι μόνο με τα κατορθώματα των αγωνιστών και των πολιτικών μα και με τα λάθη τους και να διακηρύξει ότι δεν είμαστε στο εγώ αλλά στο εμείς, αλλά τραγουδούσε πολύ όμορφα και συνέθετε και δικά του τραγούδια, χόρευε λεβέντικα και απεικόνισε σε μωσαϊκά στην αυλή του και με 24 ζωγραφικούς πίνακες τα σημαντικότερα γεγονότα και τις μεγαλύτερες μάχες του Αγώνα.

 

Το τραγούδι και ο χορός ήταν στενά συνυφασμένος με τη ζωή των Ελλήνων και ειδικότερα με τη ζωή των κλεφταρματολών.  Μετά τις κοπιώδεις μάχες και ανεξάρτητα από την έκβαση οι αγωνιστές, αλλά και οι κλέφτες παλιότερα έπρεπε να φάνε κριάρια σουβλισμένα, να τραγουδήσουν και να χορέψουν με λεβεντιά για τη χαρά της νίκης ή να μοιρολογήσουν τους σκοτωμένους και να επαινέσουν την αντρεία τους. Τα τρία πρώτα χρόνια που οι Έλληνες νικούσαν του Τούρκους  τραγουδούσαν και γλεντούσαν και περίφημο είναι το γλέντι που έστησαν οι αγωνιστές στα Δερβενάκια μετά την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει στην πολιορκία της Ακρόπολης, όταν έκανε τραπέζι στον Γκούρα, μία ημέρα πριν από το θάνατό του, ότι στα ορδιά, στις μάχες δηλαδή τραγουδούσαν, αλλά κατά τη διάρκεια των εμφυλίων αυτή η όμορφη συνήθεια είχε εκλείψει λόγω της διχόνοιας: «ότ’ είχαµεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαµεντραγουδήση -τόσον καιρόν, οπού µας έβαλαν οι ‘διοτελείς και ‘γγιχτήκαµεν δια-να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι•. ‘Οτι εις τα ‘ρδιά (μάχες) πάντοτες γλεντούσαµεν». Και τραγούδησε τότε εκείνο το πολύ όμορφο μοιρολόγι που το αναφέραμε στο 7ο άρθρο « Ο ήλιος εβασίλεψεΈλληνά μου» και τους συγκίνησε όλους. Ένα ακόμη πολύ όμορφο κλέφτικο τραγούδι  τραγούδησε τον Απρίλιο του 1853, όταν μετά τη καταδίκη του από το Στρατοδικείο τον οδηγούσαν στις φυλακές του Μενδρεσέ. Καθώς περνούσε από τα μέρη της Ακρόπολης θυμήθηκε τις σκληρές μάχες του και με καθαρή και εκφραστική φωνή τραγούδησε, όπως αναφέρει ο Βλαχογιάννης,  ένα κλέφτικο τραγούδι  που συγκίνησε όσους το άκουσαν: «Καθ’ οδόν πλησιάζων προς τους κάτω της Ακροπόλεως τόπους και αποβλέπων προς αυτούς ήρξατο άδων αρματολικόν τι τραγούδιον δια φωνής καθαράς και ατρόμου, συγκινήσας τους ακούοντας μέχρι δακρύων ».

 

Μετά την επανάσταση ο Μακρυγιάννης πολλές έκανε τραπέζι σε φίλους και μετά το καλό φαγητό  ακολουθούσε και γλέντι, όπως αναφέρει: « Φάγαμεν, ετραγουδήσαμεν και εγλεντήσαμεν». Ήταν και πολύ καλός χορευτής και σε μια χοροεσπερίδα που οργανώθηκε προς τιμήν του Όθωνα στο Ναύπλιο, χόρεψε ένα συρτό αποσπώντας το χειροκρότημα και τα συγχαρητήρια των παρευρισκομένων: «Έκαµαν ένα µπάλλο οι πολίτες τ’ Αναπλιού• συνεισφέραµεν όλοι και προσκαλέσαµεν τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία, Αντιπρέσβες και Ναυάρχους κι’ άλλους σηµαντικούς ξένους. Οι πολίτες είχαν µε τι τάξη να γένωνται όλα εις το µπάλλο και να γένη κ’ ένας χορός Ελληνικός και να τον πρωτοσύρω εγώ. Μπήκα και τον πρωτόσυρα. Τότε µ’ έπιασαν πολλοί από το χέρι και µε συχαργιάστηκαν».

Στα 1839 θα αποφασίσει να στολίσει την αυλή του σπιτιού του στην Αθήνα με μωσαϊκά, που συμβολίζουν τους αγώνες των Ελλήνων με τους Τούρκους και τη βαυαρική απολυταρχία. Θα βάλει και τον Παναγιώτη, το λαϊκό ζωγράφο από τη Σπάρτη, να του ζωγραφίσει μέσα σε τρία χρόνια εικοσιτέσσερις εικόνες, που αναπαρασταίνουν τις μάχες του Αγώνα.Στην αρχή πήρε  έναν φράγκο ζωγράφο, αλλά δεν του άρεσε η δουλειά του, τον πλήρωσε και τον έδιωξε με τη δικαιολογία ότι δεν γνώριζε τη γλώσσα του. Ο Μακρυγιάννης ήθελε έναν ζωγράφο λαϊκό για να μπορεί να επικοινωνεί μαζί του και να τον καταλαβαίνει, να μιλάνε την ίδια γλώσσα. Στο πρόσωπο του Παναγιώτη Ζωγράφου βρήκε αυτό που ήθελε, με την λαϊκή – πριμιτιβιστική του ζωγραφική κατόρθωσε να απεικονίσει τις ιδέες του στρατηγού με όλες τις λεπτομέρειες και να αποτελούν σήμερα ένα σημαντικό τεκμήριο για την Επανάσταση  του 1821, θέλοντας να αποστομώσει τους «χαμερπείς» που στρεβλώνανε την ιστορική αλήθεια: «Και τις εικονογραφίες οπού άρχισα από τα 1836 και εις τα 1839 τις ετελείωσα, διατί τις έφκειασα; Ν’ αποδείξω αυτηνών τις ψευτιές και τις χαμέρπειές τους». Στο πρώτο από τα εικοσιτέσσερα κάδρα ο Μακρυγιάννης απεικόνισε την νεκρανάσταση της Πατρίδος με τον Παντοκράτορα στο κέντρο και αποκάτω τον Όθωνα και την Αμαλία, τις μεγάλες Δυνάμεις και τον λαό να παρατηρεί. Στο δεύτερο την άλωση της Πόλης με τον Σουλτάνο, τα μαρτύρια των Ελλήνων και την εθνεγερσία με τον Ρήγα  «το αγαθό παιδί της Πατρίδας». Στο τελευταίο απεικονίζει την Ελλάδα να ευγνωμονεί όλους τους Φιλέλληνες των οποίων τα ονόματα αναγράφει. Στους υπόλοιπους απεικονίζει τις σημαντικότερες μάχες, ξεκινώντας με τη μάχη της Αλαμάνας και τελειώνοντας με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ευτυχώς που, για καλή μας τύχη, μία από τις πέντε κόπιες σώζεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και μπορεί όποιος το επιθυμεί να απολαύσει και αυτή την προσφορά του Μακρυγιάννη δια χειρός Παναγιώτη Ζωγράφου.

Κλείνοντας αυτή τη σειρά των δώδεκα άρθρων για τον στρατηγό Μακρυγιάννη θέλω να σας εξομολογηθώ ότι αυτούς τους τρεις μήνες τους πέρασα πολύ όμορφα απολαμβάνοντας τα λόγια του και κατάλαβα πόσο δίκιο είχε  ο ποιητής που τα παρομοιάζει με παλιό κρασί και ένιωσα καλά το νόημα των στίχων«όσα σκαλιά κι αν ανεβώ Ι κι όπου η καρδιά μου φτάνει Ι θα με κρατάει το χέρι σου Ι Χριστέ και Μακρυγιάννη (Μ. Ελευθερίου / Ηλ. Ανδριόπουλος)».Μπορεί ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και ο Ανδρούτσος να πρόσφεραν περισσότερα στο πολεμικό τομέα από τον Μακρυγιάννη που ήταν πιο νέος από αυτούς, αλλά ο Ρουμελιώτης αγωνιστής μάς κληροδότησε με τα γραπτά και τους πίνακές του ζωντανά, τους αγώνες και την αγωνία των Ελλήνων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, όταν η Ελλάδα απέκτησε την ελευθερία της και έκαμε τα πρώτα της βήματα ως ανεξάρτητο κράτος, περίοδο κατά την οποία ο ίδιος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Αφηγείται παραστατικά τόσο τα κατορθώματα των αγωνιστών, όσο και τη διχόνοια, την ιδιοτέλεια, το δόλο και την απάτη και τους φατριασμούς και το έργο του είναι διαχρονικό και πολύ επίκαιρο. Δεν είναι τυχαίο ότι από τον Μακρυγιάννη εμπνεύστηκαν πάρα πολλοί ποιητές και μουσικοσυνθέτες (Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Ανδρέου, Ματθαίος Μουντές, Κώστας Χ. Μύρης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Κώστας Βάρναλη και ανάμεσα στους συνθέτες: οι Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Λοΐζος, Νότης Μαυρουδής, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Μαρκόπουλος, Θωμάς Μπακαλάκος, Θάνος Μικρούτσικος και βέβαια ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1979 τον δίσκο Γράμματα στο Μακρυγιάννη, όπου και το τραγούδι «θα σε ξαναβρώ στους μπαξέδες») και κατά την περίοδο  1970 με 1985 κυκλοφόρησαν εικοσιπέντε τραγούδια για αυτόν που είχε γίνει το σύμβολο του πόνου και του καημού της Ρωμιοσύνης. Σήμερα, παρά τις όποιες αντιγνωμίες για την προσωπικότητα του στρατηγού, τα λόγια του παραμένουν σημαντική παρακαταθήκη, γιατί η Πατρίδα μας, αλλά και όλη η υφήλιος, διέρχεται βαθιά κρίση με σοβαρά εθνικά και κοινωνικά προβλήματα και παρόλο που έχουμε πολλούς «φίλους και συμμάχους», καταλαβαίνουμε πόσο μόνοι είμαστε, όπως ήταν και η Ελλάδα, όταν ξεκίνησε την Επανάσταση πριν διακόσια χρόνια. Αντί να αναλωνόμαστε σε φανφάρες για εντυπωσιασμούς, καλό θα ήταν να αγωνιστούμε για την ομόνοια και την ομοψυχία, αφήνοντας κατά μέρος τους φατριασμούς και τις κομματικές αντιπαραθέσεις, «αν θέλωμε να φκειάσωμεν χωριό , γιατί είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ ».

«Κι’ όσα σηµειώνω τα σηµειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. ∆ια ‘κείνο έµαθαγράµµατα εις τα γεράµατα και κάνω αυτό το γράψιµον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω• ήµουν φτωχός κ’ έκανα τον υπερέτη και τιµάρευα άλογα κι’ άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό µου χρέος, οπού µας χρέωσαν οι χαραµήδες, και να ζήσω κ’ εγώ σε τούτην την κοινωνίαν όσο έχω τ’ αµανέτι του Θεού εις το σώµα µου. Κι’ αφού ο Θεός θέλησε να κάµηνεκρανάστασιν εις την πατρίδα µου, να την λευτερώση από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ’ εµένα να δουλέψω κατά δύναµηλιγώτερον από τον χερώτερον πατριώτη µου ‘Ελληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασµένοι για την Ελλάδα -ένα πράµα µόνον µε παρακίνησε κ’ εµένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχοµεν όλοι µαζί, και σοφοί και αµαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον µικρότεροι άνθρωποι• όσοι αγωνιστήκαµεν, αναλόγως ο καθείς, έχοµεν να ζήσωµεν εδώ. Το -λοιπόν δουλέψαµεν όλοι µαζί, “να την φυλάµεν κι’ όλοι µαζί και να µην λέγη ούτε ο δυνατός “”εγώ””, ούτε ” “ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς “”εγώ””; ‘Οταν αγωνιστή µόνος-του ” και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ• όταν όµως αγωνίζονται πολλοί και “φκειάνουν, τότε να λένε “”εµείς””. Είµαστε εις το “”εµείς”” κι’ όχι εις το ” εγώ. Και εις-το-εξής να µάθωµεν γνώση, αν θέλωµεν να φκειάσωµενχωριόν, να ζήσωµεν όλοι µαζί. ‘Εγραψαγυµνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι ‘Ελληνες ν’ αγωνίζωνται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να “ιδούνε και τα παιδιά µου και να λένε• “”‘Εχοµεν αγώνες πατρικούς, έχοµεν ” “θυσίες””, αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να µπαίνουν σε φιλοτιµίαν και να” εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας».

 

Διαβάστε και: 

Γιάννης Μακρυγιάννης: Μια Eλληνική Καρδιά    και

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά   (2ο μέρος)   

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά   (3ο μέρος

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά  (4ο μέρος)     

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά  (5ο μέρος   Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά  (6ο μέρος   Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά  (7ο μέρος  Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά (8ο μέρος)Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά (9ο μέρος)Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά (10 ο μέρος)Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά (11 ο μέρος)

 

Βιβλιογραφία:

  1. «Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα» Εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ, Απάνθισμα μελετημάτων: Γ. Θεοτοκά, Γιάννη Κορδάτου, Σπύρου Βασιλείου, Γ. Σεφέρη. Εισαγωγή: Γιάννη Βλαχογιάννη. ΕΙΚΟΝΕΣ: Παναγιώτη Ζωγράφου.
  2. «Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη» pdfeΒιβλιοθήκη ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ
  3. «Η θρησκευτική διάσταση στη ζωή και στο έργο του Γιάννη Μακρυγιάννη» Διονύσιος Βαλόης. Θεσσαλονίκη 1991.
  4. «Δ ιαβάζοντας τον Μακρυγιάννη. Η κατασκευή ενός μύθου από τον Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη, τον Λορεντζάτο», Γ. Γιαννουλόπουλος, β’ έκδ. Πόλις, Αθήνα 2004
  5. «Μακρυγιάννης», Ν. Θεοτοκάς εκδ. Τα Νέα, Αθήνα 2010
  6. «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τόμοι ΙΒ, ΙΓ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε., ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 1980.
  7. Περιοδικό LIFOτο άρθρο του Γιάννη Πανταζόπουλου 25/3/2019 με τίτλο «: Γιάννης Μακρυγιάννης: Εκφραστής της ελληνικής ψυχής ή καιροσκόπος; Δύο ιστορικοί ιχνηλατούν την προσωπικότητα του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.