Ένα 16χρονο παιδί αποφασίζει να φύγει από τα Γρεβενά και την Ελλάδα, από τη μια στιγμή στην άλλη. Η επιτυχία και τα δάκρυά του, στα γεράματα, που ράγιζαν καρδιές…
Βρισκόμαστε στα Γρεβενά στις Αρχές του 20ου αιώνα. Ο 16χρονος Παναγιώτης Μάρκος κατεβαίνει να φέρει ψωμί για τους γονείς του και τα αδέρφια του, όταν ξαφνικά συναντάει ένα τσούρμο από παιδιά που φεύγουν για τα ξένα. «Πάμε για την Αμερική, έλα».
Ο αμούστακος Παναγιώτης με δανεικά λίγες λίρες, ξεχνάει το ψωμί και φεύγει. Με τα ρούχα που φορούσε. Κατεβαίνει στον Πειραιά, μπαίνει στο πλοίο και αφού ταξιδεύει για σαράντα κουνημένα μερόνυχτα φτάνει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δουλεύει πρώτα στις ράγες για το τρένο της Φιλαδέλφια, πριν φύγει για το Σικάγο. Εκεί πιάνει δουλειά σε κατάστημα με χειροποίητα παπούτσια και καταφέρνει μια δεκάδα την ημέρα. Λίγο αργότερα αγοράζει καθαριστήριο και αρχίζει να εδραιώνεται.
Το ένα φέρνει το άλλο και η δουλειά μεγαλώνει. Τραβάει τα αδέρφια του, φέρνει και τα ανίψια του και από εκεί και πέρα δεν φεύγει κανείς. Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Κι ο Παναγιώτης Μάρκος κάνει 60 ολόκληρα χρόνια να γυρίσει και τον καημό να του τρώει τα σωθικά.
Ο Παναγιώτης Μάρκος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 χρονών τη δεκαετία του ’80. Οι δικοί του ακόμα θυμούνται πως φεύγοντας έκλαιγε γιατί δεν μπόρεσε από τα 16 του να ξαναδεί την μάνα του. «Δεν της πήγα ψωμί» έλεγε και θρυμματιζόταν η ψυχή του. Για τη μάνα, για το ψωμί, για την ξενιτιά…
Στο τραπέζι αραδιασμένες δεκάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Γύρω τους, τρεις επόμενες γενιές. Η 94χρονη ανιψιά του Παναγιώτη Μάρκου, Μαριάνθη Σακελλάρη, ο 69χρονος γιός της Θανάσης Σακελλάρης και ο 39χρονος εγγονός της Γιάννης. Όλοι τους με μνήμες από το Σικάγο της Αμερικής αλλά πλέον οι ελάχιστοι αυτής της μεγάλης οικογένειας, (που μετράει έναν ολόκληρο αιώνα πήγαινε – έλα στον Ατλαντικό) που βρίσκονται πλέον μόνιμα στην Ελλάδα.
Ρεπορτάζ του Κάμπου, larissanet.gr