Στα Ηλιούγεννα, τη γιορτή της γέννησης του θεού Ήλιου, αλλά και στον ίδιο τον Θεό Ήλιο, που απεικονιζόταν να οδηγεί ένα έλκηθρο με φτερωτά άλογα, εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα οι καταβολές των σύγχρονων γιορτών των Χριστουγέννων και της γιορτής του Αγίου Βασιλείου.
Ήταν τότε που ρίζωσε η παράδοση γνωστών εθίμων, τα οποία συνεχίστηκαν στην πορεία του χρόνου, διαφοροποιήθηκαν ή διατήρησαν βασικά χαρακτηριστικά και συνοδεύουν σήμερα το γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Η πιο γνωστή σχετική καταβολή από την αρχαία Ελλάδα είναι τα χοιροσφάγια τον Δεκέμβρη, ενώ το αρχαίο γιορτινό “μενού” συμπεριλάμβανε ακόμη τις ομματιές (έντερο γεμισμένο με συκωταριές και ρύζι), το γεμιστό στομάχι χοίρου και ένα γλυκό από το αίμα του. Αργότερα εμφανίστηκε το χριστόψωμο με μαγιά από ξερό βασιλικό αλλά και οι βασιλόπιτες, πρώτα οι αλμυρές και μετά οι γλυκιές.
«Στην αρχαία Ελλάδα γίνονταν την ίδια περίοδο διάφορες γιορτές. Ένα έθιμο που δεν έχει σχέση ακριβώς με το φαγητό ήταν τα Ηλιούγεννα που συμβόλιζε τη γέννηση του Ήλιου. Άλλωστε, αργότερα, ο προφήτης Ηλίας εμφανιζόταν με ένα έλκηθρο με φτερωτά άλογα και πήρε τη θέση του θεού Ήλιου που οδηγούσε το έλκηθρο, όπως ο Αη Βασίλης» εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο σεφ Νίκος Φωτιάδης. Διευκρινίζει, παράλληλα, ότι πολλά από τα στοιχεία και τα έθιμα που συναντώνται στην αρχαιότητα, εξελισσόμενα κατά τη διάρκεια του χρόνου, έδωσαν τη θέση τους στα πρόσωπα και τα γεγονότα της χριστιανικής θρησκείας.
Τα χοιροσφάγια και η γουρουνοχαρά
Για τα χοιροσφάγια ο κ. Φωτιάδης τονίζει ότι η σφαγή ενός τόσο μεγάλου ζώου όπως το γουρούνι δεν ήταν απλή υπόθεση αλλά σημαντικό γεγονός, άρρηκτα συνδεδεμένο με την οικιακή οικονομία. «Όλη η οικογένεια, όλο το χωριό συμμετείχε σε αυτή την τελετή που είχε χαρακτηριστικά γιορτής. Αυτός είναι και ο λόγος που το έθιμο λεγόταν και λέγεται μέχρι σήμερα και γουρουνοχαρά. Μάλιστα, τότε εκμεταλλεύονταν τα πάντα από το χοιρινό, δεν άφηναν τίποτε να πάει χαμένο. Έτσι, από την αρχαιότητα μέχρι και το 1970, έφτιαχναν και ένα γλυκό από το αίμα του χοιρινού, το οποίο είναι καταγεγραμμένο στην Άνω Σύρο, ωστόσο απαγορεύτηκε και λόγω θρησκείας και λόγω υγιεινής» προσθέτει. Οι ομματιές ή αιμματιές φτιάχνονταν και εκείνες με έντερο από τον χοίρο, γεμισμένο με συκώτια και ρύζι. Τα βυζαντινά χρόνια απαγορεύτηκε από την εκκλησία η προσθήκη αίματος, όμως η παρασκευή τους συνεχίστηκε αργότερα χωρίς αίμα. Ένα παρεμφερές έθιμο που διατηρείται και σχετίζεται με το φαγητό είναι η Μπάμπω στον βόρειο Έβρο και είναι ουσιαστικά γεμιστό στομάχι χοίρου.
Το ροζ γουρουνάκι και ο μαύρος χοίρος του Εύμαιου
Στα χρόνια μας πια, στην πατρίδα μας, όπως αναφέρει, κάποιος παραγωγός από την Καλαμπάκα κατάφερε να διασώσει μερικά ζώα του είδους και σιγά σιγά και άλλοι ξεκίνησαν την ίδια εκτροφή. Σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια έγιναν διαδικασίες ενδυνάμωσης του DNA, καθώς τα ζώα είχαν εκφυλιστεί με την πάροδο των χρόνων και πλέον η καθαρότητα του γενετικού τους υλικού αγγίζει το 95%. «Θα ήταν πολύ καλό να γίνει ο μαύρος χοίρος το εθνικό μας προϊόν διότι πρόκειται για ένα είδος πιο υγιεινό, αφού είναι προσαρμοσμένο και εγκλιματισμένο στις συνθήκες της Ελλάδας και δεν χρειάζεται αντιβιώσεις», σχολιάζει ο σεφ.
Το χριστόψωμο με μαγιά από ξερό βασιλικό
Ένα ακόμη παρασκεύασμα που, βέβαια, δεν έχει ρίζες στην αρχαία Ελλάδα, αλλά είναι συνδεδεμένο με την ελληνική χριστουγεννιάτικη παράδοση, είναι το χριστόψωμο. “Παραδοσιακά το χριστόψωμο το έφτιαχναν από μια μαγιά από ξερό βασιλικό και όχι από τη μαγιά που ξέρουμε. Αυτό το έφτιαχναν φυλές όπως οι Σαρακατσαναίοι και οι Βλάχοι, ενώ συναντάται και στην Κεφαλλονιά” τονίζει και προσθέτει: “και σε άλλες, όμως, περιοχές της Ελλάδας υπάρχουν αντίστοιχα αρτοσκευάσματα που διαφοροποιούνταν ανάλογα με την πείρα των παρασκευαστών τους και τα υλικά που ήταν διαθέσιμα. Για παράδειγμα, στην Κρήτη χρησιμοποιούνταν ακριβά υλικά όπως το ροδόνερο, το σουσάμι, το μέλι, η κανένα και τα γαρύφαλλα. Πάντα όλα αυτά συνοδεύονταν από κάποιες ευχές, από κάποια λόγια τα οποία λέγανε οι πιστοί για να πάει καλά η επόμενη χρονιά”.
Κοτόσουπα από τη γέρικη κότα, λαλάγγια και αλμυρή βασιλόπιτα
Ιδιαίτερα δημοφιλές πιάτο στην ελληνική επαρχία για το παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν, επίσης, η κοτόσουπα από τη γέρικη κότα. Η σούπα αυτή θεωρούνταν αρκετά δυναμωτική και κατάλληλη να «εισάγει» τον καθένα στο κυρίως, γιορτινό πιάτο, εκείνο με το χοιρινό. «Αργότερα ήρθε η γαλοπούλα, ο κούρκος όπως λέμε στη Μακεδονία» επισημαίνει ο κ. Φωτιάδης, ο οποίος δεν παραλείπει να αναφέρει και τα λαλάγγια, ένα είδος τηγανίτες, ζυμωμένες σαν χοντρό μακαρόνι και τηγανισμένες είτε ολόκληρες, είτε διπλωμένες, είτε γλυκές, είτε αλμυρές.
«Την περίοδο εκείνη και οι βασιλόπιτες δεν είχαν τη μορφή που έχουν σήμερα. Ήταν αλμυρές και όχι γλυκιές. Για παράδειγμα, η βασιλόπιτα των Ποντίων έχει κιμά και ξερά φρούτα. Υπήρχε και άλλη βασιλόπιτα με τυρί, ωστόσο δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σήμερα. Αλμυρές βασιλόπιτες έφτιαχναν και στην Ήπειρο. Πέρσι είχαμε κάνει μια αναβίωση στην Καβάλα και παρουσιάσαμε κάποιες από αυτές τις πίτες που συνοδεύονταν είτε με ρόδια, είτε με καρύδια, για να δείξουν όσοι τις παρασκεύαζαν τον πλούτο που είχαν σε υλικά αλλά και για να εκφράσουν ευχές για το σπίτι και την οικογένεια», σημειώνει.
Σήμερα, πλέον, το ενδιαφέρον για την παραδοσιακή κουζίνα φαίνεται να ξυπνά και πάλι και γίνεται μια προσπάθεια να αναδειχτούν οι συνήθειες του τόπου και τα εδέσματα που σχετίζονται με αυτές. «Δεν έχουμε μάθει σαν λαός να τρεφόμαστε με άλλου είδους φαγητά. Μάθαμε να στηριζόμαστε στην παράδοση που περνά από τη μια γενιά στην άλλη, χωρίς αυτό να είναι πάντα συνειδητό. Μυρωδιές και αρώματα από το χωριό, από τις γιαγιάδες, έρχονται και πάλι στο νου. Ζωντανεύουν όταν βρισκόμαστε στα ίδια μέρη και μας θυμίζουν πράγματα από την εποχή που μεγαλώσαμε» λέει ο Νίκος Φωτιάδης και αποκαλύπτει ότι φέτος θα μαγειρέψει μαύρο χοίρο με κάστανα και σάλτσα μαυροδάφνης.
iefimerida