Γράφει η Ρωσάνα Παναγιώτου*

Μιλώντας για «άδεια αναψυχής» αναφερόμαστε στο διάστημα εκείνο κατά το οποίο ο εργαζόμενος δικαιούται να απουσιάζει από την εργασία του για σκοπούς αναψυχής, ξεκούρασης και ανάπαυσης.

Κατά το διάστημα αυτό ο εργαζόμενος απολαμβάνει τον ελεύθερο χρόνο του διατηρώντας φυσικά την αξίωσή του για καταβολή των συνήθων αποδοχών του. Συνήθεις αποδοχές είναι εκείνες τις οποίες ο εργαζόμενος θα ελάμβανε στην περίπτωση που δεν είχε λάβει την ετήσια άδειά του και εργαζόταν κανονικά. Περιλαμβάνονται σε αυτές, παροχές που συνδέονται με εργασία, η οποία παρέχεται τακτικά και ουχί έκτακτα, δηλαδή εργασία που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ο εργαζόμενος θα είχε παράσχει.

Για να γεννηθεί η αξίωση του εργαζομένου για λήψη της ετήσιας άδειάς του προϋποτίθεται ότι υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας και όχι απαραίτητα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ενώ δεν ενδιαφέρει το είδος της εργασιακής σχέσης, η διάρκειά της ή το εάν διακρίνεται αυτή σε πλήρους ή μερικής απασχόλησης.

Από τον πρώτο μήνα της παροχής εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια αναψυχής, η οποία υπολογίζεται σε ποσοστό επί της ετήσιας κανονικής αδείας  που είναι 24 μέρες στην περίπτωση που η επιχείρηση εφαρμόζει σύστημα εξαήμερης απασχόλησης και 20 ημέρες στην περίπτωση της πενθήμερης απασχόλησης (με βάση το πρώτο έτος της απασχόλησης).



Για τα δύο πρώτα έτη οι ημέρες αδείας υπολογίζονται βάσει του διανυθέντα χρόνου απασχόλησης, ενώ από την 1η Ιανουαρίου του τρίτου έτους ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει το σύνολο της ετήσιας άδειάς του. Η άδεια πρέπει να χορηγείται στον εργαζόμενο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου καθ’ εκάστου έτους, υπολογίζεται σε εργάσιμες ημέρες και δεν είναι επιτρεπτή η μεταφορά των ημερών σε επόμενο έτος.

Όλες οι ημέρες που συμπίπτουν με νόμιμες αργίες, εορτές ή Κυριακές δεν συμπεριλαμβάνονται στις ημέρες της άδειας αλλά τις προσαυξάνουν.

Ο εργοδότης υποχρεούται από τη στιγμή που ο εργαζόμενος θα αιτηθεί αδείας να του τη χορηγήσει εντός δύο μηνών, ενώ σε κάθε περίπτωση οι άδειες του μισού προσωπικού τουλάχιστον θα πρέπει να χορηγούνται από την 1η Μαΐου έως την 30η Σεπτεμβρίου. Τέλος, με την παροχή της άδειας ο εργοδότης υποχρεούται να προκαταβάλλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές αδείας, ως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω, καθώς και το επίδομα αδείας.

*Η κα Ρωσάνα Παναγιώτου είναι Δικηγόρος, LLM Εργατικού Δικαίου.

 economistas

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.