Οι αγορές έχουν τιμολογήσει προ πολλού το ενδεχόμενο να μην συμμετάσχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Το πρόβλημα είναι αλλού. Στη διπλή γλώσσα, στη διπλή γραμμή εντός του ευρωπαϊκού στρατοπέδου.
Τα φώτα της δημοσιότητας στις διαβουλεύσεις επί αμερικανικού εδάφους, ως ήταν αναμενόμενο, έπεσαν πάνω στο μπρα- ντε- φερ της Λαγκάρντ με το διάδοχο του Β. Σόιμπλε, τον Ο. Σολτς, ωστόσο αυτό που πραγματικά έγινε ήταν η δημοσιοποίηση της εν εξελίξει κόντρας Γερμανών- Γάλλων για την επόμενη ημέρα της Ευρωζώνης, με την Ελλάδα να αποτελεί για μια ακόμα φορά το πεδίο ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών.
Από τις πρώτες δημόσιες τοποθετήσεις του νέου Γερμανού υπουργού Οικονομικών έγινε σαφές ότι το Βερολίνο δεν συμμερίζεται καθόλου τη θέση του Ε. Μακρόν ότι οι αναγκαίες δομικές αλλαγές στη λειτουργία της Ευρωζώνης έχουν κατεπείγοντα χαρακτήρα. Αντιθέτως, το Βερολίνο πιστεύει ότι απαιτείται μεγαλύτερη αντιμετώπιση των κινδύνων- που προφανώς συνεπάγεται η «χαλαρότητα» των Νότιων- με μεγαλύτερες ασκήσεις πειθαρχίας, πριν γίνει το επόμενο βήμα στην κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης, πιθανώς με την πρόβλεψη υπουργού Οικονομικών για όλη τη Ζώνη. Που «κολλάει» αυτό με την Ελλάδα;
Όπως κατέστησε σαφές στην Κ. Λαγκάρντ αλλά και στο Washington Group ο Ο. Σολτς, η γερμανική πλευρά είναι αντίθετη σε κάθε διαδικασία που εμπεριέχει αυτοματισμό ήτοι σε κάθε διαδικασία που δεν εμπεριέχει το στοιχείο του ελέγχου. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι το Βερολίνο στην πραγματικότητα δεν αντιτίθεται στο ΔΝΤ- που επιμένει σε έναν αυτοματοποιημένο μηχανισμό ελάφρυνσης Χρέους, με μέτρα που θα συμφωνηθούν τώρα- αλλά στο Παρίσι, που έφερε αυτήν την ιδέα στο Eurogroup κι επ’ αυτής γίνονται όλες οι τεχνικές διεργασίες.
Η βασική γραμμή της γερμανικής θέσης είναι ότι πριν από κάθε ενεργοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης, που μπορούν να συμφωνηθούν τώρα, θα πρέπει να υπάρχει έλεγχος και πολιτική απόφαση. Πόσο εύκολα μπορεί να καμφθεί αυτή η θέση; Μάλλον δύσκολα, όπως δείχνει η εμπειρία των προηγούμενων μηνών. Το χειρότερο όλων είναι αυτό το «τρενάρισμα» από τη γερμανική πλευρά- όπως έγινε κατ’ αναλογία και το 2014- προκαλεί νευρικότητα στις αγορές, που ζητούν «καθαρές» λύσεις πριν από την τυπική ολοκλήρωση του τρέχοντος Προγράμματος.