Περίπου ένα στα πέντε νέα σε ηλικία άτομα εργάστηκε πέρυσι κατά τη διάρκεια των σπουδών του και οι περισσότεροι εξ’ αυτών βρήκαν εργασία μέσω συγγενών, φίλων ή γνωστών.

Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την ειδική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τη θέση των νέων στην αγορά εργασίας, η οποία διεξήχθη παράλληλα με την έρευνα εργατικού δυναμικού το β’ τρίμηνο 2016.  Ο πληθυσμός- στόχος της έρευνας ήταν τα άτομα ηλικίας 15 έως 34 ετών και το ποσοστό απόκρισης σε αυτήν ανήλθε στο 97,2%.

Επίσης, οι κύριες διαπιστώσεις της έρευνας ήταν οι ακόλουθες:

  • Οι κύριοι λόγοι που οι ερευνώμενοι δεν συνέχισαν τις σπουδές τους είναι είτε το ότι θεωρούσαν το επίπεδο σπουδών τους ικανοποιητικό είτε το ότι ήθελαν να εργαστούν.
  • Το ποσοστό των ατόμων που είχαν υποστήριξη από τον ΟΑΕΔ ή κάποιο άλλο δημόσιο οργανισμό για να βρουν εργασία ήταν 2,4%.
  • Στην πλειονότητά τους οι ερευνώμενοι δήλωσαν ότι η εκπαίδευση που έχουν ολοκληρώσει τους βοηθά στα εργασιακά τους καθήκοντα.
  • Περισσότεροι από τους μισούς ανέργους δήλωσαν διατεθειμένοι να αλλάξουν τόπο κατοικίας, προκειμένου να αναλάβουν εργασία. Ωστόσο, το ποσοστό των απασχολουμένων που πραγματικά χρειάστηκε να το κάνουν ήταν 5,4%.

Οι άνδρες που εργάστηκαν έχουν  ελαφρύ  προβάδισμα  έναντι  των  γυναικών,  ενώ  τα  ποσοστά  είναι  σημαντικά υψηλότερα  για  τα  άτομα  ελληνικής  υπηκοότητας,  τους τώρα  απασχολουμένους,  τα  άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και τα άτομα ανώτερου επιπέδου εκπαίδευσης.

Γενικά, η αμειβόμενη εργασία αναφέρεται συχνότερα από τη μη αμειβόμενη, ενώ περίπου τα μισά από τα άτομα που εργάστηκαν είχαν μόνο αμειβόμενη εργασία.   Το   υψηλότερο   ποσοστό   ατόμων   με   αμειβόμενη   εργασιακή εμπειρία   εντοπίζεται   στους απασχολουμένους και στα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.


Στην πλειονότητά τους οι ερευνώμενοι δηλώνουν ότι δε συνέχισαν τις σπουδές τους, είτε επειδή θεωρούσαν το τότε επίπεδο σπουδών τους ικανοποιητικό (36,4%) είτε επειδή ήθελαν να εργαστούν (28,2%). Λιγότεροι (13,2%) αναφέρουν ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στον βαθμό δυσκολίας ενός ανώτερου επιπέδου σπουδών, ενώ το 5,0% αναφέρει το υψηλό κόστος σπουδών.

Οι άλλοι λόγοι περιλαμβάνουν οικογενειακούς λόγους, λόγους υγείας κλπ. Για τους άνδρες κυριότερος λόγος είναι το ότι ήθελαν να εργαστούν, ενώ για τις γυναίκες το ότι είχαν ικανοποιητικό επίπεδο σπουδών. Επίσης, η επιθυμία για εργασία εντοπίζεται περισσότερο σε νεότερες ηλικίες, χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και άτομα α λλοδαπής υπηκοότητας.

Επιπλέον, σε αυτές τις κατηγορίες αναφέρεται περισσότερο η δυσκολία ανταπό κρισης σε ανώτερο επίπεδο σπουδών.

Μέσω συγγενών και φίλων η εύρεση εργασίας

Ο κύριος τρόπος εύρεσης εργασίας είναι μέσω συγγενών, φίλων ή γνωστών (39,9%). Ακολουθεί η επαφή με τον εργοδότη (18%), είτε από πρωτοβουλία του απασχολουμένου είτε του εργοδότη. Οι αγγελίες έχουν μικρότερο ρόλο στην εύρεση εργασίας (14,5%), ενώ ο ΟΑΕΔ εμφανίζεται με πολύ μικρό ποσοστό (2,4%).

Η εύρεση εργασίας μέσω συγγενών, φίλων και γνωστών δηλώνεται συχνότερα από τα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας, τα άτομα που εργάζονται στον κλάδο των κατασκευών και στον πρωτογενή τομέα, καθώς και από τα άτομα που ασκούν στοιχειώδη επαγγέλματα (ανειδίκευτοι εργάτες).

Αντίστοιχα, οι αγγελίες εμφανίζονται λιγότερο στις παραπάνω κατηγορίες.

Οι υπόλοιποι τρόποι δεν παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κατηγοριών.

Εξαίρεση αποτελεί ο κλάδος της δημόσιας διοίκησης, όπου η εύρεση εργασίας μέσω ΟΑΕΔ ή μέσω παρόχου εκπαίδευσης και κατάρτισης εμφανίζει πολύ υψηλότερα ποσοστά από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία.

 

 

 

iefimerida

loading…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.