Μια νέα μελέτη, του University of Florida, που δημοσιεύτηκε στο διεπιστημονικό περιοδικό Εφημερίδα της Υγείας των Γυναικών, έδειξε ότι κάθε παραπάνω έτος αναπαραγωγικής ζωής κάθε γυναίκας από την αρχή της έμμηνου ρύσης έως την εμμηνόπαυση συσχετίζεται με μείωση κατά 3% του κινδύνου καρδιαγγειακού και εγκεφαλικού επεισοδίου στις γυναίκες ηλικίας 60 ετών και άνω.
Αυτό μπορεί να φτάσει ως 30% μείωση του κινδύνου συνολικά, ανάλογα με το πόσα παραπάνω χρόνια διατηρεί μια γυναίκα την ωοθηκική της λειτουργία. Τα αποτελέσματα αυτά προφανώς σχετίζονται με τον προστατευτικό ρόλο που παίζουν τα οιστρογόνα, τα οποία είναι παρόντα όσο η γυναίκα έχει περίοδο και φθίνουν κατά την εμμηνόπαυση.
Μέχρι τώρα στο ιστορικό της γυναίκας για την εκτίμηση καρδιαγγειακού κινδύνου καταγραφόταν η ηλικία της εμμηναρχής και η ηλικία της κατά την εμμηνόπαυση ως μεμονωμένες μεταβλητές, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επίδραση της σωρευτικής έκθεσης των οιστρογόνων. Η συγκεκριμένη έρευνα δείχνει ότι πιθανόν να πρέπει να καταγράφεται και η διάρκεια της αναπαραγωγικής της λειτουργίας. Συνολικά, αν η αναπαραγωγική της λειτουργία διαρκεί για περισσότερα από 30 χρόνια (από την εμμηναρχή ως την εμμηνόπαυση), τότε προσφέρεται προστασία από καρδιαγγειακά και εγκεφαλικά επεισόδια, λόγω της αθροιστικής επίδρασης των οιστρογόνων για τα χρόνια αυτά. Πώς μπορεί, όμως, να ξέρει μια γυναίκα, που έχει κάνει ή δεν έχει κάνει παιδιά, πότε περίπου πλησιάζει η εμμηνόπαυση και αν είναι ικανή αναπαραγωγικά, καθώς προχωρούν τα χρόνια, δεδομένου ότι η γονιμότητα φθίνει όσο αυξάνει η ηλικία της;
Όπως εξηγεί, όμως, ο Δρ. Θάνος Παράσχος, γυναικολόγος μαιευτήρας, ειδικός στην εξωσωματική γονιμοποίηση και Διευθυντής του Κέντρου Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής Embio, μία γυναίκα που έχει περίοδο δεν είναι απόλυτο ότι είναι αναπαραγωγικά ικανή, ιδιαίτερα μετά τα σαράντα. Αυτό, όμως, δε σημαίνει αναγκαία ότι θα έχει εμμηνόπαυση. Μπορεί να έχει έμμηνο ρύση για αρκετά χρόνια ακόμη, να μην μπορεί όμως να μείνει έγκυος. Ένας, όμως, ειδικός στη γονιμότητα μπορεί με ειδικές εξετάσεις (τεστ γονιμότητας) να διαπιστώσει κατά πόσο μια γυναίκα είναι γόνιμη και πότε περίπου αναμένεται η διακοπή της εμμηνορρυσίας της. Κατά κανόνα, όμως, αυτές τις εξετάσεις τις κάνουμε στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπογονιμότητας – όταν δηλαδή υπάρχουν προβλήματα υπογονιμότητας στο ζευγάρι – ή όταν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
Τα αποτελέσματα, πάντως, της παρούσας μελέτης υποστηρίζουν την υπόθεση ότι τα οιστρογόνα που παράγει ο οργανισμός μιας γυναίκας παίζουν καρδιοπροστατευτικό ρόλο, κάτι που ήδη γνωρίζουμε. Παρόλα αυτά, τα ευρήματα της εν λόγω έρευνας δείχνουν ότι το αναπαραγωγικό ιστορικό μιας γυναίκας και η συνολική διάρκεια της αναπαραγωγικής της ικανότητα θα μπορούσαν να ενσωματώνονται σε ένα μοντέλο πρόβλεψης του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Τα αποτελέσματα υποστηρίζουν τη σύσταση να συμπεριλαμβάνονται αυτές οι πληροφορίες στο ιστορικό των μεταεμμηνοπαυσιακών γυναικών για τη βελτιστοποίηση των προληπτικών μέτρων κατά της καρδιαγγειακής και εγκεφαλοαγγειακής νόσου. Φυσικά, μελλοντικές μελέτες σε μεγαλύτερο αριθμό δείγματος απαιτούνται για προσδιορισμό της σύνδεσης σε μεγαλύτερη κλίμακα.
iefimerida