Η νίκη της Άνγκελα Μέρκελ μετά από μια μάλλον άχρωμη και άοσμη καμπάνια, είναι, προδιαγεγραμμένη στο φινάλε μιας μάλλον απρόβλεπτης πολιτικής χρονιάς στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά ενώ πολλοί Γερμανοί δείχνουν ικανοποιημένοι με την παραμονή στο τιμόνι της ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας μιας καγκελαρίου, που εγγυάται ασφάλεια και σταθερότητα, υπάρχουν και αρκετοί που δηλώνουν δυσαρεστημένοι με τη χαλαρή συναίνεση σε καίρια θέματα των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων.
Τα σενάρια μετά την πρώτη προβολή εδρών
Σύμφωνα με πρόβλεψη του ΖDF ο μεγάλος συνασπισμός θα εξασφάλιζε 357 έδρες ενώ ένας συνασπισμός Τζαμάικα δηλαδή το κόμμα της Μέρκελ, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι θα έπιαναν τις 357 έδρες. Αντίθετα μια συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών-Φιλελευθέρων θα έπιανε 286 έδρες και το CDU με τους Πράσινους 280, πράγμα που σημαίνει ότι οι δύο τελευταίες συμμαχίες δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Αρα τα δύο μόνα σενάρια που είναι εφικτά είναι αυτά του μεγάλου συνασπισμού και της τζαμάικα, ωστόσο ο μεγάλος συνασπισμός αποκλείεται με βάση τις δηλώσεις του Μάρτιν Σουλτς που ξεκαθάρισε ότι το κόμμα του θα ηγηθεί της αντιπολίτευσης και δεν θα συμμετέχει σε κυβέρνηση.
Η ανησυχία που έχει προκαλέσει η πολιτική των ανοικτών συνόρων της καγκελαρίου στο προσφυγικό και η κόπωση από την ήδη 12ετή θητεία της έχει στρέψει ορισμένους ψηφοφόρους σε μικρότερους πολιτικούς σχηματισμούς, και για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας ένα ακροδεξιό, ξενοφοβικό κόμμα μπαίνει στη Μπούντεσταγκ, πιθανότατα ως τρίτη δύναμη και ίσως αξιωματική αντιπολίτευση, αν οι Σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς αποφασίσουν να συνεχίσουν τον «μεγάλο συνασπισμό», με τα κόμματα της Χριστιανικής Ένωσης.
Αν υλοποιηθεί ένα τέτοιο σενάριο, τότε θα σηματοδοτήσει ένα ιστορικό ορόσημο σε μια χώρα, που επισκιάζεται ακόμη από το ναζιστικό παρελθόν του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και μια ριζική αλλαγή στον τρόπο άσκησης της γερμανικής πολιτικής που καθοδηγείτο ως τώρα από τη συναίνεση.
Το δίδυμο των βασικών υποψηφίων της AfD, Άλις Βάιντελ και Αλεξάντερ Γκάουλαντ
Ακροδεξιά κόμματα εξέλεγαν σ’ όλη τη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας βουλευτές σε τοπικά κοινοβούλια και στελέχη σε δημοτικά συμβούλια, αλλά μέχρι σήμερα δεν είχαν καταφέρει να περάσουν το 5%, όριο εισόδου στη Μπούντεσταγκ.
Με την εξασφάλιση της εκπροσώπησής τους στη γερμανική βουλή οι ακροδεξιοί της AfD όχι μόνον θα δικαιούνται κρατική χρηματοδότηση, αλλά θα μετέχουν και σε κοινοβουλευτικές επιτροπές και θα πιέζουν τις καθεστηκυίες δυνάμεις να λαμβάνουν πιο ξεκάθαρες θέσεις σε θέματα όπως το μεταναστευτικό και ο επαναπροσδιορισμός της εθνικής ταυτότητας.
Τα κυρίαρχα κόμματα είναι φιλοευρωπαϊκά και η ανιαρή κατά το μάλλον ή ήττον προεκλογική εκστρατεία επέτρεψε, σύμφωνα με αναλυτές, στα μικρότερα, πιο ακραία κόμματα όπως η AfD να διεισδύσουν και να αγρεύσουν από τις δεξαμενές τους, κυρίως της συντηρητικής παράταξης, ψήφους Γερμανών που νιώθουν απογοητευμένοι από την απουσία σοβαρής αντιπολίτευσης ή απομονωμένοι.
Η AfD έχει ισχυρή εκλογική βάση στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, όχι τόσο στις ευημερούσες δυτικές περιοχές. Με την υποχώρηση του προσφυγικού ως βασικού θέματος της προεκλογικής ατζέντας είδαν τα ποσοστά τους να πέφτουν κάτω από το 10%, αλλά μετά την τηλεμαχία Μέρκελ-Σουλτς, που αποκάλυψε τις ομοιότητες των δύο πολιτικών στις θέσεις τους ως προς το συγκεκριμένο θέμα ξαναπήραν την ανιούσα.
Ποιες είναι οι πιθανές εκλογικές συμμαχίες και πόσο θα επηρεάσουν τη στάση του Βερολίνου έναντι της Ελλάδας
Στη νέα βουλή θα εκπροσωπούνται, όπως όλα δείχνουν, έξι κόμματα: Οι Χριστιανοδημοκράτες, οι Σοσιαλδημοκράτες, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, οι Φιλελεύθεροι -που δίνουν επίσης μάχη για την τρίτη θέση-, οι Πράσινοι και το Αριστερό κόμμα.
Η επιλογή των επόμενων εταίρων για τον κυβερνητικό συνασπισμό θα είναι δύσκολη για την Άνγκελα Μέρκελ δεδομένου ότι όλα τα κόμματα αποκλείουν τη συνεργασία με το AfD και η Αριστερά αποκλείεται εκ προοιμίου από την CDU. ‘Ετσι, μένουν τα υπόλοιπα.
Συνασπισμός «Τζαμάικα»
Πολυσυζητημένος είναι ο λεγόμενος συνδυασμός Τζαμάικα , από τα χρώματα της σημαίας της χώρας : μαύρο (CDU), πράσινο (Πράσινοι) και κίτρινο ( FDP). Σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα ένας τέτοιoς συνασπισμός και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα συνδυαστούν οι απόψεις τους για την Ελλάδα. Και τούτο διότι οι μεν Φιλελεύθεροι είναι υπέρ της σκληρής στάσης που φτάνει μέχρι τις προτροπές να βγει από την ευρωζώνη για το καλό της, οι δε Χριστιανοδημοκράτες δεν συζητούν πλέον το θέμα καθόλου, όπως φυσικά και οι Πράσινοι. Πάντως, ο πολύπειρος και αρχαιότερος χριστιανοδημοκράτης ευρωβουλευτής, Έλμαρ Μπροκ, απέκλεισε σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ κάθε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό, ενώ άλλοι συνάδελφοί τους λένε απλώς ότι οι Φιλελεύθεροι θα πειστούν να μην επιμείνουν. Ίσως και να έχουν δίκαιο, αν το FDP θέλει απλώς να αλιεύσει ψήφους προεκλογικά.
Ο Τζεμ Εζντεμίρ των Πρασίνων
Αλλά και στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους οι απόψεις των τριών αυτών εν δυνάμει εταίρων διίστανται, αφού οι Πράσινοι είναι υπέρ, οι Χριστιανοδημοκράτες και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παραπέμπουν την εξέτασή του μετά τη λήξη του ελληνικού προγράμματος βοήθειας. Για τους Φιλελεύθερους ούτε λόγος να γίνεται φυσικά. Αντίβαρο θα αποτελούσε βέβαια η παρουσία των Πρασίνων στην κυβέρνηση και αυτό θα λειτουργούσε υπέρ της Ελλάδας. Αν αναλογιστεί όμως κανείς πόσο μεγάλες είναι οι διαφορές τους σε άλλα θέματα, όπως είναι το προσφυγικό και το κλίμα η συνύπαρξή τους φανταζει μάλλον δύσκολη. Φιλελεύθεροι και Πράσινοι συμφωνούν απολύτως σε ένα πράγμα, προεκλογικά τουλάχιστον: ότι δεν μπορούν να φανταστούν ένα συνασπισμό «Τζαμάικα». Οι αριθμοί που προκύπτουν από τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις συνηγορούν πάντως υπέρ του τρικομματικού αυτού σεναρίου.
Συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών – Φιλελευθέρων
Λιγότερες δυσκολίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα είχε το σχήμα Χριστιανοδημοκράτες-Φιλελεύθεροι καθότι είναι ιδεολογικά συγγενέστεροι, αναφέρουν οι ίδιες πηγές στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
O Kρίστιαν Λίντνερ όμως, ο πρόεδρος του FDP, προτίθεται να διεκδικήσει για το κόμμα του το υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να γίνουν οι αλλαγές που επαγγέλλεται. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει την -μάλλον απίθανη- απομάκρυνση του δημοφιλέστατου και ισχυρότατου Σόιμπλε. Εκτός αν και η Μέρκελ βρει την ευκαιρία να τον θυσιάσει. Ο Σόιμπλε όμως δηλώνει -και είναι- νομιμόφρων παρά τις διαφωνίες που μπορεί να έχει κατά καιρούς με την καγκελάριο. Ένας υπουργός Οικονομικών από τις τάξεις των Φιλελευθέρων θα της είναι όμως (και) στα θέματα που απασχολούν την Ελλάδα; Εξάλλου ο νυν υπουργός Οικονομικών είναι ο καταλληλότερος για να κάνει τις όποιες υποχωρήσεις στον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν, αφού οι Γερμανοί του έχουν εμπιστοσύνη. Στην -πιθανότερη- περίπτωση που παραμείνει ο πρώτος, η Ελλάδα θα έχει να αντιμετωπίσει την άκαμπτη, αλλά γνωστή στάση του. Στην δεύτερη η σκλήρυνσή της μάλλον θα πρέπει να θεωρείται πιθανή, αφού θα συνεπικουρείται και από τους -συντηρητικότερους της κ. Μέρκελ- Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές του CSU. Θα θελήσει όμως η καγκελάριος Μέρκελ να συνασπιστεί με ένα εταίρο ο οποίος φέρεται αποφασισμένος να επιβάλει σκληρές οικονομικές απόψεις και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού απορρίπτει τις προτάσεις Μακρόν; Για το σενάριο αυτό πάντως τα ποσοστά που προκύπτουν από τις δημοσκοπήσεις φαίνεται πως δεν αρκούν.
Συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών – Πρασίνων
Τα κουκιά φαίνεται ότι δεν βγαίνουν ούτε και για το σενάριο της συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών- Πρασίνων. Στην περίπτωση όμως αυτή, η νέα γερμανική κυβέρνηση, ιδίως ο Σόιμπλε, πιεζόμενη από τους Πράσινους θα λειάνει τις θέσεις της απέναντι στην Ελλάδα. Όμως το βαυαρικό CSU δύσκολα θα δεχόταν να συγκυβερνήσει με τους Πράσινους έστω και αν συμπροεδρεύουν του κόμματος οι λεγόμενοι ρεαλιστές (η Κάτριν Γκέρινγκ-Εκαρντ και ο Τζεμ Εζντεμιρ). Ιδιαίτερα ευνοϊκή θα ήταν βέβαια για την Ελλάδα η ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τους Πράσινους, οι οποίοι, όπως και το FDP, θα το βάλουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Προς έναν νέο «μεγάλο συνασπισμό»;
Απομένει ένα ακόμα σενάριο, αφού τόσο ο κοκκινο-κοκκινο-πράσινος συνασπισμός, όπως και ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με τους Φιλελεύθερους (FDP) και τους Πράσινους (Die Gruenen) αποκλείεται από τα μέχρι σήμερα δημοσκοπικά ευρήματα: το σενάριο της συνέχισης του σημερινού «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών.
Και ο πιο αδιάφορος Γερμανός πολίτης θα έχει διαπιστώσει ότι κανένα από τα δύο αυτά κόμματα, ούτε καν το SPD για ψηφοθηρικούς έστω λόγους, δεν τον αποκλείει. Δεν ήταν και τόσο άσχημος λένε μάλιστα κατ΄ιδίαν υψηλόβαθμα στελέχη και των δύο κομμάτων. Η περίπτωση αυτή μας είναι γνωστή. Η Ελλάδα θα έχει ένα ισχυρό συμπαραστάτη εντός της κυβέρνησης -αλλά και στην Ευρώπη- για την ελάφρυνση του χρέους και την χαλάρωση της πολιτικής λιτότητας και των περικοπών, ο οποίος θα αποτελεί αντίβαρο στον Σόιμπλε, εάν φυσικά παραμείνει υπουργός Οικονομικών, αφού το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είναι πολύ πιθανόν να διεκδικήσει το υπουργείο του. Αν τα πράγματα γίνουν έτσι η μεν Μέρκελ θα έχει μια σοβαρή δικαιολογία να μετακινήσει τον Σόιμπλε, χωρίς να διακινδυνεύει και την ευρωπαϊκή της πολιτική, όπως θα συνέβαινε με το FDP, το δε SPD θα μπορέσει να επιβάλει ορισμένα μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης που επαγγέλλεται ώστε να μην καταποντιστεί πολιτικά. Το σενάριο αυτό μπορεί να είναι και η τελευταία επιλογή μετά από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων. Ή και η πρώτη, ιδίως εάν το ακροδεξιό AfD έχει υψηλό ποσοστό και ως τρίτο κόμμα είναι αξιωματική αντιπολίτευση, αφού η συνέχιση της συνεργασίας των νυν εταίρων θα είναι πλέον θέμα επιτακτικής δημοκρατικής ανάγκης και έτσι θα γίνει ευκολότερα αποδεκτή από τους σοσιαλδημοκράτες εντός και εκτός του κόμματος.
Η πίεση πάντως ενός -ενδεχομένως- ισxυρού AfD, έστω και από την αντιπολίτευση, ίσως να έχει καταλυτική σημασία ως προς την στάση που θα τηρήσουν οι συντηρητικοί κυβερνητικοί εταίροι στο θέμα της Ελλάδας, αφού θα πιέζουν από δεξιά την Μέρκελ, το κόμμα της οποίας θα φοβάται διαρροές προς το AfD.
Der Spiegel, NYT, Reuters, ΑΠΕ-ΜΠΕ