Θα μπορούσε να ονομαστεί «οικειοποίηση ηγέτη άλλης παράταξης». Η ΠΑΣΟΚομανία του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα κορυφώνονται, μετά την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να γράψει άρθρο χιλιάδων λέξεων για τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου, ανήμερα της 3ης Σεπτέμβρη, ημέρας ίδρυσης της προοδευτικής παράταξης.
Το άρθρο δημοσιεύεται σε κυριακάτικο φύλλο σήμερα, Κυριακή 3 Σεπτέμβρη, και ενώ το ΠΑΣΟΚ ετοιμάζεται να τιμήσει τα 43 του χρόνια και γιορτάζει με ξεχωριστή εκδήλωση στο Ζάππειο, την ίδια ημέρα. Η πρόσκληση γίνεται, μάλιστα, μέσω της φωνής του Ανδρέα Παπανδρέου. Στον επίσημο λογαριασμό του ΠΑΣΟΚ στο Twitter υπάρχει βίντεο με τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου να ηχεί στο βίντεο που λέει: «Φίλες και φίλοι, απευθύνομαι σε εσάς προσωπικά, όπως και σε κάθε Έλληνα πολίτη…».
Το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα έχει τίτλο «Τελικά πόσο ψεύτης ήταν ο Ανδρέας;» με στόχο να αποδείξει ότι ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ είχε την ίδια διαδρομή μαζί του (ξεκίνησε ως βομβιστής και τρομοκράτης, όπως γράφει) και ότι όπως εκείνος σφράγισε την Μεταπολίτευση, έτσι και ο ίδιος θα πράξει στη σύγχρονη Ελλάδα. Ο Αλέξης Τσίπρας, μάλιστα, βάζει «ταφόπλακα» στο σημερινό ΠΑΣΟΚ, υπαινισσόμενος ότι ο ίδιος είναι πλέον κληρονόμος του κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου.
Γράφει ο κ. Τσίπρας:
Η γέννηση, η διαδρομή και η κατάληξη του ΠΑΣΟΚ, όπως και ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, προσφέρονται όχι μόνο για ιστορική έρευνα αλλά και για πολιτικά συμπεράσματα απολύτως χρήσιμα και στη σημερινή συγκυρία. Η αντιπαράθεση και οι διαμάχες για το χθες του ΠΑΣΟΚ μοιάζουν πολύ με τις διαμάχες για το σήμερα της χώρας.
Το πώς ένα μικρό πολιτικό κόμμα, με το στίγμα μάλιστα του εξτρεμιστή, του βομβιστή και του φίλου της τρομοκρατίας εκείνης της εποχής, σε ελάχιστα χρόνια μεταμορφώθηκε σε μεγάλο κόμμα εξουσίας που έβαλε τη σφραγίδα του στη διαμόρφωση της Μεταπολίτευσης είναι θέμα που έχει προκαλέσει και εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.
Οπως και πώς το ΠΑΣΟΚ της νίκης και της αλλαγής, από τη γεμάτη αυτοπεποίθηση -ακόμη και έπαρση- καλημέρα στον ήλιο, έφτασε στη σημερινή καληνύχτα στον ριζοσπαστικό εαυτό του. Βέβαια, από ιστορικής άποψης τα γεγονότα είναι πολύ πρόσφατα για να μην επηρεάζεται -και σε πολλές περιπτώσεις να μην αλλοιώνεται- η ιστορική ματιά από τις τρέχουσες πολιτικές και κομματικές βλέψεις.
Στη συνέχεια μιλά για τον «λαϊκισμό και την εξαπάτηση του λαού»:
Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι τα τελευταία χρόνια έχει επανέλθει, και μάλιστα με ένταση, η ρηχή και πολιτικά ιδιοτελής άποψη για τον λαϊκισμό και την εξαπάτηση του λαού, που δήθεν αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες της εκτόξευσης του ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80.
Οι ερμηνείες για την «αφύσικη» και εντέλει ζημιογόνα για την Ελλάδα «εισβολή» του στο πολιτικό σκηνικό, που ακόμη εξακολουθεί να θεωρείται από τη Δεξιά και τις συντηρητικές δυνάμεις ως διαταραχή της ομαλής, παραδοσιακής, διακομματικής εναλλαγής στην εξουσία, δίνουν και παίρνουν και στις μέρες μας.
Στο πλαίσιο αυτό προσπαθώ να αποφύγω τις εύκολες και σκόπιμες αναγωγές και συγκρίσεις, μπορώ με κάποια σιγουριά να επισημάνω μερικούς από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη ραγδαία άνοδο του ΠΑΣΟΚ, από τη στιγμή που εμφάνισε το πολιτικό του πρόσωπο με τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη.
Πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας, η συσσωρευμένη κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων της μεταεμφυλιακής περιόδου, κρίση που επέτεινε περισσότερο η δικτατορία.
Δεύτερος παράγοντας, ο ριζοσπαστισμός των νέων εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων της εποχής, που αμφισβητούσαν βαθιά τις δομές του κράτους και της οικονομίας.
Τρίτος σημαντικός παράγοντας, η χαρισματική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, ενός ανθρώπου που συμβόλιζε ήδη από την εποχή της προδικτατορικής περιόδου το αίτημα της Αλλαγής και της ρήξης με το τότε κατεστημένο.
Πλέκει το εγκώμιο του «ηγέτη Ανδρέα Παπανδρέου»:
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δέχτηκε τα σφοδρά πυρά του «κατεστημένου» της εποχής, όπως ο ίδιος το ονόμασε, ως «λαϊκιστής», «λαοπλάνος», «ψεύτης», «επενδυτής σε απάτες και αυταπάτες». Αλλά η βασική και κυρίαρχη αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί, όσες αντιρρήσεις κι αν έχει κανείς για τη μετέπειτα πορεία του, είναι μία: διέθετε ένα πολιτικό αισθητήριο να διαγνώσει την ιστορική στιγμή της Μεταπολίτευσης, τα ζητούμενα και τις μεγάλες δυνατότητες που αυτή άνοιγε.
Με τη δημοκρατία, ακόμη ευάλωτη, την Αριστερά διασπασμένη, ρημαγμένη από τους διωγμούς και καθηλωμένη σε σχήματα που αναφέρονταν σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν, το παλιό κέντρο απαξιωμένο από τις ίντριγκες των παραγόντων και παραγοντίσκων του την παραδοσιακή Δεξιά αμήχανη για το πώς να αντιμετωπίσει το τεράστιο λαϊκό κύμα που προέκυψε από τη χούντα και την αντίσταση σ’ αυτή, ο Ανδρέας κατάλαβε ότι μόνο με την ενέργεια αυτού ακριβώς του κύματος, που οι άλλοι έβλεπαν με επιφύλαξη ή και φόβο, ήταν δυνατό να κάνει η χώρα άλμα προς τα εμπρός.
Τρεις παράγοντες, τρεις ιστορικές προϋποθέσεις, τρεις δυναμικές συμπυκνώσεις που συμπληρώνοντας η μια την άλλη κατάφεραν να συσπειρώσουν, να πείσουν και να ενθουσιάσουν μεγάλα τμήματα της λαϊκής προοδευτική πλειοψηφίας. Το ενοποιητικό νήμα των τριών αυτών προϋποθέσεων, η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, δεν ήταν μόνο σωστή, δίκαιη και επαναστατική για την εποχή, αλλά και εφαρμόσιμη, εφικτή, καταλυτική (…). Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ υπήρξε προϊόν και αποτέλεσμα μιας ιστορικής στιγμής, αλλά και ενός ηγέτη που τη διέγνωσε σωστά.
Η προσπάθεια να συνενωθούν οι τρεις γενιές, της Εθνικής Αντίστασης, του 1-1-4 και του Πολυτεχνείου, κάτω από τους μεγάλους στόχους μιας διακήρυξης και τη στέγη ενός ριζοσπαστικού κόμματος που είχαν σημαία τους την Εθνική Ανεξαρτησία, τη Λαϊκή Κυριαρχία και την Κοινωνική Απελευθέρωση μπορεί σήμερα να φαίνεται αυτονόητη. Δεν ήταν έτσι όμως. Αποτέλεσε τομή στην πολιτική και την κοινωνία (…).
Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘70, μικρό και σχεδόν στο περιθώριο, κατάφερε -ακριβώς αξιοποιώντας τον ηλεκτρισμό της εποχής του- να μετεξελιχθεί ραγδαία όχι μόνο σε μεγάλο κόμμα αλλά και σε παραγωγό προοδευτικής ενέργειας για πολλά χρόνια, εξηγείται, νομίζω, ακριβώς από το χιλιοειπωμένο ραντεβού με την Ιστορία.
Στο ραντεβού αυτό η ιδρυτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον Ανδρέα, ήταν παρούσα με τον δικό της εμφατικό τρόπο.
Δεν βολεύτηκαν στο πατρικό κόμμα της Ενωσης Κέντρου, αλλά επέλεξαν τον δύσκολο -και για πολλούς από τους παραδοσιακούς ακατανόητο- δρόμο της δημιουργίας νέου κόμματος, απαλλαγμένου από τις αμαρτίες του παλιού πολιτικού συστήματος, ανοιχτού σε νέα ρεύματα και αντιλήψεις (…).
Ο πρωθυπουργός «θάβει» το σημερινό ΠΑΣΟΚ:
Πώς και γιατί αυτό το πανίσχυρο κόμμα (…) μεταμορφώθηκε από δύναμη αλλαγής σε δύναμη του καθεστώτος της συντήρησης και της διαπλοκής είναι ένα θέμα που οφείλει κανείς να προσεγγίζει χωρίς απλουστεύσεις και αναθέματα.
Το γεγονός πάντως είναι πως στον Θερμιδόρ του ΠΑΣΟΚ υπήρξαν φαινόμενα αποκέντρωσης της διαφθοράς, εκφυλισμού ιδεών και ανθρώπων, κυνισμού και καταδολίευσης των λαϊκών διαθέσεων.
Στην εποχή μάλιστα των επιγόνων, μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, τα φαινόμενα αυτά προσέλαβαν καθολικό χαρακτήρα, μέχρι να φτάσει το ΠΑΣΟΚ σε αυτό που είναι σήμερα. Και που καμιά σχέση δεν έχει με το τρίπτυχο της 3ης του Σεπτέμβρη και τον ιδρυτή του (…).
Οι πραγματικές δυσκολίες εξελίχθηκαν τελικά σε άλλοθι για μια σειρά στρατηγικών υποχωρήσεων που αλλοίωναν βαθμιαία το ριζοσπαστικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ. Από το κόμμα της αλλαγής περάσαμε στην αλλαγή του κόμματος (…).
Και ο Αλέξης Τσίπρας καταλήγει ως «ο νέος Ανδρέας»:
Σήμερα είναι πολλοί εκείνοι που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα-συνέχεια του ΠΑΣΟΚ. Διατρέχοντας την ιστορία αυτού του κόμματος, που σφράγισε την πορεία της Μεταπολίτευσης, μπορεί κανείς βέβαια να διακρίνει δια γυμνού οφθαλμού τις διαφορές με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, αν καθαρίσει κανείς όλη την καμπάνια από τη γνωστή λάσπη περί λαϊκισμού, δημαγωγίας, ψέματος, που δήθεν αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ του «παλιού» ΠΑΣΟΚ και της νέας Αριστεράς, θα καταλάβει ότι πίσω κρύβεται ο ίδιος μεγάλος φόβος. Ο φόβος του κατεστημένου, των επικυρίαρχων, της διαπλοκής και της επιτροπείας: ο φόβος μην τυχόν και επανέλθουν στο προσκήνιο και στην επικαιρότητα των λάικών αγώνων τα μεγάλα και διαρκή αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας εκείνης που θα επιτρέπει στον λαό πραγματικά να ασκεί εξουσία. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται σήμερα ως το κόμμα που έχει ξαναπιάσει το νήμα αυτών των στόχων, τότε η κατηγορία γίνεται δεκτή. Και με υπερηφάνεια.